Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Η αγάπη είναι κόκκινη

Στο μυαλό μου είχα το «κόκκινο» του Σπύρου Αλαμάνου. Μ’ αυτό, το ένα και μοναδικό χρώμα θα συνεχίζω να ζωγραφίζω το φετινό Ιούλιο. Η αγάπη είναι κόκκινη. Ο έρωτας είναι κόκκινος, τελεία και παύλα.
Πήρα την κόκκινη γραμμή, την κόκκινη καταιγίδα, την κόκκινη αστραπή, την κόκκινη κορδέλα. Πήρα το αίμα και διέλυσα, ότι μαύρο παραμόνευε, να γίνει φόντο στα όνειρα μου.
Αυτό τελικά είναι μαγεία της γραφής, να συναντάς τη σκέψη σου κάπου αλλού γραμμένη με άλλες λέξεις, που ήθελες να χρησιμοποιήσεις και εσύ. Στην κορωνίδα, η ποίηση, μέσα σε ένα στίχο διαβάζεις την ιστορία σου και ευγνωμονείς τους ποιητές για τον κερδισμένο χρόνο.
Στα άσπρα σεντόνια η Βασιλική, πήρε την κόκκινη κορδέλα της και την έριξε σε ένα κορμί που καίει « Που ανασταίνεται. Που λυτρώνεται. Σε κάθε χάδι. Μοναδικό μας παιχνίδι τούτο το κόκκινο χρώμα. Γλιστράει όπου η φαντασία το θέλει. Το μπορεί. Τρυπώνει σε γωνιές. Ξεκουράζεται πάνω σε μια ανάσα. Γελάει κάπου εκεί, κοντά σε μια ματιά. Κρύβεται κάτω απ’ τα μισόκλειστα βλέφαρα. Αποκοιμιέται πάνω στον ώμο. Ποθεί μέσα στην φλέβα που χτυπάει στον λαιμό. Τρέχει έξω από κάθε συμβιβασμό. Ζει γύρω απ’ όλους τους φόβους. Κι όμως υπάρχει. Υπάρχει γιατί δεν θέλει να χαθεί. Γιατί θέλει να ‘ναι ο κρίκος που θα δένει τις ψυχές. Που θα παθιάζει τα κορμιά. Που θα κλέβει κομμάτια ζωής και θα τα χαρίζει σε όποιο ένστικτο, μας κάνει τελικά πιο ανθρώπινους, πιο ταπεινούς. Στον Έρωτα της Αγάπης. Σ’ εκείνο το θεό που μας σκορπίζει σ’ έναν μακρινό γαλαξία, με μια λέξη. Που μας ενώνει για όσες στιγμές τον έχουμε μέσα μας. Που μας δίνεται άφοβα για να τον φοβηθούμε έτσι, ακόμη περισσότερο. Που μας ξεγελά, χωρίς καμιά ντροπή. Χωρίς κανένα οίκτο. Μας λυγίζει σε ό,τι εκκωφαντικό δεν ακούμε. Μας οδηγεί μόνο εκεί όπου καν δεν βλέπουμε. Στο θολό και έρημο τοπίο μιας επιλογής γενετήσιας και υπόδουλης σε όποιο πάθος μπορεί ένας άνθρωπος πάνω του να κουβαλά. Μας καθηλώνει ανάμεσα σε αποφάσεις. Επιφάσεις, που τελικά δεν οδηγούν πουθενά. Γιατί τούτο το ένστικτο δεν είναι γεννημένος οδηγός. Δεν έχει δρόμο. Δεν έχει παρελθόν, μέλλον. Μόνο παρόν. Μόνο στιγμές. Τυλιγμένες σε κόκκινες κορδέλες. Για να τονίζουν το πάθος. Για να υπογραμμίζουν τον πόθο. Για να επιλέγονται χωρίς προφάσεις. Έντονο χρώμα για έντονες παύσεις. Κάπου εκεί ανάμεσα στα κορμιά. Που στο τέλος μένουν μόνο τυλιγμένα με τούτο το παιχνιδιάρικο κόκκινο χρώμα…»
Δεν σταματά το χέρι, πολλά τα μαύρα και θα χρειαστούν υπερωρίες για να τα σκεπάσουμε, Η στήλη της εφημερίδας θα χρειαστεί συνέχειες, εδώ θα το πάρουμε μονορούφι. Θα ζητήσουμε την συνδρομή και παλαιοτέρων κειμένων για να ενισχύσουμε την προσπάθεια, να τα βάψουμε όλα κόκκινα.
