Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Καληνύχτα Μάνο αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ...

Και πάλι ο Μάνος Χατζιδάκις ήρθε με ένα κείμενο που έγραψε το 1980 για να μας δείξει πόσο μπροστά ήταν από την εποχή του και την εποχή μας. Όπως τότε που άνοιγε την παράσταση.... για να μας δείξει το δρόμο, να μας δείξει την οδό Ονείρων.
Με αφορμή τη συμπλήρωση των 20χρόνων από τον θάνατό του, η εφημερίδα “Νέος Κόσμος” φέρνει στη δημοσιότητα ένα κείμενο, που δείχνει το εύρος της σκέψης του Μάνου Χατζιδάκι και την αντίθεσή του σε κάθε μορφή ευτέλειας και ξεπεσμού. Το κείμενο με τίτλο «Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό” γράφτηκε με αφορμή ένα ρεσιτάλ που έδωσε στην Μελβούρνη. Για το Μάνο, που φρόντισε με το έργο του να είναι πάντα μαζί μας.
Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του '25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες.
Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ' την Κρήτη. Με φέραν το '31 στην Αθήνα απ' όπου έλαβα την Αττική παιδεία - όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.
Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ' την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν' αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.
Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ' απομάκρυναν απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή - σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.
Ταξίδεψα πολύ. Κι' αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.
Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια - δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής, - μέσ' απ' τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.
To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρισήμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.
Εξόφλησα τα χρέη μου το '72 κι' επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ' ένα παθητικό περίπου πάλι των τρισήμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.
Κι' έτσι απ' το '75 αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε η υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσιμο σ' όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ' όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ' αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω «ακριβές καφενειακές ιδέες» πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν' αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.
Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:
Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι' όχι εγώ.
Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ' αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.
Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» - πού λένε - κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.
Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.
Αυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη «υψηλού πάθους». Γι' αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980».




Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Πως να ξεπουλήσεις τον εαυτό σου, εάν είσαι ανύπαρκτος;

Έχετε ακούσει για την τράπεζα χρόνου;   Αυτήν θα επισκεφτώ σήμερα.  Θα δανειστώ χρόνο, τόσο, όσο η μνήμη μου, έχει ανάγκη. Τα καλοκαίρια θέλουν το χρόνο τους και οι επαναλήψεις, αυτή την περίοδο, σαν τα θερινά τα σινεμά.
Οι γενικεύσεις που ακολουθούν, δεν με ακολουθούν, σαν σχήμα λόγου να τις εκλάβετε, που χωράει πολλές αφαιρέσεις , αλλά γιατί όχι και προσθέσεις, αν νοιώσετε την αγανάκτηση να σας πνίγει.
Τους παρακολουθώ με επιείκεια να προσθέτουν αφειδώς παράσημα στα ένδοξα χρόνια της νεότητας τους, προκειμένου να ισορροπήσουν τις απώλειες που ακολούθησαν.
Φαίνεται πως πίστεψαν και οι ίδιοι, αυτό που επιδερμικά πέρασε στην ιστορία. Η αγωνία να διατηρήσουν το μύθο τους, επιβεβαιώνει την ήττα τους. Σκλάβοι του εαυτούς τους από την ημέρα που αντίκρισαν τον κόσμο και όπως όλα βεβαιώνουν, σκλάβοι και μέχρι εκείνη τη στιγμή που θα έρθει η ώρα τον εγκαταλείψουν.
Το ξέρουν όμως το παιγνίδι…Οι άνθρωποι γύρω τους, βλέπουν μονάχα ό,τι φαίνεται. Ποτέ δεν ξεχωρίζουν ό, τι ανασαίνει κρυμμένο. Αλλά όποιος τον εαυτό προδίδει, προδίδει ολόκληρο τον κόσμο. Και όποιος το όνειρο του ξεπουλά , είναι ικανός να ξεπουλήσει το όνειρο του κόσμου όλου.
Και αυτοί ξεπουλημένοι από πάντα, έρχονται οι δειλοί, συμμαχώντας με τη λήθη, να κλέψουν ιστορία για να ενισχύσουν την ανυπαρξία τους. Γίνανε αλήθεια ατομιστές από την βία των καιρών, ή ήταν πάντοτε; Υπήρξε ο παλιός αληθινός τους εαυτός και κατά πόσο αληθινός ήταν;

