Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Πώς μας την έφερες έτσι ρε Μίκη;

Είναι μαγικό να συναντάς τη σκέψη σου αλλού γραμμένη, με άλλες λέξεις, που ήθελες να χρησιμοποιήσεις και εσύ.

Είναι μαγικό να συναντάς τη σκέψη σου την ανεπεξέργαστη, την συγκεχυμένη, την ανασφαλή, την γεμάτη ερωτηματικά και όλα με μιας να γίνονται φως. Να σε βγάζουν από την αγωνία, να σβήνουν τα ερωτηματικά. Εδώ μια συνάντηση με την Ευγενία Λουπάκη από την "Αυγή"

Όταν εκτέλεσαν τον συνομήλικό σου, το θείο μου το Στέφανο, προδωμένο απ΄ τους ταγματαλήτες στους Γερμανούς, εκεί κοντά στο Γαλατά, στην Αγιά, κρατούσε ένα λεύκωμα Μίκη μου. Απ’ αυτά τα αθώα που γράφατε τα παιδιά εκείνης της εποχής: «Τί εστί έρως;» «Τί εστί φιλία;» Κι από κάτω τα κορίτσια σας που πένθος μες στους αιώνες απέκτησαν μετά και τ’ αγόρια που ακόμα ούτε τουφέκι κρατούσαν, μήτε κάτεχαν, γράφανε τις υπαινικτικές ρομαντικές απαντήσεις τους. Το συγκλονιστικό Μίκη μου, είναι ότι σ’ αυτό το λεύκωμα, που τό 'χω ακριβό φυλαχτό στο κομοδίνο μου, συνέχισαν να γράφουν και μετά την εκτέλεση του ομορφόπαιδου, του λεβέντη, του Επονίτη Χανιώτη. Με άλλα γράμματα, μιας νέας αλφαβήτου, σημαδεμένης απ΄ τη θυσία και την προδοσία. Και με υποσχέσεις ότι δεν θα ξεχαστεί το όνειρο.


Να, έτσι μας έκανες να νοιώσουμε με το φευγιό σου Μίκη μου. Ψαχουλέψαμε στο μπαούλο των αναμνήσεων και βγάλαμε το λεύκωμα της νιότης της Αριστεράς. Το λεύκωμα των πληγών, των θυσιών, των συμβιβασμών, των ματαιώσεων και των υποσχέσεων. Το λεύκωμα των ερώτων και των ονείρων. Και ξαφνικά αρχίσαμε πάλι να γράφουμε. Σαν 19χρονοι όπως ο Στέφανος και σαν αιωνόβιοι όπως εσύ. Ταυτοχρόνως.
Με καρδιά, με πνοή, με πόθους και με πάθος. Ξανά. Πώς μας την έφερες έτσι ρε Μίκη;
Εκεί που τάχαμε όλα τακτοποιήσει, τάχαμε αποχαιρετήσει, τάχαμε βολέψει στο μυαλό μας, από δω η μουσική σου, από κει τα πολιτικά ακροβατικά σου, άλλοι καιροί τώρα, άλλες ανάγκες, άλλες μουσικές, πώς μας έκανες πάλι να κλαίμε μια βδομάδα, να τραγουδάμε όλοι μαζί και να σηκώνουμε γροθιές; Πώς τα κατάφερες από κει που είπα “πάει πέθανες για μένα” όταν σε είδα στο Σύνταγμα για το Μακεδονικό, να σε θυμάμαι τώρα μόνο στο άλλο Σύνταγμα, των μνημονίων, μαζί με το Γλέζο στην πρώτη γραμμή μέσα στα δακρυγόνα;
Πώς τα κατάφερες βρε αιώνιε έφηβε, να μην συμμορφωθείς ούτε τώρα, σε κανενός τας υποδείξεις; Και να υποδείξεις εσύ μόνο, με συνταρακτική σαφήνεια ποιος θέλεις να είσαι στη μνήμη μας και στην καρδιά μας: Ένας κομμουνιστής που πολέμησε το Δεκέμβρη.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά για το πώς την έφερες σ’ αυτούς που σε πιλάτευαν δεκαετίες να σε κάνουν εθνικό τοτέμ- κι εσύ φλερτάριζες μαζί τους, διαπλανητικέ μου νάρκισσε, το ξέρεις και το ξέρω. Και πώς έχασαν τη γη κάτω απ’ τα βρώμικα πόδια τους, με την τελευταία σου μεγάλη χειρονομία. Πώς άσπρισαν και τρόμαξαν από το πλήθος της οργής και της συγκίνησης. Πώς συνέτριψες στρατιές πληρωμένων κονδυλοφόρων και “επικοινωνιολόγων” με την επικοινωνία της συγκίνησης.
Αλλά δεν με νοιάζουν αυτοί. Με νοιάζει ο κόσμος της Αριστεράς που τον σήκωσες πολύ ψηλότερα. Με νοιάζει που μια βδομάδα τώρα ζούμε μέσα στη μουσική σου, γενιές και γενιές. Γενιές που μεγαλώσαμε μαζί σου, γενιές που σε συνάντησαν στο δρόμο, γενιές που σε ανακαλύπτουν τώρα.
Πάμε βόλτα στα Χανιά Μίκη μου. Μαζί σου. Και χαιρετίσματα στη μάνα μου που σε λάτρευε. Εκεί κοντά σου αναπαύεται κι αυτή. 

