Είναι μαρτύριο να γράφω κάθε μέρα, αυτά που έχω στο μυαλό μου. Επηρεάζομαι. Ξύνω πληγές, και διχασμούς με τον ίδιο μου τον εαυτό. Είμαι με τις βαλίτσες στο χέρι περιμένοντας την στιγμή που θα εξοστρακιστώ απ’ αυτή την βαρετή κυκλική πορεία, αλλά το τρένο δεν φαίνεται πουθενά. Στην ομαλή πορεία για άλλη μια μέρα. Πόσους γύρους θα κάνω βρε αδελφέ;
Η εποχή μας θέλει καθιστούς και ακίνητους, μπροστά στην τηλεόραση μας θέλει αραχνιασμένους και κλινικά νεκρούς να δουλεύουμε να πληρώνουμε να ψηφίζουμε. Μας θέλει με τις λιγότερο δυνατόν κινήσεις. Νίκη και ήττα, ένα βήμα απόσταση, αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι εμείς δεν θα περπατήσουμε. Αυτό το σκέφτονται όποιοι βαριούνται ή είναι κουρασμένοι. Εμείς πάντα την νίκη θα σκεφτόμαστε.
Να σηκωθούμε επιτέλους όρθιοι να περπατήσουμε, αυτό από μόνο του σήμερα αποτελεί πράξη αντίστασης, μπορεί βέβαια να μην είναι κατά της αρχής, σίγουρα όμως είναι κατά του τέλους μας.
Είναι μαρτύριο να γράφω κάθε μέρα αυτό που δεν μπορώ να κάνω. Είναι μαρτύριο να περιμένω το τραίνο να φανεί για να με ταξιδέψει. Είναι μαρτύριο να ονειρεύομαι τις διαδρομές ανάμεσα από μεγάλες κοιλάδες και να επιστρέφω με σιδερόμπαλα στο πόδι στις ίδιες βαρετές διαδρομές της καθημερινότητας
Ούτε νουθεσίες, ούτε υποδείξεις. Δεν είναι στις προθέσεις μου. Καμία σκοπιμότητα. Μια καθημερινή ανάγκη, έκφραση προσωπικών ανησυχιών και συμβολή, μικρότερη ίσως από ένα μικρό λιθαράκι, στη συλλογική προσπάθεια και στην ιστορία.
Γιατί ίσως μονάχα έτσι ν’ αντιπαλεύετε το χάος, ο χρόνος που καίτοι αθώος, μας θανατώνει απ’ τις δικές μας υποψίες. Διότι εμείς ούτε αθώοι είμαστε, ούτε ερήμην μας κυλά τελικά η ζωή. Υπάρχει κι έχει το χρώμα, το ήθος, την ιδεολογία που εμείς της δίνουμε. Έχει ακόμα κι εκείνη τη γενναία πίστη που διαθέτει τη σπάνια δύναμη να νικά τις ενοχές και το μάταιο. Η γραφή είναι τελικά το μοναδικό ενσταντανέ του χρόνου. Αναλαμβάνει να περάσει στην αθανασία αίσθημα, δικαιοσύνη και μνήμη. Μέχρι που όλα να παραδοθούν στην συμπαντική λήθη. Είναι η προσπάθεια που μέτρησε όμως. Κι αυτές οι λιγοστές εξηγήσεις που δόθηκαν ή δεν δόθηκαν. Που γράφτηκαν όμως σε ένα λευκό χαρτί για να νικήσουν τον τρόμο. Έτσι παραμένουμε αξιοπρεπείς. Στο μέτρο του δυνατού γενναίοι. Με την αλήθεια μας κι εκείνη την ύστατη προσπάθεια να νικηθούν οι ενοχές.
Τη σχέση έχουν όλα τα παραπάνω με το ΠΑΣΟΚ; Απόλυτη. Είναι η απάντηση που φανερώνει το κίνητρο, που δεν είναι τίποτε άλλο, όμως αναφέρω στην αρχή, από μια καθημερινή ανάγκη, έκφραση προσωπικών ανησυχιών.
Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011
Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011
Το ΠΑΣΟΚ με έχει κλέψει
«Αφού δεν είσαι ΠΑΣΟΚ γιατί τόσο ενδιαφέρον;» Αρκετά τα μηνύματα των αναγνωστών. Είναι δικαιολογημένο να με απασχολεί αγαπητοί άγνωστες, ένα κόμμα που αισθάνομαι να με έχει κλέψει. Και με έκλεψε σε μια εποχή που έκανα όνειρα. Τα όνειρα μου έκλεψε και την τιμή της πολιτικής, που την είχα σε υπόληψη.
