Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

Τι καιροί

Δεν ζητάμε τον ουρανό με τ’ άστρα απ’ αυτή τη ζωή. Απλά πράγματα ευχόμαστε να ζήσουμε. Την ελευθερία, την ειρήνη και μια ανθρώπινη ζωή. Δυστυχώς λύσαμε τα δύσκολα και κολλήσαμε στα απλά. Τώρα θα μου πείτε, τα δύσκολα τα λύσανε άνθρωποι προσηλωμένοι στην επιστήμη τους και στην κοινωνία, τα απλά τα ανέλαβαν εργολαβικά οι πολιτικοί, κάνοντας κύκλους, γύρω από τον εαυτό τους και το μικρόκοσμό τους.


Η επιμονή ορισμένων από εμάς στην νοσταλγία, για κείνο που χάθηκε, όπως γράφει και ο Ευγένιος Αρανίτσης στα «παράδοξα», “κάνει την ορφάνια πιο μεγαλοπρεπή.”
Θα συνεχίσουμε στην «ουτοπία» κόντρα στο σημερινό αυτονόητο. Κόντρα στην πολιτική, που απορροφήθηκε από το lifestyle. Μπορεί η τηλεόραση να νίκησε τον άνθρωπο, την παραδοσιακή σχέση όμως, με την ανάμνηση της διαμαρτυρίας, εμείς θα την κρατήσουμε.
Λες και έχουν συνωμοτήσει οι ουρανοί σήμερα και κρατούν μια εύθραυστη ισορροπία που καθηλώνει την καταιγίδα σε επίπεδα ασφαλείας. Είναι από τις μέρες, που δε γράφεις για κανέναν και όμως υπάρχει η βεβαιότητα ότι μέσα απ’ αυτές τις μπερδεμένες λέξεις, κάποιοι θα νοιώσουν το δικό τους αίμα να τις διαπερνά. Είναι από τις μέρες, που ενώ γράφεις στον ενικό, απευθύνεσαι στον πληθυντικό.
Αδιαχείριστες καταστάσεις ψυχής οι αποψινές. Έχει δρόμο μέχρι το μεγάλο θυμό και ο χρόνος ο απαραίτητος, που ξέρεις, μπορεί να μας ξεφουσκώσει τα λάστιχα και να βρεθούμε κάπου στο πουθενά, με ένα παράπονο. Ανελέητο. Και αυτό να μείνει όπως τόσα, που έγιναν λήθη. Ύστερα να μετράμε ζωές που ζήσαμε , μέσα από τις ζωές των άλλων.
Η ευαίσθητη κυρία, που δίνει με λίγες λέξεις ενδιάμεσα το λόγο στο επόμενο τραγούδι, συνεχίζει:
«Οι μικρές σιωπές της κάθε μέρας σκεπάζουν με σκόνη τα αισθήματα. Τα αγάλματα της επιθυμίας θρυμματίζονται αχάιδευτα κάθε στιγμή που κοντά σου δεν. Το σπίτι γεμίζει καπνούς, δεν είναι τα τσιγάρα, δεν είναι οι ζωές μας, τι καίγεται λοιπόν τόσα χρόνια κι ακόμα είναι άκαυτο; Μη μου ζητήσεις χρόνο, δεν έχω. Μη μου ζητήσεις εξηγήσεις… έχω».
Όλες οι απαντήσεις μου, στιγμές ήταν, που ο χρόνος δεν κατάφερε να τις ορίσει. Απέραντες στιγμές. Διαρκείας. Απόψε μοιάζουν να χορεύουν ένα ταγκό σαν εκείνο στο Παρίσι…
Η αναμονή σκοτώνει και δεν ξέρω τελικά αν αξίζει τον κόπο. Πόσο να περιμένει πια κανείς; Πόσες ζωές του έχουν τάξει άγνωστοι θεοί για να θυσιάσει αυτή τη σίγουρη τη μία;

Τα “θέλω” από παράκληση έγιναν απαίτηση

Παλαιό Φθινοπωρινό Παρασκευής σαν σήμερα. Δρόσισε, γιατί τελικά όλα στο μυαλό μας είναι, αν θέλουμε να ζήσουμε στη ζέστη και στην υγρασία, θα το κατορθώσουμε και ας φυσάει έξω ο βοριάς…

Τι πάει να πει παράπονο, μόνο με τον εαυτό μας κολλάει αυτή η λέξη, παράπονο που δεν αφήσαμε την αύρα να μας διαπεράσει και έμεινε η υγρασία να μας οδηγήσει στη μιζέρια. Παράπονο που δεν τινάξαμε με δύναμη το κεφάλι μας και αφήσαμε όλα αυτά τα ενοχλητικά έπεα πτερόεντα να μας ζαλίσουν τον έρωτα.


