Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Για ποια αριστερά μιλάμε


Γύρισα μια εικοσαετία πίσω. Αυτά που λέγαμε και γράφαμε φαίνονται μιας άλλης εποχής. Η σημερινή  πραγματικότητα τα ακυρώνει όλα. Τι να γράψουμε σήμερα;  Αυτό που βιώνουμε μόνο  με νεαρές λέξεις, αθώες και απείραχτες από τη φθορά της χρήσης, μπορεί να ερμηνευθεί. Στην άμυνα  και πάλι περιμένω. Πόσο όμως να περιμένεις; Η αναμονή δεν είναι ζωή.
Ζούμε μια επανάληψη, απ’ αυτές που μας οδηγούν στις γνωστές θυσίες, χωρίς αντίκρισμα. Και η Θεά Άρτεμις είναι μακριά, για να μας αντικαταστήσει με το ιερό ελάφι. 



Η απαισιοδοξία καταγράφει την καθημερινότητα, υπολείπεται του Ονείρου, που παραμένει ζωντανό. Και στα όνειρα οι άνθρωποι, είναι άνθρωποι. Άνθρωποι που ζουν μαζί με άλλους, που συνεργάζονται, που αλληλοϋποστηρίζονται.
Στην πραγματικότητα, έχει εξαπλωθεί οργανωμένη επιχείρηση, ώστε η ζωή να είναι χωρίς τους άλλους, ή καλλίτερα με τους άλλους απέναντι, με τους άλλους εχθρούς, με τους άλλους που πρέπει να εξοντώσουμε για να επιβιώσουμε.
Το κείμενο που ακολουθεί  γράφτηκε στα πέτρινα χρόνια,  τότε που ψάχναμε την ταυτότητα μας. Το επαναφέρω,  γιατί δυστυχώς ακόμα τη ψάχνουμε. Και θα τη ψάχνουμε, όλοι εμείς, που βρισκόμαστε κάτω από το βάρος της ιστορίας.  
«Το μεγάλο ερωτηματικό για ποια αριστερά μιλάμε, θα πάψει να μας απασχολεί όταν επιτέλους σταματήσουμε να κτίζουμε στην άμμο παλάτια και μάλιστα με υλικά που ποτέ δεν μπήκαμε στο κόπο να ανακυκλώσουμε. Ποια αριστερά; Η ορθόδοξη, η δογματική, η ανανεωτική, η ριζοσπαστική, η επαναστατική, η δημοκρατική, η έτσι ή αλλιώς, η αριστερά της αριστεράς, η μέσα δεξιά, η έξω αριστερά. Επιτέλους!
Μέρα με τη μέρα αποδεικνύεται ότι η διάβρωση του πολιτικού και κοινωνικού ιστού, έχει προκαλέσει ανήκεστη βλάβη, στην πατρίδα μας. Η κηλίδα έχει καλύψει, όλη την πολιτική και κοινωνική διαστρωμάτωση, ξεπερνώντας και τους τελευταίους θύλακες αντίστασης, που εκ παραδόσεως κρατούσαν και έδιναν τις μάχες για την τιμή των όπλων.
Ήταν  μεγάλο βάρος, να κουβαλήσουν τόσα χρόνια κάποιοι στην πλάτη τους τη σημαία του αγώνα. Μεγάλωσαν, βάρυναν, δεν είδανε και προκοπή, κατάθεσαν τα όπλα και έγιναν βασιλικότεροι του βασιλέως.
«Όταν η αναφορά μου στην αριστερά, θα πάψει να είναι ένα μεγάλο παρελθόν, τότε κάτι θα έχει αλλάξει. Έστω και προς το χειρότερο. Να κουνηθεί επιτέλους κάτι, να ανέβει η λάσπη στην επιφάνεια της ακίνητης λίμνης, ο βούρκος να γεμίσει ομόκεντρους κύκλους, το βότσαλο της ανησυχίας να γίνει θεμέλιος λίθος για έναν κόσμο που θα σκέφτεται περισσότερο, θα ονειρεύεται περισσότερο, θα ενεργεί περισσότερο…»
Τέλος με την αριστερά που ξέραμε. Όσοι δεν λάκισαν φορτώθηκαν τα παράσημα  του παρελθόντος ωσάν άλλοι σοβιετικοί πολεμιστές, ατραξιόν σε μια κοινωνία, που ότι καν θυμάται. 
Η αριστερά υπάρχει στο μυαλό και στη ψυχή των γενεών που έρχονται. Καμία σχέση με τη δική μας αριστερά. Δεν θα στηρίζεται σε ευαγγέλια, και σε απολιθώματα ιδεών δεν θα έχει ανάγκη να απομονώνεται για να επιβιώσει, ούτε να διαπλέκεται εκμεταλλευόμενη τη θυσία και τους αγώνες του παρελθόντος. 