Έχω υποστηρίξει και παλαιότερα ότι το ΠΑΣΟΚ, αποτελεί τον πιο ενδιαφέροντα πολιτικό χώρο, ένα κόμμα που κατόρθωσε στην αρχή με συνθήματα και στη συνεχεία με την εξουσία που διαχειρίζεται μέχρι σήμερα, να εγκλωβίσει δυνάμεις από την δεξιά μέχρι και την αριστερά.
Όσο η λέξη «σοσιαλιστικό» θα επιβεβαιώνει την απατή, μιας κοινωνίας που πίστεψε, εγώ θα γράφω για το ΠΑΣΟΚ με το δικαίωμα που έχει ο κάθε προδομένος πολίτης, αυτής της χώρας, που έζησε και ζει ένα καθεστώς. Αλλά και γι’ αυτούς που βρίσκονται στις τάξεις του και αποφεύγουν να κοιταχτούν στον καθρέπτη. Το κίνημα τους που δεν έγινε ποτέ κόμμα, έκανε τις συγκρούσεις συναλλαγές, στρογγυλοποίησε τις γωνίες και αγίασε τα μέσα με τον σκοπό, που δεν ήταν άλλος από την εξουσία.
Μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι και με ανακυκλώσιμα υλικά μπορεί να φτιάχνουν εξ αρχής καινούργια προϊόντα, αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί στο ΠΑΣΟΚ, που αποτελείτε από υλικά, εχθρικά προς το περιβάλλον, δεν καίγονται δεν λειώνουν δεν αποσυνθέτονται, έχουν όλες τις προϋποθέσεις να βρικολακιάσουν και να ταλαιπωρούν το πολιτικό σύστημα και τον Λαό για πολλά χρόνια ακόμα.
Αγαπητοί συνένοχοι αναγνώστες, τα παιδικά μου χρόνια ευθύνονται τελικά γι’ αυτό όψιμο ενδιαφέρον, εκείνα τα περιβόητα παιδικά χρόνια που βάζουν στα ποδιά μας αλυσίδες καταδίκου και στους ώμους μας φτερά δαίμονα.
Και μην μου φέρεται πάλι το δεξιό μπαμπούλα για να κάνουμε συγκρίσεις. Αυτό το παραμύθι όταν το λέει ο λύκος, εκείνος, της κοκκινοσκουφίτσας, δεν μας συγκινεί πλέον
Έχω υποστηρίξει και παλαιότερα ότι το ΠΑΣΟΚ, αποτελεί τον πιο ενδιαφέροντα πολιτικό χώρο, ένα κόμμα που κατόρθωσε στην αρχή με συνθήματα και στη συνεχεία με την εξουσία που διαχειρίζεται μέχρι σήμερα, να εγκλωβίσει δυνάμεις από την δεξιά μέχρι και την αριστερά.
Όσο η λέξη «σοσιαλιστικό» θα επιβεβαιώνει την απατή, μιας κοινωνίας που πίστεψε, εγώ θα γράφω για το ΠΑΣΟΚ με το δικαίωμα που έχει ο κάθε προδομένος πολίτης, αυτής της χώρας, που έζησε και ζει ένα καθεστώς. Αλλά και γι’ αυτούς που βρίσκονται στις τάξεις του και αποφεύγουν να κοιταχτούν στον καθρέπτη. Το κίνημα τους που δεν έγινε ποτέ κόμμα, έκανε τις συγκρούσεις συναλλαγές, στρογγυλοποίησε τις γωνίες και αγίασε τα μέσα με τον σκοπό, που δεν ήταν άλλος από την εξουσία.
Μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι και με ανακυκλώσιμα υλικά μπορεί να φτιάχνουν εξ αρχής καινούργια προϊόντα, αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί στο ΠΑΣΟΚ, που αποτελείτε από υλικά, εχθρικά προς το περιβάλλον, δεν καίγονται δεν λειώνουν δεν αποσυνθέτονται, έχουν όλες τις προϋποθέσεις να βρικολακιάσουν και να ταλαιπωρούν το πολιτικό σύστημα και τον Λαό για πολλά χρόνια ακόμα.