.....................................
Ένα βαθύ σκοτωμένο κόκκινο κυριαρχούσε στον ορίζοντα εκείνο το βράδυ. Τα σταθερά της πίστης μου, είχαν εξανεμισθεί. Τα δόγματα, που διευκόλυναν τη ζωή μου, διάτρητα πλέον από τις σφαίρες των αμφιβολιών. Νοιώθω να γρονθοκοπιέμαι από πλήθος μπερδεμένων συναισθημάτων.
Οι αδιάβλητες μαρξιστικές μου ιδέες, με καθήλωναν σε μια πίστη ζωή, με νανούριζαν εν ειρήνη, με σκέπαζαν με το πέπλο του ύπνου του δικαίου, η απειλή της παράβασης, της κομματικής ορθοδοξίας, θα ήταν ηπιότερη της σημερινής ψυχικής μου ορφάνιας και ίσως απαραίτητη για να αποφύγω τα πλοκάμια κάθε αμφιβολίας γύρω από τα δογματικά «πιστεύω»
Ήταν ξεκούραστη εκείνη η εποχή, η σημερινή συμπεριφοράς της σκέψης μου άσπλαχνη, πήρε αέρα και περιφέρεται τις νύχτες σε αλήτικες διαδρομές. Με παράτησε άοπλο να τα ανακαλύψω όλα μόνος μου

Όταν έχω μέρες να τη δω, όλο και βουλιάζω στο βαθύ αυλάκι της ανάγκης μου.
Η πείρα των ερώτων του παρελθόντος, δεν μπορεί να μου προσφέρει ούτε ένα ποτήρι νερό. Το σημερινό συναίσθημα είναι ξεχωριστό, μοναδικό, όπως ο κάθε έρωτας, μόνο που ο καινούργιος σβήνει τα παλιά και σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας.
Επαναλαμβάνω τα ίδια σφάλματα, γλιστρώ στη ζώνη του έρωτα, στολισμένος με ψευδαδάμαντες χωρίς να αλλάξω ρούχα, κανονισμούς, αρχές και λέξεις. Και ενώ το ξέρω, ανυποψίαστος μπαινοβγαίνω με τα ίδια. Έτσι θα βρεθώ για άλλη μια φορά σε περιπέτειες, θα παρεξηγηθώ, θα κινδυνεύσω. Βουτάω στα βαθιά χωρίς οξυγόνο στον απρόβλεπτο βυθό
Ας το πάρω απόφαση, άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που απογοητεύουμε. Μα όσο εύκολο είναι να γοητεύεσαι τόσο δύσκολο είναι να απογοητεύεσαι. Η απογοήτευση είναι μια έξοδος σε ελεύθερες διαδρομές και θέλει πολύ κουράγιο να τις περπατήσεις
Η αποκάλυψη του ειλικρινέστερου εαυτού μου, είναι πολύ δύσκολα αποδεκτή.
Ένα ψυχολογικό κομπόδεμα με προτρέπει σε ακραίες λύσεις. Απόψε πρέπει να λύσω το γόρδιο δεσμό. Η σιωπή και το σκοτάδι, τροφή για τις μαγευτικές διεργασίες της ψυχής μου.
Παίζω κρυφτό με την φαντασία μου, όπως ένα παιδί που μεγάλωσε και λαχταρά τα παλιά του παιχνίδια, θέλω πολύ να παίξω αλλά ντρέπομαι γιατί δεν έχω συμπαίχτη.
...............................................