Αφεθήκαμε

Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Αφεθήκαμε και οδηγηθήκαμε στην παρακμή. Η Κέρκυρα, σαν την ωραία κοπέλα που επένδυσε μόνο στην ομορφιά της. Και η κατάληξη; Αναμενόμενη. Γλάστρα.
«…Και είναι ωραία η Κέρκυρα, ωραία στο σύνολο της. Φύση και άνθρωποι συντονισμένοι για να πλαισιώνουν ο ένας τον άλλο. Δεν είναι ο κερκυραίος έξω από το κλίμα του νησιού, όπως δεν είναι η Κέρκυρα έξω από το κλίμα του κερκυραίου. Ο ένας συμπλήρωμα και προέκταση του αλλού. Το ανθρώπινο ραφινάρισμα που αναπτύσσεται μέσα στον πιο αβρό διάκοσμο. Η πρώτη πνοή δυτικού πολιτισμού. Για όποιον ταξιδεύει προς την Ευρώπη. Η μόνη ελληνική γωνιά που θα δώσει κάποιον άνεμο Ευρώπης, στον αταξίδευτο. Τον άνεμο αυτόν θα τον αισθανθείτε ακόμα πιο ζωηρό όταν έρχεστε από την ηπειρωτική ακτή. Σαν να έχετε αλλάξει πλανήτη».
Κινδυνεύεις να χαρακτηρισθείς αχάριστος, αν προσπαθήσεις να αντικρούσεις τα παραπάνω λόγια, του μαγεμένου επισκέπτη. Ακριβώς αυτή η πραότητα και η ομορφιά σημειώνει και την αδυναμία της. Η Κέρκυρα παθαίνει ότι παθαίνουν όλες οι ωραίες˙ θαμπώνουν με την ομορφιά, και όταν έρχονται ικέτιδες, να χτυπήσουν την πόρτα σας για να ζητήσουν την επούλωση του τραύματος, που δουλεύει κάτω από την συναρπαστική επιφάνεια, η ομορφιά απορροφά εκείνον στον οποίο απευθύνεται το αίτημα.
Έτσι εξηγείτε πως η Κέρκυρα δοκιμασμένη όσο καμία άλλη περιοχή της χώρας έρχεται τελευταία στην ουρά των επαρχιών που περιμένουν την επούλωση των τραυμάτων τους. Είναι δε πολλά τα τραύματά της.
«Ζείτε στο παράδεισο και παραπονιόσαστε;» Οι ασχήμιες και τα όποια προβλήματα που αντιμετωπίζει κάθε επισκέπτης επισκιάζονται από την ομορφιά, το ασυνήθιστο μάτι, δεν μπορεί να φανεί αντικειμενικό, πρέπει να γίνεις μόνιμος κάτοικος παλιάς πόλης να βρεθείς αντιμέτωπος με τα προβλήματα διαβίωσης, γιατί μπορεί να είναι ωραία τα κτίρια και οι απλωμένες μπουγάδες για τους επισκέπτες, αλλά αν ρωτήσουμε αυτούς που κατοικούν έχουν βλαστημήσει την ώρα και την στιγμή που γεννήθηκαν. Οι μόνιμοι κάτοικοι ζουν στερημένοι το δημόσιο χώρο . Τα παιδιά δεν έχουν ούτε σπιθαμή γης να τρέξουν, να παίξουν. Οι πλατείες, τα καντούνια, έχουν καλυφθεί από τραπεζοκαθίσματα χωρίς όρια, με μια άνευ προηγουμένου απληστία από τους περισσότερους επιχειρηματίες και μια εγκληματική αδιαφορία από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. “Τοπικά προϊόντα” από την Κίνα , κρύβουν τον ήλιο και το φως από τα γραφικά περάσματα της πόλης, αν προσθέσουμε το κυκλοφοριακό χάος, που δημιουργείται από τα τουριστικά λεωφορεία, τα διώροφα που προστέθηκαν τα τελευταία χρόνια , τα τραινάκια, τις άμαξες που συναντάς στα πιο απίθανα σημεία, την ηχορύπανση και τέλος τα σκουπίδια, κυρίως των επιχειρήσεων, έχουμε ένα πλήρες πακέτο. Και όλα αυτά σε ένα ιστορικό κέντρο με εγγενή προβλήματα, που από τον χαρακτήρα του δεν προσφέρει και το πιο άνετο μέρος διαβίωσης. Πολυώροφα κτίρια χωρίς ασανσέρ, χωρίς μπαλκόνια, χωρίς δρόμο πρόσβασης οχημάτων, με ξύλινα πατώματα και κατσαρίδες, με χιλιάδες περιστέρια που βρομίζουν τα πάντα και εκατομμύρια χελιδόνια που ανεβάζουν τα ντεσιμπέλ. Για τις υποδομές θα ήταν κουραστικό να κάνουμε μια ακόμα αναφορά. Ελάτε να άπλωσε τη μπουγάδα σας στα στενά καντούνια και ύστερα το ξανασυζητάμε το θέμα…

