Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Το τρένο φεύγει και μετράμε πίσω...

Είναι η περίοδος της εκπνοής και αυτού του χρόνου. Το μέτρημα προς τα πίσω καλά κρατεί.
“ Η βροχή ξεφλούδιζε τα βρόμικα τζάμια του τρένου. Δαντέλες από σταγόνες και κατάλοιπα προηγούμενων αφρικανικών κόκκινων βροχών, έδιναν μάχη επιβίωσης” γράφει ο Γιάννης Ξανθούλης...


«Μας πήραν και τα τρένα, μας πήραν και τα λεωφορεία». Σήμερα το μόνο που μας παίρνει από καιρού εις καιρόν είναι η μελαγχολία. Που μεγαλώσαμε, που φύγαμε, που δεν αλλάξαμε, που νικήσαμε, που χάσαμε, που οπισθοχωρήσαμε, ό,τι τέλος πάντων κάνει ένας άνθρωπος στη ζωή του. Βάζαμε τα γέλια ακούγοντας τους μεγάλους να λένε τις ιστορίες τους και κουνάγαμε το κεφάλι με συμπόνια, που μόνο αναμνήσεις είχαν οι κακόμοιροι. Σήμερα μολονότι δεν είμαστε ακόμα σ’ αυτή την ηλικία, που η ζωή υστερεί έναντι της μνήμης, όταν τυχαίνει να μαζευόμαστε, τα ίδια και χειρότερα κάνουμε. Μου θύμισε ένας φίλος τις προάλλες το νεροπόλεμο στα Εξάρχεια (όχι δεν είμαστε αναρχικοί). Ύστερα από ένα εξευγενισμένο μεθύσι φέραμε το χωριό μας στην καρδιά της πρωτεύουσας. Το νερό από την Μπενάκη 53 έφτασε σχεδόν στην Ομόνοια. Τους πνίξαμε. Ωραία χρόνια; Δεν έχω καταλήξει. Απλώς συνειδητοποιώ ότι μας αθώωνε το γεγονός της άγνοιας, πως ότι είναι να συμβεί θα συμβεί στο μυαλό μας.
Δεν ξέρω αν μάθαμε ποτέ ποιος αξίζει και ποιος όχι. Συνήθως σε λάθος διεύθυνση καταφθάναμε. Αλλά μάθαμε να σηκωνόμαστε, τουλάχιστον μέχρι την μεθεπόμενη γυναίκα, που θα μας ξαναρίξει στο πάτωμα. Λέω την μεθεπόμενη γιατί την επόμενη την τσακίζαμε εμείς. Έτσι πάνε αυτά Σε πόνεσαν, κάποια θα λεηλατήσεις. Μέχρι να βρεθείς σε θέση άμυνας και πάλι. Και ύστερα δεν ήρθαν οι μέλισσες αλλά ο “εκσυγχρονισμός”.
Τέρμα πια τα ΚΤΕΛ και το άγχος να βρεθεί ΤΑΞΙ. Πηγαινοερχόμαστε με το δικό μας αυτοκίνητο. Πήραμε και τηλεόραση πλάσμα για το πατρικό που έγινε εξοχικό. Όταν λέγαμε παραμύθια, δεν είχαμε ιδέα πόσο άγρια είναι τα παραμύθια.
Δίκιο έχεις κυρία μου που επιμένεις να μας θυμίζεις με μια βραχνή μελαγχολία τις σημερινές «αξίες», που αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για να κάνουμε Χριστούγεννα.
«Από τη Χιονάτη δεν έχουμε νέα. Υποθέτω θα παντρεύτηκε και αυτή έναν εξίσου χιονάτο άνδρα που όταν τον ρωτάει – Αγάπη μου, ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής σου;- Θα της απαντά – Η άτοκη!»

«Εορτοδανεια πήρατε; Χιονοαλυσίδες; Δεν πήρατε χιονοαλυσίδες, πως θα κάνετε Χριστούγεννα;» 

Kάποια στιγμή γινόμαστε όλοι παλιές φωτογραφίες

Εκεί που υμνώ την τεχνολογία συγχρόνως την βλαστημάω. Οι φιλίες έχουν γίνει γραπτά μηνύματα και περνούν μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, που μας δίνουν τη δυνατότητα να έχουμε επαφή με φίλους, σπανίως όμως τους βλέπουμε, και όταν τους δούμε, δεν έχουμε και πολλά να πούμε. Κερδίζουμε καθημερινά σε ευκολίες και χάνουμε σε συναίσθημα. Αυτή η προσθαφαίρεση, δεν ξέρω τελικά τι άθροισμα θα βγάλει.