Δεν θέλω να μονιμοποιηθώ πουθενά. Νοσταλγώ τις άγνωστες πόλεις, τα απρόσμενα αποτελέσματα, τις γυναίκες που δεν έτυχε να γνωρίσω. Πήρα μια φίλη μου τηλέφωνο και τη ρώτησα να μου θυμίσει εκείνη την σκηνή στην ηλεκτρική κουζίνα. Είχα την απορία αν καήκαμε εμείς, η κάψαμε την κουζίνα. Η συσκευή πάντως όπως με διαβεβαίωσε ακόμη λειτουργεί…. Η σχέση η ερωτική ανισότιμη και άδικη, αινιγματική και σκοτεινή σαν το υποσυνείδητο, σαν αλληλοσυμπληρούμενα αλλά άνισα δοχεία. Πολύ εσύ λίγο εγώ. Περισσότερο εγώ λιγότερο εσύ.

Τελικά όλοι μας έχουμε την τη ζωη που μας αξίζει. Εμείς της ανοίγουμε την πόρτα και την καλωσορίζουμε. Παρότι μπορεί να μοιάζει πεπρωμένο, είναι τα βήματα που κάποτε ξεκίνησαν εκείνη ακριβώς τη ζωή για να προϋπαντήσουν, αλλά ξεχάστηκε εκείνο το ξεκίνημα, αγνοήθηκε εκείνη η αρχή και το αποτέλεσμα άσπλαχνο.
Γιατί; Θέλει ψυχή ο έρωτας για να είναι αληθινός και το μέτρο στην προκειμένη περίπτωση είναι εκμαγείο του μετρίου.
«Πίσω από τα μάτια μου κρυφά σε περιμένω» τραγουδάει η Δήμητρα Γαλανή περιμένοντας εκείνη τη μαγική στιγμή της ερωτικής ομολογίας
Πίσω από τα μάτια μου κρυφά σε περιμένω, να ζήσουμε το όνειρο, περιμένοντας να δύσει ο ήλιος, να γίνουμε σκιές μες στο σκοτάδι, μήπως γίνουν ευκολότερα τα λόγια.
............................................
Μπορεί να μην απαντώ στο χώρο που επιβάλλει η ηλεκτρονική δεοντολογία, τα σχόλια σας όμως πολύτιμα για την καθημερινή μου στήλη στην εφημερίδα, πάσες για έτοιμα γκολ στο ποδόσφαιρο, ή αλλιώς ασίστ για το καλάθι.
Επιστρέφω πάντα και ας μην έχουν οι δρόμοι γυρισμούς, που λέει και το τραγούδι. Τώρα πια δεν ψάχνω, βρίσκω. Όσα με ευκολία απέρριψα, όσα εκείνα τα χρόνια της λαιμαργίας δε μπόρεσα, να απορροφήσω, όσα τα δόγματα μου στέρησαν να γνωρίσω, όσα τα μάτια μου δεν είδαν, γιατί κοίταζαν ψηλά, πολύ ψηλά στα αστέρια, στο άπειρο, στο τίποτα.
Τώρα βρίσκω, γιατί όπου και να κοιτάξω μια ηλικία με προσγειώνει, μια υπομονή με φρενάρει, γιατί μπορεί να λιγοστεύει ο χρόνος, είναι όμως αρκετός όσος και αν μένει
Ιούλιος αγαπητοί συνένοχοι αναγνώστες. ο κόσμος ανταλλάσσει ηλεκτρονικές ταξιδιωτικές οδηγίες και ευχές, εγώ εδώ στην επαρχία και ας λέγεται Κέρκυρα. Ας παρηγορηθώ με λόγια, που μου ανατρέπουν την ασφάλεια, κάνοντας ταξίδια επιτόπου.
«Πoια πλάνη θα διαλέξουμε αυτό το καλοκαίρι, όταν θα έρθει η μέρα να διακόψουμε τη ζωή μας σε πριν και μετά το χαλαρό διάστημα, που μας οφείλει ο εργασιακός μας χρόνος; Ημερολόγιο ανησύχων σωμάτων που κατευθύνουν το μυαλό στα λιμάνια με τη λιγότερη δυνατή ασφάλεια. Το ρίσκο είναι η πυξίδα, τα ταξίδια το πρόσχημα, ο προορισμός το ψέμα. Με ποιο λάθος θα κοιμηθούμε κατά τη μεγάλη πανσέληνο του Αυγούστου για να ξυπνήσουμε στο οικείο χωροχρόνο της προδοσίας;» αναγκαία ερωτηματικά από μια ομοιοπαθούσα.