Τους παρακολουθώ χαμένους να μνημονεύουν τα κατόρθωμα τους και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αυτοί οι άνθρωποι τελικά τίποτα δεν ξεπούλησαν, γιατί τίποτα δεν είχαν να ξεπουλήσουν. Πως είναι δυνατόν να ξεπουλήσει κάποιος και μάλιστα τον εαυτό του, εάν είναι ανύπαρκτος; Προδίδει κανείς μες΄ την ακινησία του; Μπορεί κάποιος να κάνει επανάσταση ανενόχλητος για μια ζωή;
Αλλάζοντας η μένοντας ίδιος ξεπουλάει κανείς τον εαυτό του; Κι όταν εμείς αλλάζουμε εξακολουθούμε να έχουμε το ίδιο ασάλευτο παρελθόν;
Παιγνίδια με τον χρόνο τα παραπάνω και τα ερωτηματικά , βάση για μια πορεία, που θα οδηγήσει τα βήματα μας πέρα από το σκοτάδι
Για το χρόνο λοιπόν, που μονίμως μας παίζει κρυφτούλι και αδιάκοπα πονά. Υπάρχει άνθρωπος που νικά το παρελθόν του;
«Και είναι το παρελθόν μαχαίρι που πονά . Ακόμα κι όταν εσύ έχεις φροντίσει να βγεις επιτέλους από την πληγή. Ο πόνος είναι εκεί και η ουλή, όπως ο πόνος στο πόδι του ανάπηρου ακόμα και αν το πόδι λείπει»

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Ο Μέγας Ναπολέων χαμήλωσε το βλέμμα... (2)

Το έγραψα πριν τέσσερα χρόνια σοκαρισμένος από μια τηλεοπτική εκπομπή τοπικού καναλιού. Θα μπορούσε να ήταν ανεπίκαιρο αν οι σύντροφοι της αριστεράς και της προόδου, που βρίσκονται σήμερα στην κυβέρνηση, είχαν ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο από την πεπατημένη και δεν έβαζαν στο πολιτικό παιγνίδι από τα ρετάλια του ΠΑΣΟΚ μέχρι τους ψεκασμένους της άκρας δεξιάς. Το θυμήθηκα ύστερα από μια θυμωμένη ανάρτηση της Λιάνας Τσιρίδου, εναντίον της αμετροέπειας, του λαϊκισμού και της αγένειας τοπικών πολιτικών παραγόντων. Αν δεν κάνω λάθος είχε την ίδια αφορμή.
Είναι αλήθεια: το πολικό σύστημα δε μπορεί να αλλάξει από ανθρώπους που το υπηρετήσαν. Μιλάμε για διεφθαρμένες, συνειδήσεις, για πρακτικές που χόντρυναν το πετσί τους και έκαψαν την ψυχή τους. Το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας που λειτούργησε στα πλαίσια του συστήματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δεν μπορεί να μοιρασθεί εξ’ ίσου τις ευθύνες με αυτούς, που το οδήγησαν σε συμβιβασμούς και το εκπαίδευσαν σε λογικές που τους εξυπηρετούσαν. Για αυτούς ο λόγος.
Παρακολούθησα χθες κατά λάθος, μια εκπομπή σε τοπικό κανάλι και έπαθα σοκ. Η έπαρση στο αποκορύφωμα της, ο Μέγας Ναπολέων χαμήλωσε το βλέμμα. Στην αρχή εκνευρίστηκα, στη συνέχεια άρχισα να το διασκεδάζω, προς το τέλος όμως άρχισα να προβληματίζομαι σοβαρά.