Ευτυχώς που υπάρχουν και οι παλιές φωτογραφίες για να θυμόμαστε λίγο τα πρόσωπα και να μετράμε τα χαμένα.


Ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες αναρτήσεις στο μαγικό κόσμο των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, αυτές τις δύσκολες μέρες , είναι οι παλιές φωτογραφίες. Θα μου πείτε υπάρχουν και οι υπερβολές, το βλέπω αλλά είμαι συγκαταβατικός. Πάντα μου άρεσαν οι παλιές φωτογραφίες, αυτές που ξεθωριάζουν λίγο με το χρόνο, που κιτρινίζουν στις άκρες, που μυρίζουν πολυκαιρία, που γεμίζουν ρυτίδες από το τσαλακωμένο χαρτί. Είναι ελκυστικό να τις διαβάζεις, σε ταξιδεύουν στο χρόνο πίσω για κλάσματα του δευτερολέπτου και σε γυρίζουν και πάλι στο παρόν. Οι διαφορές είναι αναμενόμενες, εκείνο όμως που συναρπάζει είναι οι ομοιότητες, ίδια ματιά από τη μονοψήφια ηλικία μέχρι σήμερα.
Το πιο ωραίο πράγμα σε μια φωτογραφία είναι ότι δεν αλλάζει ποτέ, λειτουργεί ως δίαυλος της μνήμης, κρύβει μέσα της την ιστορία ενός προσώπου, Μοιάζει να αποτελεί το μόνο μέσο για να βρούμε ξανά ίχνη ενός χαμένου παρελθόντος, ένα μοναδικό παράθυρο σε ένα κόσμο που έχει αλλάξει.
Κάθε βλέμμα που κοίταξε το φακό τότε, έρχεται σήμερα μπροστά στα δικά μας μάτια που κοιτάνε αυτές τις φωτογραφίες, που καταφέρνουν να παγώσουν μια στιγμή στο χρόνο, να γίνουν μνήμη.
Ανάμεσα στις μυριάδες φωτογραφίες που αναρτώνται στους τοίχους των χρηστών του διαδικτύου, με την ευκολία που μας προσφέρει η εποχή, αυτές οι παλιές φωτογραφίες, ξεχωρίζουν. Με χαρά θα δεχτώ να μπω στο παιγνίδι και να βάλω δίπλα στο σήμερα μια παλιά φωτογραφία.
Είκοσι πέντε χρόνια ήταν αρκετά, για να ρίξει ο χρόνος όλα τα γκάζια στις μεγάλες ανηφόρες. Η σιωπή δεν έφυγε, συνεχίζει να επιδεικνύει την ηλικία μου, τα υπόλοιπα τα κλείνει μέσα, σε στιγμές περασμένες. Μόνο εγώ μπορώ να ακούσω τη φωνή τους.
Οι ρυτίδες στο λαιμό γεμάτες άρνηση. Σε κάποιες πιο ψηλά, όλες οι μνήμες συγκεντρωμένες, που δεν κατάφεραν να γίνουν λήθη, εκτίθενται.
Από ύλη είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή γινόμαστε όλοι παλιές φωτογραφίες.
“Δε λένε ψέματα οι παλιές φωτογραφίες, ψεύτικος είναι ο πακτωλός των χρωμάτων σήμερα που επί χάρτου υποδύονται μοιραίες διαφορές και τονικότητες” Και ο Μάνος Ελευθερίου πάνω σε μια παλιά φωτογραφία ύφανε την Μαρκίζα “Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει σε μια φωτογραφία της στιγμής
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής

Παρηγορητικό


Και νέα μετάλλαξη αυτήν την φορά μας έρχεται από την Μποτσουάνα της Νότιας Αφρικής.
Αλήθεια που είναι εκείνες οι αγορές, που όλα τα ρυθμίζουν, να εξαφανίσουν τον φονικό Ιό;
Η ανθρωπότητα νοιώθει σιγά - σιγά πως ο θρόνος της δεν είναι τόσο γερός όσο η φαντασίωση της τον είχε πλάσει και παρακολουθεί, χωρίς να συμμετέχει το δράμα στο οποίο πρωταγωνιστεί. Οι όποιες κατά καιρούς σπασμωδικές κινήσεις, δεν εμπόδισαν τα πράγματα να συνεχίσουν την καταστροφική πορεία τους.