Το ζεστό μήνα Αύγουστο, από μια ταινία ακατάλληλη των 13, που ακόμα μου έχει μείνει απωθημένο όταν ήμουνα 8, μέχρι σήμερα που είμαι 50 ανακαλύπτω. Και είναι οι στιγμές οι ανεπεξέργαστες, σαν τις φωτογραφίες που έχουμε δει και ξαναβλέπουμε μετά από χρόνια. Δεν είναι ίδιες και δεν φταίει που κιτρίνισαν από την πολυκαιρία. Είναι οι στιγμές που μάζεψα βιαστικά όλα τα χρόνια της συγκομιδής. Επιστρέφω πάντα, τώρα πια δεν ψάχνω, βρίσκω, ανασύρω από τις γεμάτες αποθήκες, του εγκέφαλου μου με την πρέπουσα προσοχή και ανακαλύπτω, τους φίλους μου, την πόλη μου, την θάλασσα το ζεστό μήνα Αύγουστο. Για την γυναίκα συνεχίζω την προσπάθεια, έχω όμως χρόνο.
..................................................
Όταν ανοίξει αυτή η κουβέντα δεν έχει τελειωμό.
Η γλύκα της Μεγάλης Παρασκευής του 1972, επίστρωση από μέλι, στις αποθήκες της ψυχής μου. Αν το Τζουκ - μποξ είχε σε δισκάκι το «Ω γλυκύ μου έαρ…γλυκύτατόν μου τέκνο, που έδει σου το κάλος…» το χαρτζιλίκι μου, μόνο γι’ αυτό θα ήταν διαθέσιμο, να παίζει και ξαναπαίζει για να μου δίνει φτερά και να κόβω βόλτες στον αέρα. Θυμάμαι έσπασα το πένθιμο κερί που φάνταζε αναστάσιμη λαμπάδα, όταν τα παιδικά βλέμματα συναντηθήκαν, ενώ θα επέτρεπε να κοιτάζουν ταπεινά προς τα κάτω, τι στιγμή, που ο παπάς θυμιάτιζε. Και ξαφνικά αυτή η ιερή ζεστή σιωπή, η ντυμένη μόνο ανάσες και συρίγματα και μυρωδιές αγγελικές μεταμορφώνεται…Ξαφνικά ρίχνεται με πάθος στην ανθρώπινη φωνή και σκιρτά έναν …έρωτα…, ένα πάθος δυνατό που προκαλεί ρίγος…, αμηχανία, τρέμουλο, βιαστικό χτύπο στην καρδιά… Μια μελωδία…τι μελωδία…τι ήχοι ακούγονται…τι στίχοι…Λόγια που σίγουρα γεννήθηκαν μονομιάς,… μέσα σε μια στιγμή σα χείμαρρος, χωρίς σκέψη, χωρίς επιφύλαξη, χωρίς σκοπό…Λόγια που μόνο το πάθος της ψυχής γεννά…
Ω γλυκύ μου έαρ…γλυκύτατόν μου τέκνο, που έδει σου το κάλος..»

«Κλαις μόλις σκεφτείς ότι μπορεί να έρθει η στιγμή να μην πονώ για σένα». Δίκιο έχεις. Είναι μεγάλη απώλεια. Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο, στον απολογισμό των έντονων συναισθηματικών μου στιγμών αυτή η εποχή του καλοκαιριού που φεύγει και του φθινοπώρου που έρχεται είναι γεμάτη σημειώσεις
Δεν κλαις για την απώλεια του έρωτα και της αγάπης, κλαις γιατί δεν πονώ ποια για σένα και αυτό δεν έχει σχέση με τη λύπη. Ορθή η προσέγγιση του ραδιοφωνικού σχολίου κάτω από το τίτλο του τραγουδιού που ξεκινάμε. Κλαις που δεν πονώ για σένα γιατί δεν είσαι ποια χέρι μου, πόδι μου, κεφάλι μου, καρδιά μου. Αποκολλήθηκες από το γήινο σώμα μου. Αν έχει συμβεί αυτό καλώς κλαις. Κι εγώ στη θέση σου το ίδιο θα κάνω.
