Μάζεψα όλα τα σχόλια
επώνυμα και ανώνυμα. Σε ένα μελλοντικό σεμινάριο
ορθής χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, θα μπορούσαν να αποτελέσουν παραδείγματα, θετικά ή αρνητικά, για τους χρήστες.
Σε παλαιότερο κείμενο
το είχα επισημάνει, ένα υπερόπλο, όπως το διαδίκτυο, χρειάζεται εκπαίδευση για
να χρησιμοποιηθεί σωστά, σήμερα βρίσκεται
στα χέρια του κάθε άσχετου, που πυροβολεί στα τυφλά…
…Ζαλίστηκα. Ανέξοδες ηλεκτρονικές μαλακίες,
στον μαγικό κόσμο του διαδικτύου, μας αδειάζουν το κεφάλι. Όπως και να το
κάνουμε κάποτε υπήρχε ένα κόστος, που μας ανάγκαζε να επιλέγουμε με
ιδιαίτερη προσοχή, αυτά που θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Ήταν ακριβό το
χαρτί και το μελάνι. Στην εικόνα τα πράγματα, ακόμα πιο σοβαρά. Μπορεί να έχει εξαλειφθεί ο
κίνδυνος να καεί το φιλμ, η υπερέκθεση όμως… εκθέτει πολλούς
επίδοξους επιδειξίες. Όχι δεν έχω τίποτα με την τεχνολογία,
απεναντίας, η κακή χρήση με βρίσκει απέναντι.
Το εισαγωγικό ανάλογο της
διάθεσης, μιας μέρας που ξεκίνησε με βροχή, έβγαλε ήλιο
και συνεχίζει με βροχή. Μιας εποχής, που είναι και δεν είναι. Και
πώς να μην αλλάξουν οι εποχές, εδώ άλλαξαν οι άνθρωποι. Έτσι όπως τα
περιγράφει με την απόλυτη ειλικρίνεια των πρώτων πρωινών ωρών, η
φίλη του ραδιοφώνου…
«Ποιος μας χρειάζεται σ’ αυτόν τον κόσμο, ποιος θέλει δίπλα του, κοντά του ανθρώπους με ίσκιο και δροσιά; Όλα είναι μιας χρήσεως, και τα αισθήματα. Πληκτρολογείς το ΡΙΝ και μια εικονική πραγματικότητα σε απαλλάσσει από τον κόπο του σχετίζεσαι. Γίναμε παλιοσειρές, άλλη εποχή μας ανέθρεψε αυτή μας φτύνει, μας διαψεύδει, μας εκτροχιάζει, Τι κι αν σκαλίζουμε την πέτρα; Το τελικό άγαλμα θα είναι από πλαστικό και θα φλέγεται φωτίζοντας τους νέους γκρεμούς των τοπίων που αγαπήσαμε. Επί της ουσίας δεν είμαστε καν παρόντες μια ανάμνηση είμαστε. Και μια ρωγμή. Στον καθρέπτη του χρόνου»
«Ποιος μας χρειάζεται σ’ αυτόν τον κόσμο, ποιος θέλει δίπλα του, κοντά του ανθρώπους με ίσκιο και δροσιά; Όλα είναι μιας χρήσεως, και τα αισθήματα. Πληκτρολογείς το ΡΙΝ και μια εικονική πραγματικότητα σε απαλλάσσει από τον κόπο του σχετίζεσαι. Γίναμε παλιοσειρές, άλλη εποχή μας ανέθρεψε αυτή μας φτύνει, μας διαψεύδει, μας εκτροχιάζει, Τι κι αν σκαλίζουμε την πέτρα; Το τελικό άγαλμα θα είναι από πλαστικό και θα φλέγεται φωτίζοντας τους νέους γκρεμούς των τοπίων που αγαπήσαμε. Επί της ουσίας δεν είμαστε καν παρόντες μια ανάμνηση είμαστε. Και μια ρωγμή. Στον καθρέπτη του χρόνου»
Μεγάλη εβδομάδα η επόμενη, θα μπορούσε
να γίνει η συνήθης αναφορά, όμως οι παραμονές, οι εορτές, τα έθιμα, πολλές
φορές υπολείπονται των γεγονότων. Η εβδομάδα των παθών συνδυαστικά με τα πάθη
ενός Λαού αποκτάει ιδιαίτερο συγκινησιακό χαρακτήρα. Γίνεται το απόλυτο σκηνικό
ενός ατελείωτου Γολγοθά, με χιλιάδες σταυρούς κρυμμένους πίσω από τα κλειστά
παράθυρα της Ελλάδας, των Ελλήνων Χριστιανών….