Ετοίμασα το σπίτι κατάλληλα για να με δεχτεί μόνον. Το φώτισα με κάθε είδους πολύχρωμα κεριά. Ένα στρογγυλό ασημί κομμάτι φωτός, από τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου, ξεχώριζε στο κέντρο της θάλασσας απέναντι, κάποιοι θα μπορούσαν να το εκλάβουν σαν σημάδι και να έδιναν τη δική τους μεταφυσική εξήγηση. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια συγκυρία φυσικών φαινομένων .
Μόνος στο σπίτι. Έχω την εντύπωση, ότι έζησα ανάποδα. Νομίζω ότι ξεκινάω τη ζωή μου από το τέλος. Νοιώθω λίγο - λίγο κάθε τέτοια ώρα, να αυτοκτονώ και να πενθώ τον παραλίγο θάνατό μου.
Υπό το φως των κεριών, που αναδεικνύεται σιγά - σιγά, ύστερα από το βασίλεμα του ήλιου, σου γράφω εσένα φίλε μου, που έφυγες πριν 40 χρόνια.
“Ξέρεις μεγαλώσαμε . Νοιώθω τη ζωή να μου ξεφεύγει από τα χέρια. ένα τρενάκι που τρέχει στο κάμπο χωρίς μηχανοδηγό. Κοιμάσαι χειμώνα και όταν ξυπνάς έχουμε Άνοιξη . Οι άνθρωποι δεν κάνει να σκέφτονται. Ούτε που ονειρεύεται κανείς σήμερα, είναι λέει χάσιμο χρόνου. Ακόμα και ο έρωτας στα χρέη τους μπαίνει. Στις μέρες μας τα έντονα συναισθήματα έχουν αντικατασταθεί από την γκριμάτσα της “Κολυνος”. Η επανάσταση δεν είναι πια των ανθρώπων αλλά των μηχανών. Το τηλέφωνο απαντά με την φωνή σου και συ ακούς τους άλλους από τον καμπινέ. Αλλάζεις το κλαρίνο με βιολί και κάνεις βιόλα την κιθάρα. Τώρα φίλε μου τον πόλεμο τον βλέπουμε μέσα από τη τηλεόραση και κάθε βράδυ στο σαλόνι γίνονται φόνοι, μοιχείες, καλλιστεία τσακωμοί. Ζωή χαρισάμενη, όπως χαλασμένη, μέσα και έξω. Ποιος έκλεψε το χαμένο χρόνο μας φίλε;”
Δρόσισε στο μυαλό μου και τα “θέλω” από παράκληση έγιναν απαίτηση. Θέλω μια αγάπη να μην σβήνει ποτέ να είναι ανεξίτηλο το χρώμα της. Θέλω μια αγάπη να με αντέχει. Και να την αντέχω βεβαίως αφού όλη αυτή η ανταλλαγή είναι από τις σκληρότερες στον κόσμο του εμπορίου των αισθημάτων.
Η ευτυχία δεν θα μας βρει ξαπλωμένους κάτω από ένα ίσκιο. Η ευτυχία θα μας βρει σε μια στροφή της ανηφόρας.

Έτσι που λες φίλε

Δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Μας είχαν υποδουλώσει χρόνια πριν, με δολώματα μας οδήγησαν στη μεγάλη φάκα και ύστερα μας έκαναν πειραματόζωα.

Κάθε μέρα και ισχυρότερη δόση δηλητηρίου, μέχρι τελικής πτώσεως για να δούνε πόσο θα αντέξουν τα ποντικάκια.




Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ήττα. Ηττηθήκαμε κατά κράτος. Ούτε «αέρα» δεν ψελλίσαμε. Ούτε μια τουφεκιά , για την τιμή των όπλων.
Δεν είναι η απαισιοδοξία που με οδηγεί σ’ αυτήν τη διαπίστωση, είναι η πραγματικότητα που τη βιώνουμε αισιόδοξα .Τα χρόνια της ευδαιμονίας δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι μαζί με την οικονομική κρίση θα είχαμε και την κατοχή, έτσι η ευχή αυτών, που έζησαν την προηγούμενη κατοχή «Μια κατοχή θα μας σώσει», δεν ευοδώθηκε, μπορεί, κατ’
ανάγκη να μας έκοψε σε ένα βαθμό τις καταναλωτικές συνήθειες, σίγουρα όμως δεν πρόκειται να μας σώσει.
Το έλεγαν και δεν το πίστευαν οι παλαιότεροι, αντιδρώντας στην καταναλωτική μανία, που άρχισε να εκδηλώνεται τα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής Ελλάδος.

