Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

“Η μοναξιά είναι μοίρα κοινή για όσους φοβούνται και για όσους δεν φοβούνται”

Δεν έφτασαν οι 300 λέξεις, έχω κι άλλα για τη μοναξιά. Ο φόβος για τη μοναξιά τελικά παραμένει η πιο μεγάλη μοναξιά μας. «Κι έτσι εύκολα φορτωνόμαστε μια αλυσίδα συμβιβασμών. Σε επίπεδο φιλίας, επαγγέλματος και νοσταλγίας, σε επίπεδο έρωτα, επιδιώξεων, κοινωνίας. ‘Ο,τι μάθαμε, μάθαμε και ας μην ταράξουμε τις σταθερές μας. Ο, τι πάθαμε, πάθαμε και ας παραμείνουμε εδώ να γλείψουμε τις πληγές μας . Αλλά στο μεταξύ τρέχει ο χρόνος, εις βάρος μας».


Ήξερα ότι εκεί που η επιτυχία κάνει ησυχία, η αποτυχία δεν έχει άλλο δρόμο, από τι να κάνει φασαρία. Μιλάει εξηγεί, ερμηνεύει, αντιδιαστέλλει, παραβάλλει, συγκινεί, συγκρίνει, περιγράφει, σαρκάζει, κάνει ότι μπορεί να κάνουν οι λέξεις, όταν οι λέξεις, είναι το μόνο που σου έχει απομείνει.
Γύρισα χρόνια πίσω τότε που γράφαμε εναλλάξ με την Ελένη, στη εφημερίδα «γνώμη» τη στήλη « Ιδεολογικά Ύποπτοι», μπορεί και να μην το πίστευα τότε. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να σιγουρευτώ. Τελικά η αποτυχία πάντοτε έχει κάτι να σου πει και αν δεν έχει τίποτα, σου δίνει την εντύπωση ότι έχει. Γι αυτό και εγώ που σας γράφω κάθε μέρα, από την αποτυχία μου σας γράφω. Προσπαθώ να εξηγήσω τα αυτονόητα, να απλοποιήσω, περιπλέκοντας τα σαφή που έχει δώσει η ζωή από χέρι.
Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, ανήκω σε μια γενιά που απέτυχε ακριβώς επειδή προσπάθησε να επιτύχει. Να αλλάξει το κόσμο, να κάνει επανάσταση, και ύστερα να εξασφαλίσει ό, τι υλικό προς τον ζην για να μη συμβιβαστεί. «Για να κάνει την τραγική τελική διαπίστωση πως ξεπουλήθηκε αρνούμενη, πως αυτό - εξαπατήθηκε παίζοντας σε θέατρο παντομίμας τον αθώο.»
Απολύτως απόντες είμαστε, μονίμως ιδεολογικά ύποπτοι, ακόμα και όταν κραυγάζαμε «ψωμί παιδεία ελευθερία».
Τελικά η μοναξιά παράγει περίεργα πράγματα, που δυστυχώς είναι αληθινά.

Το κύμα αφρίζει φθινόπωρο

Αυτές οι μέρες του Φθινοπώρου, μου δοκιμάζουν τις αισθήσεις. Ένα στρώμα βελούδο έχει καθίσει σε ότι με περιβάλλει και σμιλεύει ότι αιχμηρό έχει προηγηθεί. Ακόμα και το νερό της θάλασσας αποκτάει μια βελούδινη υφή. Και η μοναξιά διαφορετική μου φαίνεται. Έχει χρώματα , έχει αρώματα, έχει μνήμες.


Έφυγα μακριά από το μικρόκοσμο του παρόντος και τη φρίκη του μέλλοντος. Μακριά από τα σκουπίδια της τηλεόρασης, μακριά από τη φασαρία του ασήμαντου και τη μιζέρια της αγοράς.
Εδώ στον ήρεμο όρμο, όλα είναι πραγματικά...Η θάλασσα φτάνει ως πέρα. Το καρνάγιο βουβό και νεκρό. Το κύμα αφρίζει φθινόπωρο αναποφάσιστο.
Τα σπίτια κυκλώνουν τον όρμο. Στο χρώμα της ώχρας. Παλιά. Τριακόσια χρόνια εκεί. Παράθυρα ανοιχτά. Τείχη ερείπια. Στενά που εμπορεύονται μνήμες. Τα χνάρια εδώ. Τα σημάδια στους τοίχους.
Τι άραγε γίνανε οι άνθρωποι; Είναι όμορφο να αφουγκράζεσαι σιωπές. Είναι ωραίο να ζεις εδώ αδέσποτος και ευάλωτος. Η λήθη και η μοναξιά έχει το χρώμα του νερού.
Μια ζωή άμετρος, πρέπει επιτέλους να παραδεχτώ, ότι ο κύκλος μιας εποχής πήρε τέλος. Ο χρόνος, η έκταση, ο χώρος και η αίσθηση, χωρίς τελεία και παύλα, χωρίς στόχο. Μόνη τροχοπέδη ένα ηλίθιο συναίσθημα και το καθήκον. Αμάν πια αυτό το καθήκον... Μέσα μου ένας ερημίτης ζητάει δικαιώματα και εγώ συνεχώς αναβάλλω.
Η ιερότητα της μοναξιάς όπου δεν έχει πλαίσιο χλευάζει ξένα. Δεν μπορούσε να είμαι ποτέ μόνος σ’ αυτό το πραγματικό και ζωντανό τόπο με μνήμες αιώνων. Ποτέ δεν θα μπορούσα να νιώσω τη μοναξιά με φιλικά φαντάσματα που με συντρόφευαν και μου έλεγαν αλήθειες.