Εβδομάδα των παθών, όπως και οι προηγούμενες εβδομάδες,
για τους ταπεινούς και καταφρονημένους. Στα ήδη γνωστά προβλήματα, αυτές οι
μέρες προσθέτουν και το συναισθηματικό βάρος. Το βάρος όχι βέβαια από τα πάθη
του Χριστού, αλλά από την ανάγκη που φτάνει στα όρια της ντροπής.
Για την πόλη είχα ξεκινήσει να γράψω και για την συμμαχία της με την Άνοιξη, που τις καλύπτει τις πληγές. Για την πόλη που είναι ο χρόνος που μου έκλεψαν και για τον χρόνο που είναι η πόλη που κτίζω μέσα μου.
Για την πόλη είχα ξεκινήσει να γράψω και για την συμμαχία της με την Άνοιξη, που τις καλύπτει τις πληγές. Για την πόλη που είναι ο χρόνος που μου έκλεψαν και για τον χρόνο που είναι η πόλη που κτίζω μέσα μου.
Και να θέλω δε
μπορώ. Δε μπορώ να κλείσω σε κουτιά τη ζωή μου, να βάλω ταμπελίτσες, να την
τακτοποιήσω όπως αρμόζει… Δε μπορώ να κλειδώσω τα αισθήματα να μην τα δει ο
ήλιος. Σχεδόν πάντα μου ξεφεύγουν, συναντιούνται στους δρόμους με «Γολγοθάδες»,
Σταυρούς του μαρτυρίου, Επιτάφιους και Αναστάσεις και επιστρέφουν πιο έντονα,
αποκτούν μια άλλη διάσταση. Μπερδεύονται τα προσωπικά με τα κοινωνικά, η χαρά
με την θλίψη και με γεμίζουν ερωτηματικά: «Πού να γείρω απόψε; Στην προδοσία
της Τετάρτης ή στον σταυρό της Πέμπτης; Πού να κατευθύνω τα δάκρυά μου; Στη
μοίρα του προδότη ή στο θάνατο του προφήτη; Πού να επικεντρώσω τη θλίψη μου;»
Αυτά παθαίνουμε Κυρία μου εμείς του 60 οι εκδρομείς. «Ιησούν ή Βαραββά; Τον
Ιούδα ή τον Πέτρο; Ο ένας πήρε χρήμα και αυτοκτόνησε ο άλλος μετανόησε και
αγίασε. Θα την βγάλουμε κι αυτή την ανηφόρα. Και λοιπόν; Τι έχει για μετά; Δεν
είναι κάθε βουνό Γολγοθάς, ούτε κάθε ξύλο σταυρός. Είναι όμως κάτι λεπτομέρειες
τόοοοσο μικρές, τόσο ανεπαίσθητες που σου λογχίζουν το σώμα ακαριαία. Αυτή η τόσο
σιγανή φωνή ας πούμε στο τηλέφωνο, ήταν έγνοια ή προδοσία; Ο Ιούδας είναι ρόλος
γι αυτό και πήρε τόσα πολλά ονόματα προϊόντος του χρόνου. Η προδοσία όμως είναι
έργο, είναι πράξη. Δεν αλλάζει όνομα υφή και πικρή γεύση. Και είναι στην
καθημερινότητα μας η πιο συχνή συνήθως επικάλυψη των πάσης φύσεως σχέσεων».