Αγαπητοί συνένοχοι αναγνώστες, τα παιδικά μου χρόνια ευθύνονται τελικά γι’ αυτό όψιμο ενδιαφέρον, εκείνα τα περιβόητα παιδικά χρόνια που βάζουν στα ποδιά μας αλυσίδες καταδίκου και στους ώμους μας φτερά δαίμονα.
Και μην μου φέρεται πάλι το δεξιό μπαμπούλα για να κάνουμε συγκρίσεις. Αυτό το παραμύθι όταν το λέει ο λύκος, εκείνος, της κοκκινοσκουφίτσας, δεν μας συγκινεί πλέον
Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011
Θέλω να ξεχνάω
«Συνειδητοποιώ πως αυτήν την εποχή εκείνα που με βοηθάνε να συνεχίζω είναι αυτά που ξεχνάω», γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου, - εξαιρετική γραφή - όχι τα άλλα. Οι ευτυχισμένες στιγμές, οι εύκολες νίκες, τα γκολ από θέση οφσάιντ που δεν μου ακύρωσαν. Δεν θέλω να θυμάμαι αν κάποτε ζούσα καλύτερα. Τι σημαίνει καλύτερα; Το μόνο μέτρο σύγκρισής μου είναι το παρόν και η μόνη ιστορία μου το μέλλον. Τα υπόλοιπα –αναφορές, καταγωγές, βιώματα- έτσι κι αλλιώς κάπου υπάρχουν, τι νόημα έχει να κάνω καταμέτρηση και να βάλω τάξη στην αποθήκη;»
Να έρθουμε στα δικά μας. Τι αμαρτίες πληρώνουμε σ’ αυτό τον ιστορικό τόπο που ζούμε. Έχω την εντύπωση ότι η πιο αγαπημένη λέξη των ελλήνων είναι η Ιστορία, πιθανόν και η περισσότερο χρησιμοποιημένη. Ακουμπάμε στην ιστορία μας και δεν διστάζουμε να την κολλάμε μπροστά από κάθε γεγονός, για να του προσθέτουμε βαρύτητα.
«Ιστορικό χωριό», «ιστορική συμφωνία», «ιστορικό σωματείο», «ιστορικό καφενείο», «ιστορική στιγμή», «ιστορική νίκη, «Ιστορική ήττα», «ιστορία μου αμαρτία μου».
Βαρυφορτωμένο ιστορία είναι και το τελευταίο λιθαράκι στο τόπο μας.
Περνούν τα χρόνια και αφήνουν τα σημάδι τους, το ένα σημάδι σβήνει το άλλο και η μνήμη είναι ώρες που εξαντλεί τα όρια της. Παρόλα αυτά επιμένουμε να φορτώνουμε το παρόν με ένα βάρος, που πολύ αμφιβάλω αν μας ανήκει.
Διαφημίζουμε την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου μας, όχι για να δείξουμε την καταγωγή μας, αλλά γι να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε άξιοι να προβάλουμε τον δικό μας πολιτισμό.
Η Ελλάδα είναι ιστορική χώρα, άρα και η περιφρόνηση των νόμων και ο λαϊκισμός και το ρουσφέτι, και η αρπαχτή και αυτά «ιστορικά» είναι.
Αυτά δυστυχώς θα αφήσουμε, κληρονομιά στις γενιές που έρχονται. Τα ιστορικά ρουσφέτια, τις ιστορικές αρπαχτές , την ιστορική διαπλοκή, τη ιστορική κομπίνα, τον ιστορικό λαϊκισμό τον ιστορικό εκσυγχρονισμό. Και τόσα άλλα τρανά ιστορικά παραδείγματα προς αποφυγήν
.
.
Να έρθουμε στα δικά μας. Τι αμαρτίες πληρώνουμε σ’ αυτό τον ιστορικό τόπο που ζούμε. Έχω την εντύπωση ότι η πιο αγαπημένη λέξη των ελλήνων είναι η Ιστορία, πιθανόν και η περισσότερο χρησιμοποιημένη. Ακουμπάμε στην ιστορία μας και δεν διστάζουμε να την κολλάμε μπροστά από κάθε γεγονός, για να του προσθέτουμε βαρύτητα.