Πιο βαριά η μαθητική τσάντα για τους μικρούς μασκοφόρους και για τους ώμους των γονέων

Τη Δευτέρα ανοίγουν τα σχολειά. Ο Σεπτέμβρης γίνεται πιο μελαγχολικός. Πριν δεκατρία χρόνια στα «παράδοξα» ο Ευγένιος Αρανίτσης έγραφε για τις τσάντες των μαθητών. Παραθέτω τον επίλογο για να αναφερθώ σε ένα άλλο βάρος πιο επώδυνο από αυτό της τσάντας.


«… Η ίδια καταστροφή, πλήττει τον ηθικό και πολιτισμικό προσανατολισμό της λεγόμενης παιδείας, η οποία ευδοκιμεί ως εκπαίδευση, δηλαδή σαν τεχνική μύησης των ατόμων στη χρήση μηχανισμών διαχείρισης της πληροφορίας. Όσο πιο γρήγορα φθίνει το νόημα των γνώσεων που διδάσκονται τόσο ταχύτερα αυξάνει ο όγκος και ο αριθμός των βιβλίων. Παιδιά οκτώ και εννιά ετών κουβαλάνε τσάντες είκοσι κιλών, κυκλοφορώντας στους δρόμους, το μεσημέρι, σαν ετοιμόρροπες μαριονέτες ενός εγκληματικού και βλακώδους συστήματος που επιδιώκει να μας πείσει ότι η μεταφορά πρέπει να διαβάζεται σαν κυριολεξία και ότι, ιδού, το βλέπετε, το βάρος της γνώσης υπάρχει ακόμη, η γνώση είναι τόσο βαριά ώστε μας ζητάει να συμπεριφερθούμε σαν αχθοφόροι».
Στα δεκατρία χρόνια που πέρασαν προσθέστε ακόμα μερικά κιλά στην τσάντα, φέτος λόγω ειδικών συνθηκών, μια μάσκα και πολλά κιλά στους ώμους των γονέων, που στηρίζουν τα εν δυνάμει άνεργα παιδιά τους .
Γι' αυτό το βάρος της οικογένειας θέλω να σας πω. Δεν έχει βέβαια καμιά σχέση με το άρθρο του Ευγένιου, απλώς το βάρος της σχολικής τσάντας μου έδωσε την αφορμή για την τσάντα που κουβαλάνε για χρόνια οι γονείς και οι ώμοι τους έχουν γείρει.
Από το δημοτικό μέχρι το μεταπτυχιακό στην καλύτερη περίπτωση, στη χειρότερη την κουβαλάνε στις αποσκευές για το μεγάλο ταξίδι. Οι περισσότεροι φεύγουν με το παράπονο ότι το παιδί τους δεν ευτύχησε να βρει δουλειά ή αν βρήκε θα είναι σαν εκείνον τον πτυχιούχο στη Θεσσαλονίκης που κάρφωσε το πτυχίο του στην μεταλλική επιφάνεια του εξαερισμού της ψησταριάς και φόρεσε την άσπρη μπλούζα του σουβλατζή.
Βαριά η τσάντα για τους μικρούς μαθητές, ασήκωτη για τους υποστηρικτικούς μηχανισμούς αυτής της προσπάθειας.
Να το θυμάστε η γενιά που σήμερα απολαμβάνει περισσότερα από την υπερπροσπάθεια της οικογένειας, δεν θα συμβιβασθεί με τις τετράωρες συμβάσεις και το «τρις και εξήντα». Θα θερίσουμε θύελλες και για αυτό δεν έχουν ευθύνη οι γονείς και τα παιδιά, αλλά αυτό, το εγκληματικό και βλακώδες εκπαιδευτικό σύστημα. Μπορεί η οικονομική κρίση να έχει δημιουργήσει μια ανακωχή στις αντιδράσεις, όμως εδώ είμαστε δεν θα τραβήξει για πολύ ακόμη.