Ότι μας πόνεσε, έχει αφήσει το σημάδι του και είναι σαν ένα παλιό τραύμα που το κουβαλάμε μια ζωή. Πάντα θα βρίσκεται η ευκαιρία να μας πονάει.
Είναι ο πόνος τελικά το υπέρτατο συναίσθημα και όταν θέλουμε να μετρήσουμε την αγάπη εξαντλώντας τους αριθμούς και φτάνοντας μέχρι τον έβδομο ουρανό, ο πόνος είναι από εκεί και πάνω. Ο πόνος κάνει την διαφορά και ορίζει την κατάσταση.

Και για να κλείσουμε με ένα άλλο ραδιοφωνικό σχόλιο, που βάζει το μαχαίρι ακόμα πιο βαθιά.
«το αίμα των ερωτών είναι σπονδή στη ζωή. Οι πληγές παράσημα για τους εν αγάπη πεσόντες. Η αγάπη είναι πάντα κόκκινη γιατί δεν υπάρχει χωρίς το αίμα της. Τα αισθήματα δεν τακτοποιούνται, δεν καμουφλάρονται,. ΄Η εκφράζονται και διοχετεύονται ή μένουν κρυφά και πυορροούν. Ο,τι λέγεται ανασαίνει. Παίρνει αέρα οξυγόνο. Και αν βρει πρόσωπο να σταθεί, καρπίζει, αν δεν βρει, μένει πληγή παλιά και πάντα νέα»

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Ο Σπύρος Αλαμάνος είναι εδώ

Μόλις πληροφορήθηκα το θάνατο του Σπύρου Αλαμάνου. Τον είχα επισκεφτεί πρόσφατα με αφορμή την τελευταία του δουλειά. «Είμαι εδώ» έγραφε η αφίσα της έκθεσης. «Είναι εδώ ο Σπύρος» με την παρουσία του σημαντικού έργου που μας άφησε. Για τον Σπύρο, το κείμενο που ακολουθεί. Δημοσιεύτηκε στο ενημερωτικό φυλλάδιο, καθώς και στην στήλη, για την τελευταία του δημιουργία.
Είναι εδώ ο Σπύρος Αλαμάνος. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Κανείς δεν ξέρει τι θα δημιουργήσει αύριο. Εκείνο που ξέρουμε εμείς, που μαζί του βαφτιζόμαστε αθώοι, είναι ότι ο Σπύρος, για άλλη φορά θα καταθέσει τη ψυχή του, καθαρή και ατόφια. Θα ξαναγεννηθεί ανοίγοντας τον εαυτό του. Εάλω η πόλις; Θα κτίσει μιαν άλλη πόλη.
Αυτό κάνει στην τελευταία του δουλειά, μαζεύει τον κόσμο του κάτω από τη σκέπη του, κάτω από τη σκέπη της μάνας παναγιάς, κάθε κομμάτι από αυτήν την καινούργια απόπειρα έχει και από ένα σπέρμα αγάπης.
Στην τελευταία του φυγή, σαν ραβδοσκόπος, γυρνάει και ανακαλύπτει νέα γη, άλλο χώμα πάνω απ’ αυτό που ζωγράφισε κατά τα πρώτα του βήματα. Ο πολιτισμός του δεν εφάπτεται της αγοράς.