«Ιστορικό χωριό», «ιστορική συμφωνία», «ιστορικό σωματείο», «ιστορικό καφενείο», «ιστορική στιγμή», «ιστορική νίκη, «Ιστορική ήττα», «ιστορία μου αμαρτία μου».
Βαρυφορτωμένο ιστορία είναι και το τελευταίο λιθαράκι στο τόπο μας.
Περνούν τα χρόνια και αφήνουν τα σημάδι τους, το ένα σημάδι σβήνει το άλλο και η μνήμη είναι ώρες που εξαντλεί τα όρια της. Παρόλα αυτά επιμένουμε να φορτώνουμε το παρόν με ένα βάρος, που πολύ αμφιβάλω αν μας ανήκει.
Διαφημίζουμε την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου μας, όχι για να δείξουμε την καταγωγή μας, αλλά γι να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε άξιοι να προβάλουμε τον δικό μας πολιτισμό.
Η Ελλάδα είναι ιστορική χώρα, άρα και η περιφρόνηση των νόμων και ο λαϊκισμός και το ρουσφέτι, και η αρπαχτή και αυτά «ιστορικά» είναι.
Αυτά δυστυχώς θα αφήσουμε, κληρονομιά στις γενιές που έρχονται. Τα ιστορικά ρουσφέτια, τις ιστορικές αρπαχτές , την ιστορική διαπλοκή, τη ιστορική κομπίνα, τον ιστορικό λαϊκισμό τον ιστορικό εκσυγχρονισμό. Και τόσα άλλα τρανά ιστορικά παραδείγματα προς αποφυγήν
.
.
Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011
Δεν μπορώ να ζήσω με τους μασκαράδες
Φτερό στο άνεμο η στήλη, διχασμένη ανάμεσα στο χρόνο, στον τόπο, στο παρελθόν, στο σήμερα και στο μέλλον. Οι «Μασκαράδες» που ασχολήθηκαν με το μικρόκοσμο μας, έσπασαν τα μηχανάκια της AGB , δεν μπορώ όμως να ζήσω με τους μασκαράδες, «Είναι» όπως γράφει και ο Οδυσσέας Ιωάννου, σαν να μου ζητάς να ζήσω μόνο με εφημερίδες, χωρίς λογοτεχνία, μόνο με το δελτίο ειδήσεων του Mega, δίχως τις ταινίες του Χάνεκε. Ε, μετά πήγαινε με και μια βόλτα εκεί που στειρώνουν τα σκυλιά».
Σήμερα επισκέφτηκα τον Σπύρο Αλαμάνο, για να δω την τελευταία του δουλειά. Με ταξίδεψε στον κόσμο του το Μέγα…
«Όταν με γέννησε η μάννα μου», μου είπε, «οι μοίρες είχαν μεθύσει με αψέντι και με ρούμι. Τους ξέφυγα. Γι’ αυτό στη ζωή μου, τη μοίρα μου, την έφτιαξα εγώ, μέσα σε μια πόλη γεμάτη στενά καντούνια, που μου έλεγαν συνέχεια την ιστορία τους. Οι δρόμοι μου έλεγαν την ιστορία τους, τα τοπία αλλάζουν όψη όταν τα κοιτάζω. Οι κούκλες στις βιτρίνες των νεωτερισμών γίνονται αγίες. Στις λιτανείες αντί να κοιτάζω τους αγίους βλέπω τα μάτια των ανθρώπων. Πολλά βράδια κατεβαίνω στη κόλαση, εκεί κάνουμε τσιμπούσι με όλους τους καταραμένους αυτού του κόσμου. Στον ουρανό βλέπω παιδιά. Τη ζωή μου την πέρασα μέσα σε εργαστήρια πειραμάτων. Η πόλη μας ήταν γεμάτη εργαστήρια πειραμάτων. Μια μέρα ζωγράφισα πως θάθελα να φύγω για το ταξίδι της ζωής μου, χωρίς σώμα, το σώμα μου έγινε σταυρός. Πολλές φορές μπαίνω μέσα στα σπίτια από τις καμινάδες και παρακολουθώ τι γίνεται μέσα στα εργαστήρια της ζωής των ανθρώπων.