Μείναμε ημιθανείς στον καναπέ να παρακολουθούμε Big Brother

Ελάχιστοι συμμερίστηκαν τη θέση μου όταν έγραψα το παραπάνω και πάτησαν τον χεράκι με τον αντίχειρα, που έδειχνε ότι συμφωνούν μαζί μου. Ούτε οι αριστεροί, ούτε οι δεξιοί. Ούτε οι παναθηναϊκοί ούτε ολυμπιακοί. Ούτε οι ορθόδοξοι ούτε οι καθολικοί. Με το δίκιο τους. Αεκτζής και μάλιστα ανοργάνωτος σε μια πόλη “δήθεν”, δεν υπάρχεις. Ούτε σε κόμμα, ούτε σε “στοές”, ούτε σε φιλαρμονικές, ούτε σε χορωδίες. Και τι ζητάς; Ούτε στο κατηχητικό, ούτε στους προσκόπους , ούτε με τους ορθόδοξους ούτε με τους καθολικούς . Δεν σου έχουν πει, αν δεν φοράς στολή, η έστω κάποια διακριτικά που να σε εντάσσουν σε μια ομάδα, υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας για σένα;


Υπερβολές; Υπερβολές τα παραπάνω, για να τονίσουμε τα παρακάτω. Αν δεν είσαι με την εξουσία και παράλληλα απέχεις από κοινωνικές συμπεριφορές, που σε ταυτίζουν με την πλειοψηφία της κοινωνίας, προφανώς βρίσκεσαι σε δύσκολη θέση. Κάπου εκεί αιωρούμαι κάνοντας άσκοπες βόλτες, σε ένα ενδιάμεσο περιβάλλον, που δεν σου δίνει δυνατότητες για βαθιές ανάσες. Για την εξουσία τα έχουμε πει, ανέκαθεν μου προκαλούσε αποστροφή, ακόμα και όταν δεν ήμουνα απέναντι της, με κούραζε ανυπόφορα. Με την κοινωνία όμως, που θέλοντας και μη, αποτελώ αναπόσπαστο μέλος της, σχεδόν πάντα απείχα από την επικρατούσα λογική, συμμαχούσα με εκείνες τις απομονωμένες μειοψηφίες, που τραβούσαν μοναχικές πορείες και μπροστά στα αδιέξοδα περίμεναν το θαύμα…
Και να θέλω δε μπορώ. Δε μπορώ να κλείσω σε κουτιά τη ζωή μου, να βάλω ταμπελίτσες, να την τακτοποιήσω όπως αρμόζει… Δε μπορώ να κλειδώσω τα αισθήματα να μην τα δει ο ήλιος. Σχεδόν πάντα μου ξεφεύγουν, συναντιούνται στους δρόμους με Επιτάφιους και Αναστάσεις και επιστρέφουν πιο έντονα, αποκτούν μια άλλη διάσταση. Μπερδεύονται τα προσωπικά με τα κοινωνικά, η χαρά με την θλίψη και τότε αναζητώ λίγες λέξεις, που θα μου ανατρέψουν την κινέζικη παροιμία, που όλα αυτά τα χρόνια κάναμε τα πάντα για να την επιβεβαιώσουμε.Τι κερδίσαμε; Μείναμε ημιθανείς στον καναπέ να παρακολουθούμε Big Brother. Ακριβώς όπως τα λες Κύρια μου:
“Ο ορίζοντας είναι το ταβάνι. Ο ορίζοντας είναι η οθόνη του κομπιούτερ, της τηλεόρασης. Ο ορίζοντας είναι σκούρος σαν τους λαθρομετανάστες που πνίγονται στις ελληνικές θάλασσες. Ο ορίζοντας είναι η παλάμη μας που σκεπάζει τα μάτια μας. Καταρρέουμε.”

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Δε γλιτώνουμε γαμώτο!

Πως έχουν τόση σιγουριά στα λεγόμενα τους . Κοίταζα το φεγγάρι στην αρχή της χάσης του και άκουγα την ομήγυρη παρά την θέλησή μου. Δε γλιτώνουμε γαμώτο!