Παραφουσκώσαμε αέρα, τόσο, που το μπουμ ήταν αναπόφευκτο.
Την εικονική πραγματικότητα, της τηλεόρασης φροντίσαμε να την μεταφέρουμε και στην ζωή μας.
Διάβασα πρόσφατα όπου ένας παραγωγός, χρειάζεται 300 κιλά πορτοκάλια για ένα χυμό πορτοκάλι, που στοιχίζει 4,5 ευρώ!
Το ξεφτιλίσαμε, το μεσοδιάστημα από το πορτοκάλι στο ποτήρι, ο αέρας δηλαδή ο κοπανιστός, καθορίζει τη ζωή μας και εγγυάται την καταστροφή μας.
Τώρα που τα κανόνια σκάνε και ο πόλεμος γενικεύεται, καιρός να αναδιπλωθούμε, να συμμαζευτούμε, να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα, στις πραγματικές αξίες και τιμές.
Απορεί κανείς γι’ αυτήν την ομαδική τρέλα, φονιάδες των επόμενων γενεών για ένα καινούργιο μοντέλο κινητού τηλεφώνου, για λίγα λεπτά δωρεάν ομιλίας, για αυτοκίνητα τανκς, που παρελαύνουν στην Σπιανάδα εν καιρώ ειρήνης. Πετάμε λένε οι μετρήσεις, τόση ποσότητα τροφίμων, όση χρειαζόμαστε για να φάμε, για την ασφάλεια μας, να μην μας λείψει τίποτα.
Για τα παιδιά της Αφρικής που τα θερίζει η πείνα και οι αρρώστιες, θα τα θυμηθούμε τις γιορτές όπως ορίζει το έθιμο, όχι για να τα βοηθήσουμε, αλλά για να απενεργοποιήσουμε τις τύψεις μας.
Μπορεί η κρίση να αποτελεί τρύπα του συστήματος, με ευθύνη των ισχυρών, δεν παύει όμως να υπάρχει συλλογική και ατομική ευθύνη.

Φθινόπωρο, δεν υπάρχει αμφιβολία

Τις περισσότερες φορές παίρνουμε τοις μετρητοίς τις λέξεις, χωρίς να λογαριάζουμε τις σιωπές. Εδώ που φτάσαμε δεν ξέρω τι να πω. Ξεχάσαμε να περπατάμε. Τα «δύο βήματα μπρος και ένα πίσω», ακούγεται δογματικό γι’ αυτό πήγαμε πίσω ολοταχώς.


Υπάρχουν κάποια κείμενα που αποτελούν τα δικά μας ευαγγέλια. Και σαν ευαγγέλια τα διαβάζουμε και τα ξαναδιαβάζουμε με αφορμές που μας δίνει ο χρόνος. Φθινόπωρο, δεν υπάρχει αμφιβολία.
Μπορεί κάποια πράγματα να αλλάζουν, οι εποχές όμως, είναι πιστές στο ραντεβού τους. Ένα κείμενο αισιόδοξο, γεμάτο μελαγχολία, του δικού μου φθινοπώρου.

Να φορέσουμε τη φθινοπωρινή στολή και να βγάλουμε τη γλώσσα έξω κοροϊδευτικά στα γκρίζα σύννεφα, πριν προφθάσουν να μας σκεπάσουν. Στόχος είναι να πιάσουμε τη θέση της μελαγχολίας, βάζοντας εκεί που ετοιμάζεται να στρογγυλοκαθίσει, μια ψεύτικη που μόνο εμείς θα ξέρουμε.
Κυριακή απόγευμα Βρέχει, βρέχει συνεχώς. Νάτες πάλι οι Κυριακές μετά το μεσημέρι, ώρες - λαιμητόμοι. Νάτες πάλι οι Κυριακές και πριν και τώρα ίδιες σκληρές και αδυσώπητες. «Κυριακή απόγευμα. Ο ουρανός είναι βαθύγκριζος και σε μεριές – μεριές έχει κόκκινες θαμπάδες. Ο χρόνος σε μια απεριόριστη διαδρομή γεμάτος αγωνία. Δεν είχα τύψεις, γυρνούσα πίσω αναζητώντας σταθερές. Μ’ αυτά και μ’ αυτά άντεχα... Όταν δεν φαίνεται διέξοδος, ο πόνος φώτιζε σαν βεγγαλικό. Γράφω για να ξορκίσω το κακό. Ο υπαρξιακός προβληματισμός σε συνέχεια, βάλθηκα μέσα από μια στήλη να στοιχειώσω την εικόνα μου. Γράφω την πάσα αλήθεια σαν ψέμα. Κανείς δεν με πιστεύει.
Πολύ θα ήθελα να είχα την απαραίτητη ανθεκτικότητα και να ξανάρχιζα. Έχω μπει σε ένα ρόλο και χρησιμοποιώ όλη μου την ενέργεια για να σκοτώσω τον καιρό μου. Υπαινίσσομαι την απογοήτευση μου, μέσα σε κοινές φράσεις, «δεν γίνεται τίποτα» η «τώρα είναι αργά». Μια αόριστη επιπόλαιη δυσαρέσκεια, που μου κρατά συντροφιά στις επιτόπιες διαδρομές μου.
Kάτι τέτοιες ώρες καταλαβαίνω γιατί ορισμένοι άνθρωποι προτιμούν την τρέλα, είναι ο μόνος τρόπος να κρατήσεις τη εικόνα σου, το μαγικό κουτί να ξαναβρείς τον χαμένο σου καιρό

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...