Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

Στον κόσμο τους, τον ψεύτικο

Είναι ανούσιο και άκρως κουραστικό να αναλώνουμε χρόνο στην επικοινωνία του τίποτα, για να δικαιολογήσουμε ότι δεν κάναμε τίποτα.

Όπως είναι ανούσιο, να μιλάμε γι' αυτά που θέλουμε να κάνουμε. Ας περιοριστούμε επιτέλους στο αποτέλεσμα, ειλικρινά είναι το μόνο που ενδιαφέρει.
Η αξία ενός έργου έγκειται στο βαθμό δυσκολίας. Η ιστορία έχει καταγράψει θαύματα, που μένουν για να μας θυμίζουν την ανθρώπινη ικανότητα, τη γνώση, την αγάπη, τη σκληρή δουλειά, την ευρηματικότητα, τη φαντασία, την επιμονή και την υπομονή.


Το έχω διατυπώσει με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά. Η ουσία είναι ότι σήμερα δεν το προσπερνάω με αδιαφορία. Δεν αντέχω να ζω, μέσα σ’ αυτήν την αβάσταχτη ελαφρότητα του «φαίνεσθαι».
Μέσα από την παθογένεια του μεταπολιτευτικού σκηνικού η πλειονότητα των πολιτικών μας, έχει μάθει να προβάλλει «το φαίνεσθαι πάνω στο είναι». Στην πολιτική πάντα υπήρχε η λογική της αγοράς. «Να πουλήσει», Tι; Φρούδες ελπίδες, «φύκια για μεταξωτές κορδέλες».
Το κακό σήμερα, παράγινε, οι πολιτικοί συνεπικουρούμενοι από τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης , πουλάνε σε απίστευτες δόσεις «αέρα κοπανιστό», να φανεί πως κάτι κάνουν και ας μην κάνουν τίποτα.
Με εννοιολογικά θραύσματα, λαϊκίστικα στερεότυπα, γενικεύσεις αλλά και υπεραπλουστεύσεις προσπαθούν να δημιουργήσουν μία εικόνα, που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Πως λοιπόν να αντέξεις μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ψευτιάς και υποκρισίας; Πώς ν’ αντέξεις, μέσα σε ένα θλιβερό «φαίνεσθαι», όταν γνωρίζεις πολύ καλά το «είναι»;
Το χειρότερο είναι ότι ζώντας οι ίδιοι μέσα στο ψέμα το πιστεύουν, ζουν και αναπνέουν, σε έναν ψεύτικο κόσμο, στο κόσμο τους.
«Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φορά για πολύ καιρό ένα πρόσωπο για τον εαυτό του και ένα διαφορετικό για τον πολύ κόσμο, χωρίς να μπερδευτεί τελικά για το ποιο από τα δυο είναι το αληθινό», έλεγε ο Αμερικανός συγγραφέας, Ναθάνιελ Χόθορν,

Ζουν με δανεικά, τίποτα δικό τους

Πολλοί άνθρωποι, αν δεν είχαν ακούσει από άλλους τη λέξη έρωτας, δε θα ερωτεύονταν ποτέ...Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ανήκουν σε αυτό ή σε εκείνο, δεν είναι αυτό ή εκείνο - αλλά κάτι ανάμεσα. Πρόκειται για κάτι “ δροσερούς” τύπους, γέννημα μιας εποχής που αποζητά το μέσο όρο, αποτελούν κλώνους μιας βιομηχανίας, που επιδιώκει την ουδετερότητα. Είναι αυτοί που απαρνήθηκαν τον εαυτό τους, και προσπάθησαν με βερνίκια και λούστρο να γίνουν άλλοι. Νοιώθουν, ότι είναι κάποιοι και ας μη ξεχωρίζουν. Αρκούνται σε μια επίπλαστη τακτοποίηση, χωρίς αναζητήσεις, χωρίς όνειρα. Θα πεθάνουν χωρίς να έχουν κάνει την προσπάθεια να ανακαλύψουν τον εαυτό τους. Παίρνουν εύκολα τους τρόπους των άλλων, όπως τα ψάρια παίρνουν το χρώμα του περιβάλλοντός τους. Πιστεύουν ότι η αποδοχή, τους προσφέρει εκείνο που δεν έχουν.



Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι μέσα τους δε υπάρχει τίποτα ατόφιο. Η συγκρότηση του χαρακτήρα τους αποτελείται από ένα μείγμα δανεικών τρόπων.
“Δεν ξέρουν να συνδέσουν τον ήλιο με τη βροχή, την ηδονή με την συνακόλουθη λύπη, ούτε βέβαια τη φιλία με την έχθρα που ακολουθεί, μας γράφει ο Νίκος Ξυδάκης "Γι’ αυτό άλλωστε μπροστά στο χρόνο παραμένουν άποροι και αμήχανοι. Ζώντας πλαστά και άτοκα, περιμένουν πάντα έξωθεν το νεύμα, που θα τους δείξει τη νέα κίνηση”.
Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι ήθελα να είμαι ο εαυτός μου. Οι καιροί, πολλές φορές με οδήγησαν σε ξένα μονοπάτια. Άργησα να αγαπήσω τα ελαττώματα μου, τις συνήθειες μου, τον τρόπο που είχα επιλέξει να ζήσω, τον ίδιο μου τον εαυτό. Κάτι ιδεολογίες, κάτι θρησκείες, κάτι κοινωνικά κατεστημένα, με είχαν δέσει χειροπόδαρα. Έπρεπε να αγαπήσω απιστίες, ωραία ψέματα, μεγάλα πάθη. Να εκτιμήσω κάποιους γιατί είναι αυτοί, για να μπορέσω να διακρίνω πάνω μου τα στοιχεία εκείνα, που μου έδιναν οντότητα. Και είχα τέτοια.
Έτσι οι άλλοι εμπιστεύονται την εικόνα μου. Έτσι ακατέργαστο, αδέξιο δίχως βερνίκια και λούστρο. Έτσι ανασφαλή και κάθε άλλο παρά αυτάρκη. Με ανάγκες πολλές, με επιθυμίες. Ελεύθερο να βλέπω, να αγγίζω, να μυρίζω, να γράφω, να διαβάζω, να αγωνιώ να ψάχνομαι να θορυβούμαι να μπερδεύομαι.
Έτσι όλα γίνονται εύκολα, γιατί τα βρίσκεις ξαφνικά τα βήματα, βρίσκεις τις λέξεις και τους ανθρώπους, βρίσκεις τον ρυθμό σου.
Τα σήματα που εκπέμπω είναι τ’ αληθινά και φτάνουν στον προορισμό τους. Οι κραδασμοί που προκαλώ είναι δικοί μου.
Οι "ανάμεσα" ξαπλωμένοι στην αυτάρκειά τους, προϊόν των περιορισμένων δυνατοτήτων του εγκέφαλου τους, δεν θα μάθουν ποτέ ποια είναι η πραγματική ζωή, δεν θα μάθουν ποτέ, γιατί ποτέ δεν έζησαν, στην πραγματικότητα υπήρξαν ζωντανοί νεκροί.

Πολλοί άνθρωποι, αν δεν είχαν ακούσει από άλλους τη λέξη έρωτας, δε θα ερωτεύονταν ποτέ...Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ανήκουν σε αυτό ή σε εκείνο, δεν είναι αυτό ή εκείνο - αλλά κάτι ανάμεσα. Πρόκειται για κάτι “ δροσερούς” τύπους, γέννημα μιας εποχής που αποζητά το μέσο όρο, αποτελούν κλώνους μιας βιομηχανίας, που επιδιώκει την ουδετερότητα. Είναι αυτοί που απαρνήθηκαν τον εαυτό τους, και προσπάθησαν με βερνίκια και λούστρο να γίνουν άλλοι. Νοιώθουν, ότι είναι κάποιοι και ας μη ξεχωρίζουν. Αρκούνται σε μια επίπλαστη τακτοποίηση, χωρίς αναζητήσεις, χωρίς όνειρα. Θα πεθάνουν χωρίς να έχουν κάνει την προσπάθεια να ανακαλύψουν τον εαυτό τους. Παίρνουν εύκολα τους τρόπους των άλλων, όπως τα ψάρια παίρνουν το χρώμα του περιβάλλοντός τους. Πιστεύουν ότι η αποδοχή, τους προσφέρει εκείνο που δεν έχουν.

Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι μέσα τους δε υπάρχει τίποτα ατόφιο. Η συγκρότηση του χαρακτήρα τους αποτελείται από ένα μείγμα δανεικών τρόπων.
“Δεν ξέρουν να συνδέσουν τον ήλιο με τη βροχή, την ηδονή με την συνακόλουθη λύπη, ούτε βέβαια τη φιλία με την έχθρα που ακολουθεί, μας γράφει ο Νίκος Ξυδάκης "Γι’ αυτό άλλωστε μπροστά στο χρόνο παραμένουν άποροι και αμήχανοι. Ζώντας πλαστά και άτοκα, περιμένουν πάντα έξωθεν το νεύμα, που θα τους δείξει τη νέα κίνηση”.
Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι ήθελα να είμαι ο εαυτός μου. Οι καιροί, πολλές φορές με οδήγησαν σε ξένα μονοπάτια. Άργησα να αγαπήσω τα ελαττώματα μου, τις συνήθειες μου, τον τρόπο που είχα επιλέξει να ζήσω, τον ίδιο μου τον εαυτό. Κάτι ιδεολογίες, κάτι θρησκείες, κάτι κοινωνικά κατεστημένα, με είχαν δέσει χειροπόδαρα. Έπρεπε να αγαπήσω απιστίες, ωραία ψέματα, μεγάλα πάθη. Να εκτιμήσω κάποιους γιατί είναι αυτοί, για να μπορέσω να διακρίνω πάνω μου τα στοιχεία εκείνα, που μου έδιναν οντότητα. Και είχα τέτοια.
Έτσι οι άλλοι εμπιστεύονται την εικόνα μου. Έτσι ακατέργαστο, αδέξιο δίχως βερνίκια και λούστρο. Έτσι ανασφαλή και κάθε άλλο παρά αυτάρκη. Με ανάγκες πολλές, με επιθυμίες. Ελεύθερο να βλέπω, να αγγίζω, να μυρίζω, να γράφω, να διαβάζω, να αγωνιώ να ψάχνομαι να θορυβούμαι να μπερδεύομαι.
Έτσι όλα γίνονται εύκολα, γιατί τα βρίσκεις ξαφνικά τα βήματα, βρίσκεις τις λέξεις και τους ανθρώπους, βρίσκεις τον ρυθμό σου.
Τα σήματα που εκπέμπω είναι τ’ αληθινά και φτάνουν στον προορισμό τους. Οι κραδασμοί που προκαλώ είναι δικοί μου.
Οι "ανάμεσα" ξαπλωμένοι στην αυτάρκειά τους, προϊόν των περιορισμένων δυνατοτήτων του εγκέφαλου τους, δεν θα μάθουν ποτέ ποια είναι η πραγματική ζωή, δεν θα μάθουν ποτέ, γιατί ποτέ δεν έζησαν, στην πραγματικότητα υπήρξαν ζωντανοί νεκροί.

Από εδώ φαίνεται καθαρά

Δεν θέλω να γράφω για όλα, χρησιμοποιώντας την ευκολία που μου προσφέρει η επιφάνεια. Θέλω γράψω λίγες λέξεις, που δεν θα υπαγορεύονται από θυμούς, απογοητεύσεις, προσωπικές πικρίες. Λίγες λέξεις που φυτρώνουν αυθαίρετα τη στιγμή που σκέφτεσαι να αγαπήσεις τα πάντα και όλους.


Yπάρχουν μέρες που δεν σου χρειάζονται λέξεις, μπορεί καλύτερα να εκφραστείς, με μια αποστροφή του προσώπου, μια ματιά, μια κίνηση του χεριού, που δεν θα χαιρετάει, μια κλωτσιά.
Mήπως να αντικαταστήσω τις λέξεις με σύμβολα, που κάθε σύμβολο θα έχει χίλιες λέξεις; Ένα μαχαίρι, ένα πιστόλι, ένα ηφαίστειο μια θάλασσα έναν φεγγάρι έναν ήλιο, ένα βλέμμα…
Προς τι τόση φλυαρία; Προς τι να γράψω για την Πατρίδα μας, που μας σκοτώνει και για την ιδιαίτερη, που όλο βυθίζεται. Είναι άχαρος ο ρόλος να μετράς κάθε μέρα τα πόσα μέτρα βάθους.
Δικαίως θα με ρωτήσει κάποιος. Τίποτα αισιόδοξο, τίποτα θετικό δεν φαίνεται στον ορίζοντα; Τόσες λέξεις κάθε μέρα για μαύρες περιγραφές; Είναι θέμα οπτικής. Από την δική μου, οι προβληματισμοί χρησιμεύουν σαν ενισχυτικό φωτισμού. Όσο περισσότερο μαύρο, τόσο περισσότερο φως. Χρησιμοποιώ το χειμώνα, έχοντας πάντα στο μυαλό μου την άνοιξη, ανάβω κεριά του επιταφίου για να υποδεχτώ το αναστάσιμο φως. Πως αλλιώς θα μπορούσαμε να πορευτούμε; Πως αλλιώς θα βγει αυτή η ανηφόρα, αν εκεί στο τέρμα, δεν μας περίμενε ένα ποτήρι νερό; Και φως υπάρχει στον ορίζοντα…
Πίσω από τις λέξεις, που δεν χαϊδεύουν, κρύβεται η ζωή. Από εδώ πάνω φαίνεται καθαρά… Είναι θέμα οπτικής