Πολλές φορές της ημέρας βλέπω παιδιά να πετάνε στον ουρανό και ακούω ψαλμωδίες αγγέλων. Τη ψυχή μου κάθε βράδυ την κλείνω μέσα σε ένα γυάλινο δοχείο φυσικών πειραμάτων. Κάθε πρωί ο ήλιος το ίδιο κορδόνι βγαίνει από τα απέναντι βουνά. Το καμπαναριό στη θέση του κι εγώ να βλέπω τους ανθρώπους να περνούν μπροστά από το καφενείο και να προσεύχομαι για τη ζωή τους. Αχ αυτοί οι άνθρωποι λουλούδια φωσφορούχα στους δρόμους, προέρχονται ποιος ξέρει από ποιες γενιές, ζουν όμως μέσα στην άγνοια της ανυπαρξίας τους. Ζουν σήμερα σαν να μην ξέρουν ότι το σπέρμα τους είναι γέννημα πολλών γενεών. Ζουν σαν να έχουν έλθει από το πουθενά, κι όμως αν σκεφτούν είμαστε αντίγραφα βελτιωμένα άλλων αντιγράφων, χιλιάδες χρόνια πριν. Αχ αυτοί οι άνθρωποι φωσφορούχα λουλούδια μου γεμίζουν θαλπωρή τα φύλλα της καρδιάς μου, η αγάπη γι’ αυτούς έχει βάθος, μήκος χρόνους και πλάτος. Αχ αυτοί οι άνθρωποι…»
Καθηλωμένος στο εργαστήριο του, μάζεψε όλο τον κόσμο γύρω του, τον κόσμο του. Έκτισε τη ζωή σε σύμπλεγμα αγαλμάτων και τη σκέπασε, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μάνας.
Για την τελευταία του δημιουργία θα γράψουμε σε άλλο κείμενο, σήμερα να τον ευχαριστήσουμε, που μας έδωσε την ευκαιρία να ξεφύγουμε από το μικρόκοσμο μας κάνοντας μια βόλτα στις αθώες διαδρομές της ψυχής του.
Ο Σπύρος Αλαμάνος, το έχω ξαναγράψει είναι άνθρωπος θάλασσα. Υπάρχουν άνθρωποι - δρόμοι και άνθρωποι - θάλασσες. Τους πρώτους τους περπατάς. Οι δεύτεροι είναι για να ξαναβαφτίζεσαι αθώος…
Σήμερα επισκέφτηκα τον Σπύρο Αλαμάνο, για να δω την τελευταία του δουλειά. Με ταξίδεψε στον κόσμο του το Μέγα…
«Όταν με γέννησε η μάννα μου», μου είπε, «οι μοίρες είχαν μεθύσει με αψέντι και με ρούμι. Τους ξέφυγα. Γι’ αυτό στη ζωή μου, τη μοίρα μου, την έφτιαξα εγώ, μέσα σε μια πόλη γεμάτη στενά καντούνια, που μου έλεγαν συνέχεια την ιστορία τους. Οι δρόμοι μου έλεγαν την ιστορία τους, τα τοπία αλλάζουν όψη όταν τα κοιτάζω. Οι κούκλες στις βιτρίνες των νεωτερισμών γίνονται αγίες. Στις λιτανείες αντί να κοιτάζω τους αγίους βλέπω τα μάτια των ανθρώπων. Πολλά βράδια κατεβαίνω στη κόλαση, εκεί κάνουμε τσιμπούσι με όλους τους καταραμένους αυτού του κόσμου. Στον ουρανό βλέπω παιδιά. Τη ζωή μου την πέρασα μέσα σε εργαστήρια πειραμάτων. Η πόλη μας ήταν γεμάτη εργαστήρια πειραμάτων. Μια μέρα ζωγράφισα πως θάθελα να φύγω για το ταξίδι της ζωής μου, χωρίς σώμα, το σώμα μου έγινε σταυρός. Πολλές φορές μπαίνω μέσα στα σπίτια από τις καμινάδες και παρακολουθώ τι γίνεται μέσα στα εργαστήρια της ζωής των ανθρώπων.