Μακάρι να έμπαινε κατευθείαν ο χειμώνας

Στον ουρανό γεμάτες βαριές μάζες σύννεφα, Αυτή την ώρα της ημέρας που άρχισε φανερά να μικραίνει, χαραμάδες ρόδινες και χρυσές σου δημιουργούν απορίες. Ένα κράμα από μυρωδιές του φθινοπώρου, που επιβεβαιώνει την παρουσία του και του καλοκαιριού που φεύγει, διαπερνούν την ατμόσφαιρα.


Και τι άλλο από μια αναμονή είναι το φθινόπωρο; Μακάρι να έμπαινε κατευθείαν ο χειμώνας. Να ξεμπερδεύουμε. Γιατί ως γνωστόν οι αναμονές ανήκουν στα βαρέως ανθυγιεινά επαγγέλματα.

Οι πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη είναι κάτι εντελώς ακαθόριστο. Δεν είναι εποχή το φθινόπωρο, είναι προθάλαμος, είναι το περίμενε για κάτι που θέλεις να το ξεφορτωθείς όσο πιο γρήγορα γίνεται.
“Αυτές τις μέρες μαλώνουνε οι λέξεις, κοντά σε κάθε τελεία μόνο ηρεμούν. Γι΄ αυτό και συνεχόμενες είναι. Οι τελείες.”
Πάλι εδώ, γιατί η ψυχή είναι ανήσυχη. Με τα άκρως απαραίτητα. Απαλλαγμένοι από όλα εκείνα τα περιττά μιας χρήσης και εφοδιασμένοι με όλα εκείνα τα χρήσιμα, για μια ζωή.
Σ’ αυτά θα στηριχτούμε, που δεν ξεβάφουν με την πρώτη σταγόνα της βροχής. Σ' αυτά, που μας δίνουν, ταυτότητα και στυλ.
Σε αυτά που δεν τ’ ακούμε στις ειδήσεις, έρχεται μια σιωπή και μας τα ψιθυρίζει, όταν ο θόρυβος της τρέχουσας επικαιρότητας, μας καλεί να ακολουθήσουμε το συρμό.
Με αυτόν το βαρύ οπλισμό των συναισθημάτων μας πορευόμαστε, που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τον εαυτό μας, όχι μέσα στον καθρέφτη, αλλά στα μάτια των άλλων. 

Τι πάθος

Τι άλλο, τον Θεοδωράκη έχω συνέχεια μπροστά μου αυτές τις μέρες. Τι πάθος! Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι του πάθους. Μ’ αρέσουν αυτοί που φτάνουν στα άκρα. Απεχθάνομαι τη χρυσή τομή. Δεν είναι το μυαλό, δεν είναι ο τρόπος, δεν είναι η λογική, δεν είναι η τεχνική, δεν είναι η δημιουργία, δεν είναι η τακτική. Είναι η Ψυχή. Και ο Θεοδωράκης είχε ψυχή, που τον έκανε μοναδικό.