Ονειροπόλος ο Σπύρος, βασική πηγή για τους άλλους, θανάσιμος με τον εαυτό του. Στην πινακοθήκη των αισθημάτων του, μάχεται το κόκκινο ενάντια στο μαύρο, μάχεται το αίμα απέναντι στο σκοτάδι. Είδες τι μπορεί να φτιάξει ο άνθρωπος, αν έχει ένα κίνητρο καρδιάς; Ζωγραφίζει τη ζωή, βάζει πουλιά και αγγέλους, βάζει την αγκαλιά της μάνας, πάνω απ’ όλα, για να τα προστατεύσει. Υποφέρει για έναν κόσμο καλλίτερο, για τους άλλους. Πονάει για τη ζωή.
Με κάλεσε να δω την τελευταία του δουλειά. Εγώ δεν έχω τι να πω, δεν ξέρω, δεν μπορώ να κρίνω χωρίς το οπλοστάσιο ενός εικαστικού, αλλά ούτε και κάποιου μυημένου. Μόνο να αισθανθώ μπορώ. Μόνο να συναντηθώ όχι στο κίνητρο, όχι στη γέννηση, σε ένα αποτέλεσμα προσαρμοσμένο στο δικό μου μπόι.
Εκείνοι που δημιουργούν έχουν από τη φύση τους μια τάση να κρύβονται. Ίσως γιατί γνωρίζουν τη σκληρότητα του ανεπίδοτου αισθήματος. Η πολιτεία του Σπύρου είναι ζωντανή. Είδα φως στα παράθυρα και καπνό να βγαίνει από τα φτωχικά, δίπλα στους ουρανοξύστες. Μύρισα γαζία και ζεστό ψωμί. Άγγιξα το χέρι της μάνας και αλήθεια, ήτανε ζεστό. Άκουσα ποδοβολητά αλόγων και χαρούμενες φωνές παιδιών που έπαιζαν αμέριμνα στην αλάνα. Είδα τον κόσμο διαφορετικό, όρθιο, κόντρα στην άγια απάθεια. Είδα τον κόσμο ζωντανό. Είδα τα μάρμαρα να ριγούν. Και θυμήθηκα ότι «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει». Τίναξα τη σκουριά, που τελευταία όλο και πιο συχνά με επισκέπτεται.
Για άλλη μια φορά μας άναψε σκοτεινές φωτιές ο Σπύρος Αλαμάνος, μας κάλεσε στον κόσμο του να κάνουμε ένα γύρο, να καθίσουμε να κλάψουμε, να γελάσουμε, να τραγουδήσουμε, να ζήσουμε. Να γείρουμε, ο ένας το κεφάλι του στον ώμο του διπλανού, μέχρι να σχηματισθεί ένας μεγάλος κύκλος.
Αυτή τη φορά δεν έχουμε εικόνα, δεν έχουμε χρώματα, δεν έχουμε κείμενα, δεν έχουμε εκείνο το κόκκινο σημάδι, που παρόμοιο του δεν έχει ζωγραφιστεί. Τα έχουμε όλα όμως, μέσα από ένα κόσμο αθώο, τον κόσμο του, στο χέρι μας είναι να τον δούμε χαρούμενο και ζωντανό.
Ήταν, είναι και θα είναι ένα παιδί στη ψυχή ο Σπύρος. Και ένα παιδί ξέρει πολύ καλά μέσα από το σκοτάδι να δίνει φως, μέσα από το μαύρο να ξεπροβάλλει το κόκκινο…

Όταν οι λεπτομέρειες ξεπερνούν τα γεγονότα

Αυτές τις μέρες της απουσίας από την βάση μου, θα το εξαντλήσουμε το θέμα. Χρησιμοποιούμε την υπερβολή, έχοντας γνώση, ότι μόνο μια αφορμή μπορεί να δώσουμε. Κάποιες λέξεις στην πραγματικότητα θα σπείρουμε, αγνοώντας παντελώς το αποτέλεσμα. Παλαιά κείμενα που το θέμα τα ομαδοποιεί και τα κάνει, παρέα με τα άλλα, να φαίνονται διαφορετικά
Καλά τα παιγνίδια αλλά για να διεξαχθούν χρειάζεται πάνω απ’ όλα το γήπεδο, χωρίς λακκούβες και ρωγμές. Βάση που να αντέχει τις μάχες.