Οι πολιτικοί υπογράφουν συμφωνίες με πρώτο άρθρο το δικαίωμα να μην τις τηρήσουν.
Δικαίως θα με ρωτήσει κάποιος. Τίποτα αισιόδοξο;
Πίσω από τις μαύρες λέξεις, προσπαθώ να στείλω μηνύματα αισιοδοξίας.
Το παρακάτω το ανασύρω από την αποθήκη, παρηγορητικό για όσους ζούνε μόνοι, άλλα δεν είναι μόνοι.
Σίγουρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, αν ξέραμε ότι δεν είμαστε ελεύθεροι. Θα ήταν διαφορετικές οι κοινωνίες, αν οι λέξεις συγγένευαν με το νόημα τους. Δεν χρειάζεται τεκμηρίωση για να στηρίξουμε το αυτονόητο.
Γιατί τελικά όλα στο μυαλό μας είναι, αν θέλουμε να ζήσουμε στη ζέστη και στην υγρασία, θα το κατορθώσουμε και ας φυσάει έξω ο βοριάς.
Γιατί αν το καλοσκεφτούμε: όπως σχολιάζει στο τέλος του τραγουδιού, “Ποτέ δεν είμαι μοναχός μέσα στη μοναξιά μου”, η Κυρία του Ραδιοφώνου:
«Δεν είμαστε παρά η ανάμνηση των προγόνων μας σε μια στιγμή αδυναμίας.
Δεν είμαστε παρά ο αχρησιμοποίητος πηλός στα χέρια του Θεού μια Κυριακή που είπε κι αυτός να ξεκουραστεί για λίγο.
Δεν είμαστε παρά το δοξάρι σ’ ένα παιδικό βιολί που περιμένει να γεννηθεί ο βιρτουόζος του”.
Δεν είμαστε παρά εγώ κι εσύ σ’ αντιπαράθεση με τους εαυτούς, που αφήσαμε πίσω μας λίγο πριν γεννηθούμε».

Για να μπορείς να μιλάς μάθε να σιωπάς...

Μέσα από τη γρίλια σχήματα φωτός εξασθενημένα καλωσορίζουν τη σιωπή. Πριν η άχαρη νύχτα πέσει μπροστά μου, ανασαίνω την συμφωνία όλων των χρωμάτων, την αίθρια σύνθεση του δειλινού.


Τι να φταίει άραγε; Μπορεί να φταίει η μοίρα μας, που διαρκώς αναζητεί τη δυστυχία, άλλωστε τα χωρίς λόγο δάκρυα, από το θάμπος του ήλιου, λίγες στιγμές μας τα χαρίζουν. Μπορεί να φταίει και εκείνο το παιδικό παιγνίδι του Θεού με τον πηλό. Μας έβαλε σε μπελάδες, έπαιξε με τα χρώματα και αποκοιμήθηκε. Το αποτέλεσμα το ζούμε. Όταν ξύπνησε, ήταν αργά, αρκέστηκε σε μια ακόμη εντολή, την 13η, ο Μωυσής αρνήθηκε να την ανακοινώσει. “ Μην παίζετε με τα χώματα” του είπε.
Τα παραπάνω με την οικειότητα που νοιώθει κανείς ανάμεσα σε φίλους. Σαν μια επιστολή του Μαγιακόφσκι στην Λίλια Μπρικ. Σαν στο σπίτι μου.
Πολλές φορές αισθάνομαι αμήχανα με το πρόσωπό μου γυμνό.
Ο Ζακ Γκενό, ισχυρίζεται ότι ο συγγραφέας αγαπάει τόσο πολύ το άτομό του, ώστε κάθε τι που του συμβαίνει, να το θεωρεί θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Μπορεί ο αναγνώστης να είναι πάντα συνένοχος σ’ αυτές τις συνωμοσίες, κύριος ένοχος όμως είναι ο εαυτός μου, σ΄ αυτόν πρωτίστως απευθύνομαι . Αναζητάω την ηρεμία στο χαρτί. Κάθε μέρα υπογράφω πρωτόκολλο ειρήνης, τελεσίγραφο ανακωχής μαζί μου. Η αλήθεια είναι ότι μειώνει κανείς τον εαυτό του μιλώντας πολύ γι’ αυτόν, έχει ένα ρίσκο η υπόθεση, ακόμη και όταν γίνομαι επικριτικός μη γελαστείτε, μασκαρεμένοι έπαινοι για μένα είναι.
Που είχαμε μείνει ...
Στο σαλόνι βασίλευε γαλήνη, Γύρισα την πλάτη, Κοίταξα το μισοφωτισμένο δωμάτιο. Χιλιάδες εικόνες περνούσαν από το μυαλό μου φευγαλέα . Τίποτα δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί. Όπως μια χαλασμένη εικόνα στην τηλεόραση. Ήθελα να πω πολλά . Ευτυχώς που είμαι επιρρεπής στις ενοχές Ανακάτεψα την τράπουλα , έκοψα, με σκοπό να απαλλαγώ απ’ αυτές. Δεν τα κατάφερα για άλλη μια φορά εκτίναξα τα λάθη μου στα ύψη και δεν είπα τίποτα.
“ Για να μπορείς να μιλάς μάθε να σιωπάς . Στη σιωπή κατοικούν οι λέξεις του ποιητή . Εκεί πλένονται εκεί αρωματίζονται εκεί ντύνονται” Μπροστά σ΄ αυτά τα λόγια του Οκτάβιο Πας, μου φαίνεται ανούσιος ο κόσμος το θεού. Στα βιβλία στο Θέατρο στο Σινεμά στα παραμύθια, κατοικεί ο κόσμος ο πραγματικός, ο κόσμος του συγγραφέα . Που να βρεις έξω τέτοιο κόσμο.
Τώρα οι λέξεις στα σκοτεινά δωμάτια της σιωπής μου έκαναν τις τελευταίες πρόβες.