Δε μου αρέσουν οι «ανάμεσα». Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι, που φωτίζουν, ακόμα και όταν έχει συννεφιά… Ο άνθρωπος που δεν καθοδηγείται από μέσα του, βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κόσμους, μετέωρος, ικανός για τα πιο αντίθετα πράγματα, μανιακός για κάτι όσο και αδιάφορος, μα πάνω απ’ όλα ανασφαλής. Πιστεύει ότι η αποδοχή, του προσφέρει εκείνο που δεν έχει. Ο Θεοδωράκης δεν χρειάστηκε την αποδοχή, πάντα είχε να δώσει , μας έδωσε πολλά και θα συνεχίσει να μας δίνει.
Τα παραπάνω σκεφτόμουνα πηγαίνοντας, σε εκείνη τη παιδική χαρά, για να δω τον ήλιο να δύει και να ταξιδέψω πίσω για να εισπράξω εκείνο το συναίσθημα της ηλικίας της μονοψήφιας.
Ακριβώς εκεί, που ο ήλιος κόβει το νερό. Φθινόπωρο! Ημέρες επαναπροσδιορισμού, της θέσης μας και της στάσης μας, απέναντι στον εαυτό μας πρωτίστως. Να πονέσουμε για να νοιώσουμε. Να εκπαιδεύσουμε τα αισθήματά μας, σε συνθήκες δυσκολίας.
Νοιώθω μέσα από ένα κοκτέιλ συναισθημάτων, ν’ αφαιρώ εγωισμό, να μη με ακολουθούν δικαιολογίες σε κάθε απόπειρα καταλογισμού ευθυνών προς τον εαυτό μου. Να γίνομαι πιο ελεύθερος. Αυτός ο πόνος είναι και η ελπίδα μας.

Μια μετακόμιση η αιτία

Μια μετακόμιση η αιτία, που προστέθηκε στις τόσες, που αντιστέκονται στο γενικό εφήμερο της ζωής.




Αυτές οι μέρες του Φθινοπώρου, μου δοκιμάζουν τις αισθήσεις. Ένα στρώμα βελούδο έχει καθίσει σε ότι με περιβάλλει και σμιλεύει ότι αιχμηρό έχει προηγηθεί. Ακόμα και το νερό της θάλασσας αποκτάει μια βελούδινη υφή. Και η μοναξιά διαφορετική μου φαίνεται. Έχει χρώματα, έχει αρώματα, έχει μνήμες.
Πάντα φθινόπωρο μου συμβαίνουν. Ρήξεις, μετακομίσεις, τέλος και αρχή. Δεν θυμάμαι πόσες μετακομίσεις έχω κάνει, εκείνο που θυμάμαι, είναι ένα μεγάλο κομμάτι του παρελθόντος να έχει χαθεί στο δρόμο. Το σίγουρο... ακόμα είμαι αρτιμελής.
Όπως και να 'χει, η ήττα είναι σαν τον έρωτα. Σχεδόν κεραυνοβόλα. Κι ας ετοιμάζεσαι και για τα δύο, χρόνια πολλά πριν, για να τα συναντήσεις. Θα φτάσει μονάχα ένα τίναγμα του προσώπου σου ή μια σύσπαση του ματιού για να σε συνεπάρει η μέθη και ένα «όχι τώρα» λες και βγαίνει από στόμα ρομπότ για να σχηματιστεί το ρήγμα. Σαν σε γυαλί. Δίχως καμία πιθανότητα επανασυγκόλλησης .
Mην σας ξεγελά το πρώτο πρόσωπο. Δεν κάνουμε φύλλο και φτερό την προσωπική μας ζωή. Μην σας ανησυχεί ο δραματικός τόνος, η απόδοση των εσωτερικών διεργασιών, δεν αφορά τη στιγμή, περιγράφει τη διάθεση σε χρόνους παρελθόντες και μέλλοντες. Ποτέ παρόντες.
Έκλεψα λίγο χρόνο. Απομόνωσα τους ενοχλητικούς θορύβους της τρέχουσας επικαιρότητας, φώναξα δυνατά για να το ακούσω: «δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα» και ετοιμάστηκα για τις δικές μου αλλαγές.
Τι ήθελα; Τι πήρα; Τι πέτυχα; Τι προσπάθησα; Τι επιδίωξα; Τι κατάφερα; Τι έχω; Έτσι μέσα στα ήσυχα φθινοπωρινά βράδια, με ειλικρινείς απαντήσεις αρχίζω να βρίσκομαι. Όσο περνά ο καιρός νομίζω πως περισσεύω σ’ ένα παρελθόν που απεγνωσμένα προσπάθησα να γίνει μέλλον.
Οι αϋπνίες, μου έχουν τσακίσει το σύστημα. Θέλω να βουλιάξω σε αναισθησία, σε απάθεια, στο κενό. Κάνω νευρικές βόλτες και το σπίτι μου φαίνεται μικρό.
Θα βγω έξω.
Η μνήμη μου, δεν έχει συγκρατήσει σπουδαία πράγματα, παρ΄ όλα αυτά, εκείνα που θυμάται τ' ακολουθώ , με σπρώχνουν προς τα πίσω, με οδηγούν στην αρχή, όπως στο “φιδάκι” εκείνο το παιδικό παιγνίδι με τα σκαμπανεβάσματα . Αυτό είναι ο δράστης. Έφτασα κοντά στο τέρμα και με περίμενε, έτοιμο να με καταβροχθίσει . Με έφτασε στην ουρά . Τρεις σκάλες αποδείχτηκαν λίγες. Τσάμπα τις ανέβηκα.
Μπορεί να είστε συνένοχοι σ΄ αυτές τις συνωμοσίες, ο κύριος ένοχος όμως είναι ο εαυτός μου. Σ΄ αυτόν πρωτίστως απευθύνομαι . Αναζητώ την ηρεμία στα γραπτά . Κάθε μέρα υπογράφω πρωτόκολλο ειρήνης . Τελεσίγραφο ανακωχής μαζί μου.