Πολλές φορές της ημέρας βλέπω παιδιά να πετάνε στον ουρανό και ακούω ψαλμωδίες αγγέλων. Τη ψυχή μου κάθε βράδυ την κλείνω μέσα σε ένα γυάλινο δοχείο φυσικών πειραμάτων. Κάθε πρωί ο ήλιος το ίδιο κορδόνι βγαίνει από τα απέναντι βουνά. Το καμπαναριό στη θέση του κι εγώ να βλέπω τους ανθρώπους να περνούν μπροστά από το καφενείο και να προσεύχομαι για τη ζωή τους. Αχ αυτοί οι άνθρωποι λουλούδια φωσφορούχα στους δρόμους, προέρχονται ποιος ξέρει από ποιες γενιές, ζουν όμως μέσα στην άγνοια της ανυπαρξίας τους. Ζουν σήμερα σαν να μην ξέρουν ότι το σπέρμα τους είναι γέννημα πολλών γενεών. Ζουν σαν να έχουν έλθει από το πουθενά, κι όμως αν σκεφτούν είμαστε αντίγραφα βελτιωμένα άλλων αντιγράφων, χιλιάδες χρόνια πριν. Αχ αυτοί οι άνθρωποι φωσφορούχα λουλούδια μου γεμίζουν θαλπωρή τα φύλλα της καρδιάς μου, η αγάπη γι’ αυτούς έχει βάθος, μήκος χρόνους και πλάτος. Αχ αυτοί οι άνθρωποι…»
Καθηλωμένος στο εργαστήριο του, μάζεψε όλο τον κόσμο γύρω του, τον κόσμο του. Έκτισε τη ζωή σε σύμπλεγμα αγαλμάτων και τη σκέπασε, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μάνας.
Για την τελευταία του δημιουργία θα γράψουμε σε άλλο κείμενο, σήμερα να τον ευχαριστήσουμε, που μας έδωσε την ευκαιρία να ξεφύγουμε από το μικρόκοσμο μας κάνοντας μια βόλτα στις αθώες διαδρομές της ψυχής του.
Ο Σπύρος Αλαμάνος, το έχω ξαναγράψει είναι άνθρωπος θάλασσα. Υπάρχουν άνθρωποι - δρόμοι και άνθρωποι - θάλασσες. Τους πρώτους τους περπατάς. Οι δεύτεροι είναι για να ξαναβαφτίζεσαι αθώος…
Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011
Και τίποτα δεν άλλαξε
Δεν αφορά το ΠΑΣΟΚ το παρακάτω κείμενο, αφορά μια κοινωνία που έχει μείνει στάσιμη και εναποθέτει τις ελπίδες της σε συνθήματα και λέξεις, που κάθε τόσο εμφανίζονται για να ισχυροποιήσουν την ακινησία. Ένα παλαιότερο κείμενο διέξοδος σε ένα αδιέξοδο μιας χθεσινής συζήτησης. Από την «Αλλαγή», το κεντρικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, περάσαμε στο «Γιώργο άλλαξε τα όλα». Τι ωραία τα παιγνίδια με τις λέξεις. Από αλλαγή σε αλλαγή, βαδίζουμε σημειωτόν και το μόνο που εισπράττουμε είναι η αντήχηση των προσδοκιών και των ανέξοδων διαβεβαιώσεων.
Προκαλούν θυμηδία οι απαιτήσεις μιας πλειοψηφίας που παραμένει στάσιμη και προσδοκά την αλλαγή.
Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει σε μια κοινωνία, που κατά βάθος δεν θέλει να το κουνήσει από τη θέση της. Σε μια κοινωνία που παραμένει πιστή στο δικομματισμό που δεν έχει δυο, αλλά ένα κόμμα.
Ζητάμε αλλαγή αλλά και ρουσφέτι, ζητάμε ότι δεν πρόκειται να βλάψει το ατομικό μας συμφέρον, αδιαφορώντας συνειδητά για τους άλλους. Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει ο Γιώργος και κανένας Γιώργος όσο η ίδια η κοινωνία δεν θέλει την αλλαγή.
Τίποτα δεν μπορεί να ανθίσει σ’ αυτό τον τόπο όσο το «εγώ» αποτελεί την κυρίαρχη ιδεολογία. Η αλλαγή είναι συλλογική υπόθεση και η ελληνική κοινωνία δεν δείχνει διάθεση για κάτι τέτοιο.
Όσο για τους πολιτικούς που κουνούν καταφατικά το κεφάλι τους, δείχνοντας να συμμερίζονται τις κοινωνικές ανάγκες, η έννοια της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο, θα είχε αξία, αν πίσω δεν έκρυβε ένα σύγχρονο φαρισαίο. Σήμερα συνοδεύεται από τηλεοπτικές κάμερες, για να εξυπηρετηθεί η πολλαπλάσια ανταπόδοση.