Μια προσπάθεια να μετριάσω τους φόβους μου



Οι παρακάτω σκέψεις δεν αποτελούν μια καινοτομία, σαν άσκηση να την εκλάβετε σε μια προσπάθεια να μετριάσω τους φόβους μου. Να κερδίσω το χρόνο της αναμονής, αυτό το χρόνο που είναι εκτός γεγονότων, πέρα από την πραγματικότητα.
«Και αυτή η κοινωνία δεν αντιδρά…». Φράση κλισέ κολλημένη στα χείλη, της πλειοψηφίας των μελών αυτού του Λαού. Η κοινωνία είναι οι άλλοι, όλος ο κόσμος εκτός από εμάς. Εντελώς ασυνείδητα, κάνουμε ένα βήμα πίσω, εξαιρώντας τον εαυτό μας από το σύνολο. Το αποτέλεσμα, ένα σύνολο χωρίς μονάδες μια κοινωνία χωρίς ανθρώπους. Ένα μηδέν. Πως ν’ αντιδράσει;


Λες και δεν μας αφορά. Λες και θα χάσουν οι άλλοι. Δεν ξέρω τι περιμένουμε, γιατί κρυβόμαστε από την πραγματικότητα, σε ποιον εναποθέτουμε την ευθύνη. Δεν γίνονται αυτά. Η κρυμμένη αξία των πραγμάτων δεν αποκαλύπτεται από το Άγιο Πνεύμα. Αν δεν βάλουμε τον εαυτό μας στην περιπέτεια να δούμε κάτω και πίσω από αυτά που συμβαίνουν απλώς θα μετράμε ήττες.
Σε δεύτερη σκέψη, οι περισσότεροι δείχνουν διάθεση για συμμετοχή, και τότε έρχεται η άλλη φράση για να αποκαταστήσει τα πράγματα. «εγώ μόνος μου τι να κάνω …» Και τι να κάνει πράγματι ο καθένας, μόνος του, όταν τη στιγμή που νοιώθει την ανάγκη να αντιδράσει, έχει ξεχάσει ότι είναι μέλος αυτής της κοινωνίας; Τι κάνουν όλοι μαζί μόνοι τους; Τίποτα δε κάνουν και τίποτα δεν μπορούν να κάνουν, άλλα και τίποτα διαφορετικό δεν μπορούν να σκεφτούν, αν δεν βρεθεί μια παρέα να τους τραβήξει απ’ το χέρι.
Φυσικά και δεν φταίει η κοινωνία, που δεν αντιδρά, αλλά και ούτε ο και καθένας χωριστά που ’χει, μείνει με την απορία.
Οι “πρωτοπορίες” είναι εκείνες που την πρόδωσαν. Αυτό το άθλιο πολιτικό προσωπικό που εμπορεύτηκε ελπίδες, καλλιέργησε τη συναλλαγή, έσπειρε τη διαφθορά, πώς να εμπνεύσει πίστη και κουράγιο στον δοκιμαζόμενο Λαό.
Η τρίτη σκέψη αντίδοτο στην απογοήτευση. Καλοκαίρι. Αυτές τις μέρες ψηλώνω και τις νύχτες ακόμα περισσότερο.
Πώς να κρατηθείς αν δεν επαναφέρεις τα παιδικά σου «Θέλω» και δεν βάλεις πλώρη για τα ανεκπλήρωτα; «Το καλοκαίρι θα μας σώσει» ενθυμούμενοι άλλα καλοκαίρια, υποστηρίζει ο Νίκος Ξυδάκης. Το καλοκαίρι υπόσχεται να μας σώσει από τους μαυρισμένους εαυτούς μας, να μας φωτίσει, να μας κάψει λυτρωτικά με το φως του, να μας αγκαλιάσει στα νερά του, να μας βυθίσει στα παιδικάτα και να μας απιθώσει παρηγορητικά στη μακρά διάρκεια, σμίγοντάς μας με τη φύση σαν ύπαρξη και όχι σαν θέαμα, να μας συμφιλιώσει με τον τόπο, την ιστορία και τον κληρονόμο εαυτό μας, να μας πάρει το στεναγμό και το φόβο.
Πώς να κρατηθείς χωρίς τα περασμένα καλοκαίρια, πώς να το ζήσεις το φετινό χωρίς τη μνήμη. Αυτές οι μνήμες μας κρατάνε και όλα αυτά τα ιδεατά που πιστέψαμε, μην τα ξεχνάμε τώρα.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...