Το πολιτικό σύστημα, δε μπορεί να αλλάξει από ανθρώπους που το υπηρετήσαν. Είναι καμένοι, έχουν απολέσει βασικές ανθρώπινες λειτουργίες, έχουν υποστεί ανήκεστη βλάβη στα εγκεφαλικά τους κύτταρα, έχουν εκπαιδευτεί, με τέτοιο τρόπο, ώστε να πιστεύουν τα ψέματα τους. Μιλούν αριστερά, μέσα από τη δεξιά που υπηρετούν και υπόσχονται να αλλάξουν το σάπιο σύστημα, που ακόμα και σήμερα στηρίζουν.
Το ύφος της στήλης δεν μου επιτρέπει να αναφερθώ σε αποσπάσματα, για να γελάσετε και να κλάψετε. Να κλάψετε, για μια χώρα που επιμένει να στηρίζεται στους φελλούς. Για μια κοινωνία, που επιβραβεύει τον λαϊκισμό και την δημαγωγία.
Να κλάψουμε όλοι, γατί τους αφήσαμε, να επικαλούνται σήμερα τη λατρεία τους λαού που τους ακολουθεί.
Να κλάψουμε γιατί γυρίσαμε τη πλάτη στην πολιτική αγνοώντας ότι όλοι αυτοί οι ανεπαρκείς, που βρέθηκαν στο προσκήνιο, κάποια στιγμή θα τους μεθούσε η εξουσία και τότε… Άντε τώρα να τους μαζέψουμε.


Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Στο άσπρο σε θέλω

Για την συνέχεια έσκαψα βαθύτερα. Από το φωτεινό δωμάτιο τράβηξα πέντε λέξεις. Δεν θέλω να γράφω για όλα, χρησιμοποιώντας την ευκολία που μου προσφέρει η επιφάνεια. Δεν θέλω να γράψω αυτά που μου υπαγορεύει ο μικρόκοσμος, που ζω. Θέλω να γράψω από εκεί ψηλά, που ίσα - ίσα τον διακρίνω, από εκείνο το σημείο που κάθε λεπτό νοιώθω αθάνατος. Να γράψω λίγες λέξεις, που δεν θα υπαγορεύονται από θυμούς, απογοητεύσεις, προσωπικές πικρίες. Λίγες λέξεις που φυτρώνουν αυθαίρετα τη στιγμή που σκέφτεσαι να αγαπήσεις τα πάντα και όλους.
Φυσικά και δεν είναι όλα μαύρα ή άσπρα, όμως το γκρι δεν το συζητάω, το μαύρο είναι εύκολο και το παίζεις στάνταρ, στο άσπρο σε θέλω. Γιατί το μαύρο, που με τόση ευκολία μας εξαιρεί από το κάδρο, πυροβολεί κατά ριπάς για να του σηκώσουν το αντίχειρα επιβράβευσης. Πίσω από το ράσο της σοβαροφάνειας μπορεί να κρύβει ένα τίποτα. μπορεί να είναι απλά μια νεύρωση, μια λευκή πετσέτα, ένας άκυρος τρόπος να υπάρχεις και να τραβάς την προσοχή. Πολλά λόγια λίγη ζωή, γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου ενώ το άσπρο...
Το άσπρο είναι σημάδια από τιραντάκια. Μέχρι πότε; Μέχρι το τέλος βέβαια. Είναι τα δευτερόλεπτα που αντέχεις κάτω από το νερό, τα κακά νέα που βγάζουν το σκασμό για λίγο, τα γέλια και οι κουβέντες, όλη η παλέτα των ηδονών που είναι η μοναδική έως τώρα αποδεδειγμένη ανταμοιβή μας για το ότι δεχόμαστε να ζούμε και δεν τινάζουμε τα μυαλά μας στον αέρα.
Και γενικά οτιδήποτε μπορεί να γίνει πάνω σε ένα κρεβάτι και γύρω από ένα τραπέζι...”
"...Είναι τόσο λεπτή η γραμμή που χωρίζει τον εγωισμό από τον αλτρουισμό, το να αλλάξεις τον κόσμο από το να λείπεις από την επόμενη σαχλαμάρα που θα κλονίσει το σπίτι από τα γέλια.
Δεν μπορείς να ζεις συνέχεια με το σπαθί στο χέρι, πρέπει να μάθεις να προσπερνάς. Ακούγεται φυγομαχία, μπορεί και να είναι, όμως το ξόδεμά σου σε διαλόγους που γίνονται σε μια γλώσσα που δεν γνωρίζεις, είναι σπαταλημένο νερό. Και το νερό δεν είναι ανεξάντλητο...”