Αλήθεια πιστεύει κανείς πλέον, ότι αυτή η πρεμούρα που διακατέχει τους πολιτικούς, έχει σχέση με την αγωνία, των αδυνάτων; Έχει σχέση με την ταλαιπωρία του πολίτη, τη δυστυχία μεγάλου μέρους του λαού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας; Τον εξευτελισμό των συνταξιούχων, την ανεργία που μαστίζει τους νέους;
Το χειρότερο είναι ότι αυτή η συμπεριφορά έχει γίνει κανόνας και δεν προξενεί πλέον εντύπωση.
Σε πολλές περιπτώσεις η όλη διαδικασία στηρίζεται στην αδυναμία του Λαού, που συμβάλει με την σειρά του στην παγίωση αυτού του σαθρού οικοδομήματος, με την ελπίδα να γλύψει κάποιο κοκαλάκι στο τέλος απ’ αυτό το μεγάλο φαγοπότι.
Τίποτα δεν θα αλλάξει όσο το ζητάμε από τρίτους. Τίποτα δεν αλλάξει όσο το ζητάμε και δεν το κάνουμε.
Προκαλούν θυμηδία οι απαιτήσεις μιας πλειοψηφίας που παραμένει στάσιμη και προσδοκά την αλλαγή.
Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει σε μια κοινωνία, που κατά βάθος δεν θέλει να το κουνήσει από τη θέση της. Σε μια κοινωνία που παραμένει πιστή στο δικομματισμό που δεν έχει δυο, αλλά ένα κόμμα.
Ζητάμε αλλαγή αλλά και ρουσφέτι, ζητάμε ότι δεν πρόκειται να βλάψει το ατομικό μας συμφέρον, αδιαφορώντας συνειδητά για τους άλλους. Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει ο Γιώργος και κανένας Γιώργος όσο η ίδια η κοινωνία δεν θέλει την αλλαγή.
Τίποτα δεν μπορεί να ανθίσει σ’ αυτό τον τόπο όσο το «εγώ» αποτελεί την κυρίαρχη ιδεολογία. Η αλλαγή είναι συλλογική υπόθεση και η ελληνική κοινωνία δεν δείχνει διάθεση για κάτι τέτοιο.
Όσο για τους πολιτικούς που κουνούν καταφατικά το κεφάλι τους, δείχνοντας να συμμερίζονται τις κοινωνικές ανάγκες, η έννοια της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο, θα είχε αξία, αν πίσω δεν έκρυβε ένα σύγχρονο φαρισαίο. Σήμερα συνοδεύεται από τηλεοπτικές κάμερες, για να εξυπηρετηθεί η πολλαπλάσια ανταπόδοση.
Αλήθεια πιστεύει κανείς πλέον, ότι αυτή η πρεμούρα που διακατέχει τους πολιτικούς, έχει σχέση με την αγωνία, των αδυνάτων; Έχει σχέση με την ταλαιπωρία του πολίτη, τη δυστυχία μεγάλου μέρους του λαού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας; Τον εξευτελισμό των συνταξιούχων, την ανεργία που μαστίζει τους νέους;
Το χειρότερο είναι ότι αυτή η συμπεριφορά έχει γίνει κανόνας και δεν προξενεί πλέον εντύπωση.
Σε πολλές περιπτώσεις η όλη διαδικασία στηρίζεται στην αδυναμία του Λαού, που συμβάλει με την σειρά του στην παγίωση αυτού του σαθρού οικοδομήματος, με την ελπίδα να γλύψει κάποιο κοκαλάκι στο τέλος απ’ αυτό το μεγάλο φαγοπότι.
Τίποτα δεν θα αλλάξει όσο το ζητάμε από τρίτους. Τίποτα δεν αλλάξει όσο το ζητάμε και δεν το κάνουμε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...
Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...
-
Το έγραψα πέρυσι «κατόπιν εορτής», το θυμίζω σήμερα λίγες μέρες πριν το Πάσχα, χωρίς να έχω την ψευδαίσθηση, ότι θα αλλάξει κάτι. Τ...
-
Όταν το 2007 η Παλιά Πόλη της Κέρκυρας, με την σφραγίδα της UNESCO εντασσόταν στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, υ...
-
Τα πράγματα παίρνουν επικίνδυνες διαστάσεις. Ο αποκλεισμ ό ς του ΧΥΤΑ έπρεπε να έχει λήξει χθες. Η συνέχιση του αποκλεισμού από το...