Ξημερώνει Κυριακή, πριν δυο χρόνια, το ίδιο όνειρο, το κείμενο που ακολούθησε δεν μπορεί να είναι διαφορετικό σήμερα.
Απόψε ταξίδεψα σε άγνωστο χρόνο και τόπο, στην κόλαση ή στον παράδεισο, δύο προορισμοί για τους οποίους ακόμα δεν έχω αποφασίσει. Ήταν από εκείνα τα όνειρα, που νομίζεις ότι τα έχεις ξαναδεί, απ’ αυτά που θέλεις να ξαναδείς, και με κάποιο τρόπο μαγικό το υποσυνείδητο, σου κάνει το χατίρι και τα προβάλλει όταν η ψυχή τα έχει ανάγκη. Οι αισθήσεις έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, ακόμα και η όραση που ταλαιπωρείτε, από τον ολοένα αυξανόμενο βαθμό πρεσβυωπίας, τα κατάφερε. Όλα δυνατά. Όλα έντονα. Με την πραγματικότητα να σκάει στη ζήλια.Όνειρο ήταν και έσβησε. Πέρα από την συγκεχυμένη εικόνα, που έστω με κάποιο τρόπο μπορεί να μεταφερθεί, τα έντονα συναισθήματα πώς να τα μεταφέρεις;
«Μην τον ξυπνάτε θα λαχταρήσει όταν γυρίσει ξανά στη γη», λέει ένα τραγούδι. «Τώρα το που υπνοβατεί και πως περνάει ο καθένας που κλείνει τα μάτια του, είναι μεγάλη ιστορία. Άλλοι καλοπερνούν περιδιαβάζοντας ήσυχους ωκεανούς, ωραία νερά, καλοτάξιδα καράβια, φωτεινές αγκαλιές. Άλλοι μπαίνουν στα μνήματα της μνήμης τους, να φέρουν πίσω αγαπημένους, προσπαθούν να πετάξουν αλλά έχει βοριά, επιχειρούν να τρέξουν αλλά έχει εμπόδια».
Πιο πολύ από το όνειρο θυμάμαι εκείνο το δέκατο του δευτερόλεπτου που άνοιξα τα μάτια μου το πρωί. Αυτό το σχεδόν κενό χρόνου, που ονειρεύεσαι ότι ξύπνησες και ζεις μια εκδοχή του ονείρου, για άλλη μια φορά μέσα στο όνειρο. Προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις αν είσαι καλύτερα εκεί που ξύπνησες ή μήπως έπρεπε να μείνεις στο χωροχρόνο του ονείρου.
Ξημερώνει Κυριακή με βαρομετρικό χαμηλό. Μπήκα στο θάλαμο προσομοίωσης και βγήκα με την εμπειρία να βάζει φωτιά σε ό,τι προσπάθησε να με χαλάσει, γιατί η μοναξιά της Κυριακής σε παγώνει. Μπορεί να είναι και τ’ απογεύματα της Κυριακής, αυτά που σε κάνουν δίχως καρδιά. Τις Κυριακές σε μια επαρχιακή πόλη είναι όλα τόσο σιωπηλά. Θέλεις δεν θέλεις ακούς τους χτύπους της καρδιάς, πως γίνεται τις Κυριακές να μη σε σκέφτομαι; Οι υπόλοιπες μέρες τα κρύβουν, τα κρύβει η κίνηση τα καταπίνει ο θόρυβος της πόλης. Τις Κυριακές όμως είναι όλα σιωπηλά σ’ αδειάζει η πόλη που άδειασε. Είναι η ώρα που μπορείς να πεθάνεις αν δεν κτυπήσει το τηλέφωνο, η ώρα που το καταφύγιο σου γίνεται φυλακή. Πολλοί είναι εκείνοι που ενδεχομένως αγαπιούνται για εκείνη την ώρα. Που αντέχουν χρόνια και χρόνια την έρημο μιας αγάπης μονάχα για αυτές τις Κυριακές. γι’ εμάς όμως, που δεν κρυφτήκαμε, πίσω από την ασπίδα της σιγουριάς, τον ξέρουμε τον δρόμο. Αντί να τραγουδάμε «συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου», τραγουδάμε «όλες του κόσμου οι Κυριακές λάμπουν στο πρόσωπό σου…» Και λάμπουμε και μεις...
Η φωτογραφία είναι του Αλέξανδρου Τσιώλη