Πως θα αντέχαμε;



Τα ηλικιακά νιάτα διαρκούν όσο τους πρέπει. Τα δικά μας ώριμα “νιάτα” κουβαλούν τα κερδισμένα χρόνια, τη δύναμη και την υπομονή.
Αν δεν είχαμε όλα αυτά τα εφόδια πως θα αντέχαμε σήμερα να ζούμε μέσα σ’ αυτό το ψέμα; Πως θα αντέχαμε να ζούμε σε μια πόλη που βασιλεύουν τα συμφέροντα και ο ατομισμός; Αντέχουμε γιατί γνωρίζουμε και μπορούμε, ακόμα και την επιθυμία να την κάνουμε άρνηση…
Πολλές φορές γκρινιάζουμε, έχοντας γνώση για όλα αυτά τα καλά που ζήσαμε. «Δεν υπάρχουν χρόνια αγάπης και έρωτα χαμένα. Τίποτα δεν χάσαμε, μπορεί να υποφέραμε, αλλά κερδίσαμε. Ότι αγαπήσαμε κυκλοφορεί στο αίμα μας, ανεβοκατεβαίνει στις αρτηρίες, περνάει από τα καρδιά μας. Διεισδύει στα νέα μας συναισθήματα και μας παγιδεύει στο λάθος των συγκρίσεων. Ό,τι αγαπήσαμε ζει πάντα μαζί μας”.
Και όλοι εμείς που ξυπνήσαμε μια μέρα και δεν πιστεύαμε πως μεγαλώσαμε , που βρεθήκαμε ανάμεσα σε δύο βουνά και ρωτήσαμε πόσο χρόνο έχουμε ακόμα, όλοι εμείς κέρδος κουβαλάμε. Μπορεί ο χρόνος να μην φτάνει για να τ’ αλλάξουμε όλα, αυτός όμως που μένει, να μην πάει χαμένος. Στις αποσκευές μας κουβαλάμε λάφυρα της υπομονής και περιμένουμε.
Θα συνεχίσω, τις ενέσεις ηθικού, για μένα και για όλους που είναι σαν και μένα, γιατί αυτός ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού στο μεταίχμιο, μεταξύ καλοκαιριού και φθινοπώρου , παρατηρείται μια έξαρση της κρίσης, της ηλικίας εννοώ.
Δεν υπάρχουν χρόνια αγάπης χαμένα. Και τα δικά μας χρόνια, ήταν παραμυθένια. Από τον Χατζιδάκι, στο Θεοδωράκη, από την «όμορφη πόλη» στην οδό ονείρων». Αν δεν κουβαλούσαμε, αυτά τα πολύτιμα χρόνια, πως θα σιγοψιθυρίζαμε σήμερα τα τραγούδια.
“Και τα δικά μας τραγούδια δεν παλιώνουν, δεν είναι απ’ αυτά που κάνουν μακαρόνια με κιμά, είναι απ΄ αυτά που έγραψαν ποιητές και μεγάλοι συνθέτες, «σ’ αγαπώ μα δε θα ‘ρθω», επιθυμία και άρνηση στο ίδιο ποτήρι νερό, έλξη και άπωση στον ίδιο πόλο του μαγνήτη”. Τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη πριν πενήντα χρόνια.
Πως θα αντέχαμε χωρίς αυτά; Αντέχουμε, γιατί αντέχουμε την επιθυμία να την κάνουμε άρνηση!