Για το συναισθηματικό υπόβαθρο και σήμερα ο λόγος, η στερεότητα του οποίου εξασφαλίζει τις συνθήκες. Το ερωτικό παιγνίδι, αντέχει τις ακρότητες συγχωράει τα λάθη και δημιουργεί όλες εκείνες τις προϋποθέσεις της προσφοράς που δεν περιμένει ανταπόδοση. Για να έχει το παιχνίδι ενδιαφέρον, χρειάζεται πάθος και δύναμη, τα ελάχιστα να γίνονται μεγάλα, ώστε να αποκτούν οι λεπτομέρειες ανάλογο ενδιαφέρον με τα γεγονότα και σε πολλές περιπτώσεις να τα ξεπερνούν.

Μια παρτίδα σκάκι είναι έρωτας και η διάρκεια του εξαρτάται από την ικανότητα και των δύο. Ακριβώς όπως κλείνει τις ραδιοφωνικές της σφήνες η κυρία που μας συντροφεύει τις ώρες των ονείρων, λίγο πριν κοιμηθούμε…
«Άνοιξες μπήκες έκατσες. Απλά πράγματα. Και τώρα; Πως θα γίνουμε κομμάτια; Τι να εφεύρω για να σε ανατρέψω. Τι θα σκαρφιστείς για να με τρελάνεις; Σαν σε παρτίδα σκάκι με έπαθλο, την αθωότητα, παραμονεύουμε ο ένας την κίνηση του άλλου. Μου έχεις ξεκάνει πύργους και στρατιώτες, αλλά έχω στριμώξει τη βασίλισσα σου. Κάνε κάτι. Δεν θέλω να νικήσω. Θέλω να μείνω με την απορία της μαδημένης μαργαρίτας…»
Περί έρωτος ο λόγος και δημοσιεύω παρακάτω με την άδεια, που μου έχει παραχωρήσει για μια ζωή, χωρίς να χρειάζεται ανανέωση, ακόμα και με την δυνατότητα παραχάραξης, την πρόταση για ανάγνωση της παντοτινής μου φίλης Άλεφ
«Καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να είμαι στεγνός. Θέλω να επιβάλω σιωπή στην καρδιά μου, που νομίζει ότι έχει πολλά να πει. Τρέμω διαρκώς μην τυχόν έχω γράψει έναν αναστεναγμό, εκεί που πιστεύω ότι έχω σημειώσει μιαν αλήθεια».
Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία, όταν το 1818 ο νεαρός Σταντάλ βίωνε την απόρριψη από λάθος του, θα αισθανόταν τόσο μα τόσο δυστυχισμένος! Όσο ευτυχισμένοι αισθανόμαστε σήμερα εμείς, διαβάζοντας τις συνέπειες εκείνου του ανολοκλήρωτου, αποτυχημένου και δυστυχισμένου έρωτα.
Και όμως, όταν γνώρισε την Ματίλντε, όλα έδειχναν ότι η Ματίλντε είχε συγκινηθεί, σχεδόν ανταποκρινόταν. Αλλά ο άτυχος (;) Σταντάλ, παρασυρμένος από το πάθος του, επιδεικνύει μια αδέξια και ασυνάρτητη συμπεριφορά και πάει η Ματίλντε!
Η απόρριψη αυτή, ευτυχώς, για μας θα αποβεί… δημιουργική, εφόσον ο απελπισμένος Σταντάλ αναζητά την ανολοκλήρωτη αγάπη του στο χαρτί και μάλιστα συλλαμβάνοντας στις 29 Δεκεμβρίου 1819 και μια «μεγαλοφυή» ιδέα: να καταπνίξει το προσωπικό μέσα στο απρόσωπο και να μιλήσει για το άτυχο πάθος του μέσα από γενικές σκέψεις κι απόψεις!
Κάπως έτσι γράφτηκε λοιπόν το «Περί έρωτος», το οποίον δεν είναι παρά μια εξομολόγηση αλλά η κεντρική ιδέα του και το βάσανο, αφορά τους πάντες...»

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...