Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Γράφω γιατί δεν έχω τι να πω

«Όπως κάποιοι, εργάζονται από πλήξη, μερικές φορές γράφω γιατί δεν έχω τι να πω. Στην ονειροπόληση, στην οποία χάνεται με τρόπο εντελώς φυσικό όποιος δεν σκέφτεται, εγώ χάνομαι γραπτώς, γιατί ξέρω να ονειρεύομαι σε πρόζα. Και υπάρχει πολύ ειλικρινές συναίσθημα, πολλή νόμιμη συγκίνηση που δοκιμάζω επειδή δεν αισθάνομαι.
Υπάρχουν στιγμές που η κενότητα, του να νοιώθεις πως ζεις, αγγίζει την πυκνότητα κάποιου πράγματος θετικού…» Από το «βιβλίο της ανησυχίας» του Πεσσόα και πώς να μείνεις απαθείς. Αυτά ήθελα να σας πω και εγώ απόψε, μερικές φορές γράφω γιατί δεν έχω τι να πω. Όχι, δεν γράφω από υποχρέωση. Στην αναμονή της επόμενης λέξης, ανακαλύπτω.
«Χωρίς βουλή χωρίς Θεό» που λέει και ο Σαββόπουλος, μελοποιώντας έτσι την αταξία του νου του και δίνοντας με αυτόν τον τρόπο διάσταση στις σκέψεις, που ξεπερνούσαν το εφήμερο του παρόντος του.
«Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα μας περιμένει» και μεταμεσονύκτια, η φωνή που σχολιάζει το τραγούδι προχωράει ακόμα παραπέρα, σαν βγούμε απ’ αυτή την φυλακή, θα μπούμε σε μια άλλη. Όταν σιγάζει ο παγκόσμιος πόνος, παίρνει τα πάνω του ο προσωπικός. Επιστρέφουμε στις ατομικές πληγές, καθόμαστε στις ουρές με το δελτίο τροφίμων του ιδιωτικού μας ασύλου και επενδύουμε πάλι σε αισθήματα, διαλέγοντας η μαχαιριά που θα εισπράξουμε να είναι τουλάχιστον της αγάπης.
Γράφω γιατί δεν έχω τι να πω, είναι και οι απέναντι τοίχοι, που όχι μόνο δεν ακούν αλλά είναι και ανίκανοι να προκαλέσουν αντίλαλο. Αυτές οι λέξεις όμως της αταξίας του μυαλού, φεύγουν σε άγνωστους προορισμούς δημιουργώντας προϋποθέσεις για κάποια συνάντηση.
Γράφω καθυστερώντας τις λέξεις, όπως μπροστά σε βιτρίνες που δεν βλέπω, κι αυτό που μου μένει είναι μισοαισθήσεις, σχεδόν εκφράσεις, σαν χρώματα από υφάσματα που δεν είδα τι είναι, αρμονίες καμωμένες από δεν ξέρω τις είδους αντικείμενα. Γράφω νανουρίζοντας με, σαν μια τρελή μητέρα που νανουρίζει το πεθαμένο παιδί της.
Λέξεις μάταιες, χαμένες, μεταφορές ασύνδετες, που μια ακαθόριστη αγωνία αλυσοδένει σε σκιές… Λείψανα καλύτερων στιγμών, βιωμένα στο βάθος κάποιων δενδροστοιχιών … Λάμπα σβησμένη που ο χρυσός της λάμπει στο σκοτάδι χάρη στη μνήμη του φωτός που χάθηκε… Λέξεις που αφέθηκαν, όχι στον άνεμο, αλλά στο έδαφος, από τα δάκτυλα που δεν τις έσφιγγαν, σαν φύλλα ξερά που είχαν πέσει σ’ αυτά από κάποιο δέντρο αόρατα ακαθόριστο… Νοσταλγία για τις στέρνες των αγροικιών των άλλων… τρυφερότητα γι’ αυτό που ποτέ δεν συνέβη…
Γράφω γιατί δεν έχει νόημα να πω, κανείς δεν θα με ακούσει. Γράφω για μπορώ να ονειρευτώ απόψε άλλους προορισμούς.

1 σχόλιο:

alef είπε...

A πα πα, ποιητικό αίσθημα! Και καρδούλες στην άμμο... Τί υπέροχος ιβίσκος, ναι? Ε ναι, φλυαρία μας τα γραπτά κείμενα. Αμα ζεις, δεν τα χρειάζεσαι, περισσεύουν... Δρόσισε εκεί?

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...