«Σ’ αγαπώ μα δε θα ‘ρθω»

“θέλω τη μέρα που θα φύγεις απ' το πρωί να μου γελάς και όταν την πόρτα θα ανοίγεις να είναι σαν να μ' αγαπάς” Οδυσσέας Ιωάννου τους στίχους, ο Θάνος Μικρούτσικος τη Μουσική και ο Χρήστος Θηβαίος σε άμεση επαφή με την φωνή του, βράδυ αργά.


“Δε νομίζω ο χωρισμός να έχει άλλο τέτοιο τρυφερό τραγούδι για πάρτη του.” σχολιάζει η Κυρία του Ραδιοφώνου. “Ούτε αίματα ούτε φωνές ούτε καν δάκρυα. Θα μου πεις ότι ο άνθρωπος περιγράφει το πριν –όπως στις διαφημίσεις. Το μετά, το γαία πυρί μιχθήτω που θα συμβεί 9 φορές στις 10 όταν η πόρτα θα έχει κλείσει και θ’ ακούγονται τα βήματα που απομακρύνονται, θα μας το πει κάποια άλλη φορά. Ούτως ή άλλως το μετά, είναι του καθενός αίμα. Συμπεριλαμβανομένου κι εκείνου που έφυγε.
Γκρινιάζουμε, έχοντας γνώση για όλα αυτά τα καλά που ζήσαμε. «Δεν υπάρχουν χρόνια αγάπης και έρωτα χαμένα. Τίποτα δεν χάσαμε, μπορεί να υποφέραμε, αλλά κερδίσαμε. Ότι αγαπήσαμε κυκλοφορεί στο αίμα μας, ανεβοκατεβαίνει στις αρτηρίες, περνάει από τα καρδιά μας. Διεισδύει στα νέα μας συναισθήματα και μας παγιδεύει στο λάθος των συγκρίσεων. Ότι αγαπήσαμε ζει πάντα μαζί μας.
Και όλοι εμείς που ξυπνήσαμε μια μέρα και δεν πιστεύαμε πως μεγαλώσαμε, που βρεθήκαμε ανάμεσα σε δύο βουνά και ρωτήσαμε πόσο χρόνο έχουμε ακόμα, όλοι εμείς κέρδος κουβαλάμε.»
Θα συνεχίσω, τις ενέσεις ηθικού, για μένα και για όλους που είναι σαν και μένα, γιατί αυτές τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, στο μεταίχμιο, μεταξύ Φθινοπωρινού καλοκαιριού και φθινοπωρινού χειμώνα, παρατηρείται μια έξαρση της κρίσης, της ηλικίας εννοώ.
Δεν υπάρχουν χρόνια αγάπης χαμένα. Και τα δικά μας χρόνια, ήταν παραμυθένια. Από τον Χατζιδάκι, στο Θεοδωράκη, από την «όμορφη πόλη» στην οδό ονείρων». Αν δεν κουβαλούσαμε, αυτά τα πολύτιμα χρόνια, πως θα σιγοψιθυρίζαμε σήμερα τα τραγούδια. Και τα δικά μας τραγούδια δεν παλιώνουν, δεν είναι απ’ αυτά που κάνουν μακαρόνια με κιμά, είναι απ΄ αυτά που έγραψαν ποιητές και μεγάλοι συνθέτες, «σ’ αγαπώ μα δε θα ‘ρθω», επιθυμία και άρνηση στο ίδιο ποτήρι νερό, έλξη και άπωση στον ίδιο πόλο του μαγνήτη. Τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη πριν 50 χρόνια.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...