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Μια καλή αντιγραφή χρειάζεται

Όσο και να κλείνουμε τα μάτια, για να ταξιδέψουμε στο παραμύθι, ο τόπος μας επαναφέρει. Δεν θέλω να ξαναγράψω για τα σκουπίδια. Ο εφιάλτης που ζήσαμε στο χέρι μας είναι να μην το ξαναζητήσουμε.
«Η πόλη έγινε ντροπή μας» φώναζε μια αγανακτισμένη κερκυραία.
Είναι ντροπή. Αυτή η ασυδοσία, η βαριά δυσλειτουργία, η τόση νοσηρότητα, είναι ντροπή για όλους. Αυτό το χάλι είναι εικόνα του πολιτισμού μας. Ας γίνει κάτι άλλο, πιο ριζοσπαστικό. Αλλά ας γίνει κάτι, τώρα, επειγόντως, αμέσως. Γιατί έτσι όπως ζούμε βγάζουμε τα μάτια μας. Γιατί η πόλη είναι αβίωτη, μας βαραίνει, μας λιώνει».
Ούτε ένα βήμα η πρόοδος αυτής της κοινωνίας  σε ζητήματα καθαριότητας. Συντηρούμε με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο μια «βρώμικη πόλη». Επιδεινώνουμε κάθε μέρα  με την συμπεριφορά μας το ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον, αρνούμενοι κάθε συμμετοχή στην προσπάθεια για μια καθαρή πόλη.    Την απάντηση στο πρόβλημα την έχουν δώσει εδώ  και πολλά χρόνια οι περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις, μια καλή αντιγραφή χρειάζεται  για να τελειώσουμε επιτέλους με τα εύκολα . Η προσπάθεια του Δήμου σήμερα  πρέπει να ξεφύγει από την λογική της αποκομιδής, που έτσι και αλλιώς δεν μπορεί να την εξυπηρετήσει  και να επικεντρωθεί στον τρόπο που θα οδηγήσει τους πολίτες στο αυτονόητο. 


Άλλωστε με την  επικρατούσα νοοτροπία μόνο με έναν οδοκαθαριστή ανά πολίτη μπορεί να οδηγηθούμε σε επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σεμνά και ταπεινά. Προτροπή και συμβουλή σε όσους έχουν αναλάβει την ευθύνη να διοικήσουν και στον καθένα από μας ξεχωριστά. Τι έφταιξε; Δικό μας είναι το φταίξιμο. Αυτό ίσως αποτελέσει μια καλή αρχή στην προσπάθεια, να απαλλαγούμε επιτέλους από τη ψυχική μιζέρια, που αθωώνει το κάθε «εγώ» και το αναγορεύει σε εισαγγελέα διαρκούς στρατοδικείου. Γιατί, τι άλλο από δίκες παρωδίες παρακολουθούμε όλα αυτά τα χρόνια;
Να πάρουμε τις ευθύνες μας, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί. Μήπως και αναστήσουμε, αυτόν τον τόπο που μας γέννησε και μας ανέχεται ακόμα.



Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...