Δεν είναι έτσι η πολιτική

Κινδυνεύουμε να το πιστέψουμε. Το χειρότερο θεωρούμε το ψέμα στην πολιτική σαν κάτι φυσιολογικό και δεν μας ενοχλεί. Οι καταγεγραμμένες δηλώσεις πολιτικών, που δείχνουν τις μεταβαλλόμενες θέσεις τους, δεν έχουν καμία αξία.
Του λες, «θυμάσαι τi έλεγε ο εκλεκτός της καρδιάς σου πριν ένα χρόνο» και του το δείχνεις. Του αποκαλύπτεις το ψέμα και το αυτί του δεν ιδρώνει. Του λες «Σε γέλασε, σε απάτησε» και η απάντηση, σταθερή «Έτσι είναι η πολιτική».
Το να συγκρουστούμε κάποια στιγμή με το παρελθόν μας, είναι μια επώδυνη διαδικασία. Όταν έρθει η στιγμή να παραδεχτούμε λάθη, οι λέξεις βγαίνουν δύσκολα, βασανιστικά θα έλεγα. Πάντα στο τέλος υπάρχει μια μικρή δικαιολογία για να αμβλύνει τις εντυπώσεις. Σε καμία περίπτωση βέβαια, η εξομολόγηση δεν διαγράφει τις πράξεις μας, που αδίκησαν, που πόνεσαν που προκάλεσαν ζημιά στους γύρω μας, αλλά και στον ίδιο μας τον εαυτό.
Δεν γράφω τίποτα καινούργιο προσπαθώ ξεκινώντας από τα αυτονόητα, να καταλάβω, τι είναι εκείνο που δίνει ασυλία στους πολιτικούς που μας κυβερνούν, να λειτουργούν με τόση αναξιοπιστία απέναντι στο Λαό, χωρίς να νοιώθει ποτέ κανείς την ανάγκη, να απολογηθεί για εκείνα που μας έλεγε χθες και για τα αλλά που μας λέει σήμερα.
Βεβαίως και δεν ανακάλυψα την Αμερική, όμως απορώ πως αυτή η παρωδία αντέχει στο χρόνο, όταν είναι πρόδηλο και στον πιο ανυποψίαστο ψηφοφόρο, ότι δεν μπορεί αυτός που μέχρι χθες έλεγε όλα αυτά, ο ίδιος χωρίς να κοκκινίζει με την άνεση που του δίνει η σιωπηρή αποδοχή, να λέει σήμερα ακριβώς τα αντίθετα.
Οι πολιτικοί που μας κυβερνούν λειτουργούν λες και έχουν πάρει απαλλαγή από την ιστορία. Κινδυνεύουμε να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχει παρελθόν, γινόμαστε συνένοχοι σε μια διαδικασία που νομιμοποιεί τη λήθη για ότι εγκληματικό έχει διαπραχθεί. Ότι συνέβη χθες σβήνεται με τη γομολάστιχα του σήμερα και το σήμερα με του αύριο.
Και θα συνεχιστεί όσο η απάντηση απέναντι σε αυτή την διαρκή απάτη είναι « Έτσι είναι η πολιτική»

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...