Δεν θα τηρήσω την υπόσχεσή μου




Μια άσκηση θάρρους ήταν. Φυσικά και την επόμενη χρονιά δεν ήμουν εγώ ο θήτης. Και φέτος το ίδιο θα υποσχεθώ με την βεβαιότητα ότι δεν θα τηρήσω την υπόσχεση μου.
Αυτές τις μέρες, που δεν υπάρχουν διλήμματα για τον ερχομό του χειμώνα, τα υπαρξιακά προβλήματα, αναδύονται με περισσότερη ένταση.


Είναι τα μείον των απολογισμών, η αδυναμία των προϋπολογισμών, τα χρόνια που βαραίνουν και δεν αφήνουν περιθώρια για επενδύσεις. Το «ότι φάμε και ότι πιούμε», δεν μπορούμε δυστυχώς να το πούμε όλοι, οπότε, θα το ρίξουμε στα παραμύθια, αυτά που μας μεγάλωσαν όπως τα μάθαμε, και αυτά που μας κρατάνε ζωντανούς όπως θέλουμε πλέον εμείς να τα λέμε. Άλλωστε εκείνο το παράπονο, τα παιδιά και τους μεγάλους επισκέπτεται. Το στάδιο των πολλών απαιτήσεων, το έχουμε περάσει προ πολλού. Ούτε δόξα ούτε χρήμα. Πολύ λίγα είναι αυτά που ζητάμε σήμερα, γι' αυτό και το παράπονο. Έτσι είναι Κυρία μου, στα παραμύθια όταν το παράπονο μας πνίγει, γινόμαστε και θύτες…
«Κάποιος να μας περιμένει. Κάποιος να μας θυμάται. Κάποιος να μας πονάει. Τα κόκκινα σκουφάκια έχουν πάψει να είναι στη μόδα κάτι δεκαετίες τώρα, αλλά η αποπλάνηση συνεχίζει να έλκει τους ανά πάσα στιγμή δωρητές σωμάτων. Η εξέλιξη μουτζουρώνει τα χρώματα των ονείρων, ο κακός λύκος έγινε μαλάκας λύκος και το κοριτσάκι με το πάλαι ποτέ κόκκινο σκουφί γέρασε, γέρασε με σημείο αναφοράς το λύκο πάντως. Κι αν αναποδογυρίζαμε τα παραμύθια; Αν φέρναμε τα μέσα τους έξω; Αν ο λύκος ήταν καλός και κακό του κοριτσάκι; Πάλι το ίδιο τέλος θα είχε η ιστορία; Επί τους ουσίας ναι. Ο θύτης και το θύμα είναι ρόλοι εναλλασσόμενοι, αενάως, Όποτε ; Ο, τι έκανες έκανες. Την επόμενη σεζόν θα είμαι εγώ ο θύτης.»
Παράπονο, παράπονο όχι να μας πιάσουν και τα κλάματα. Την επόμενη χρονιά θα είμαι εγώ ο θύτης..

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...