Άκουγα κάτι γενικεύσεις του κερατά που μου σηκώθηκε η τρίχα «όλοι ίδιοι είναι», «όλοι κλέφτες», «όλοι απατεώνες» όλοι και όλες εκτός απ’ αυτούς, τους αδέκαστους κριτές των πάντων. Μια ντουζίνα άνθρωποι, που δίκασαν καταδίκασαν, έστησαν στο εκτελεστικό απόσπασμα και πάτησαν και την σκανδάλη. Δεν γλιτώνουμε και αυτό το βεβαιώνουν οι αριθμοί. Είναι η πλειοψηφία ρε γαμώτο.
Γύρισα στο σπίτι μόνος. Απόγευμα Κυριακής, πώς να μη σε τυλίξει η μοναξιά. Έκανα ένα κρύο ντους να φύγει ο θυμός, καλύτερα να είχε μείνει, γιατί το γύρισε σε απογοήτευση. Έβαλα ένα ποτήρι κρασί. Δεν μπορεί ο καθένας μόνος του, να λέει τέτοιες καραμπινάτες μαλακίες, μάλλον η ψυχολογία του όχλου θα φταίει. Και έπρεπε να βρω απαντήσεις που, θα μου επέτρεπαν σε κάποια δεδομένη στιγμή να τους υπερασπιστώ. Όχι σήμερα.
Είναι γνωστό ότι στην συμπεριφορά του όχλου επικρατεί περισσότερο το συναίσθημα παρά η λογική, περισσότερο η παραπληροφόρηση παρά η σωστή ενημέρωση, περισσότερο το υποσυνείδητο παρά η ορθή κρίση. Γι’ αυτό και είναι άκρως επικίνδυνος. Η ψυχολογία του όχλου εκφράζει την απόγνωση των χρονίως καταπιεσμένων, την άφατη πικρία των, έναντι των θεσμών που τους απογοήτευσαν και την εκδίκηση που ζητεί το υποσυνείδητο για την ικανοποίηση του περί δικαίου αιτήματός του.


Άνοιξα βιβλία "Ο όχλος δημιουργείται όταν η συνείδηση και η προσωπικότητα των ατόμων που αποτελούν το πλήθος εξαφανίζονται. Τα αριθμητικά δεδομένα δεν παίζουν σχεδόν κανένα ρόλο, γιατί μπορεί χιλιάδες άτομα συγκεντρωμένα να μην αποτελούν όχλο, ενώ είναι δυνατόν μισή δωδεκάδα ανθρώπων να τον αποτελέσουν. Μια κοινότητα ανθρώπων που δεν έχει μεταβληθεί σε όχλο λειτουργεί σωστά, γιατί τα άτομα που την αποτελούν δεν έχουν χάσει την ατομικότητα τους, την υπευθυνότητα, την ωριμότητα και το άτομο διατηρεί στο ακέραιο την αυθυπαρξία του, την αυτοσυνειδησία, άρα και την ανεξαρτησία. Στη μάζα το άτομο όλα αυτά τα έχει χάσει, κυριαρχεί η ομοιομορφία, δεν υπάρχει ατομικότητα, υπευθυνότητα και ανεξαρτησία".
Ηρέμησα όμως τίποτα δεν αλλάζει, αν δεν ονειρευόμαστε κάτι καλύτερο από αυτό που υπάρχει.

Κάθε παλιά γενιά τρέμει μήπως ξεπεραστεί

Με απασχολεί έντονα και όχι τώρα, σχεδόν από τα χρόνια της εφηβείας, τότε από το αντίπαλο στρατόπεδο. Αντίπαλο; Ναι για να μην πω εχθρικό. Δεν χρειάζονται επιχειρήματα για να σας πείσω, όλοι το έχουμε νοιώσει, χθες που είμαστε έφηβοι, σήμερα που είμαστε γονείς. Το παλεύω αλλά δεν μπορώ. Όταν έρχομαι αντιμέτωπος με την εφηβεία, παθαίνω ένα είδος αμνησίας. Αφορμή για το παρακάτω το κλείσιμο του προχθεσινού κειμένου “Τη λύση πάντως θα την δώσουν αυτοί που σήμερα δε ξέρουν…”


το επαναλαμβάνω όταν κάθε φορά ο πειρασμός δεν με αφήνει να δω την νομοτελειακή πορεία των πραγμάτων.
“Εμείς στην ηλικία τους λέμε” και χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει παίρνουμε τις αποστάσεις εκείνες, που διευρύνουν το χάσμα, επιβεβαιώνοντας ότι η κάθε γενιά αντιμετωπίζει την επόμενη με καχυποψία. Μια καχυποψία που έχει να κάνει πάντα, με μια ανησυχία ότι ο νέος δεν μπορεί, να ανταποκριθεί στις δεδομένες υποχρεώσεις του.
Βλέπουμε τα παιδιά σαν ξένα, Τα παιδιά μας!!! Και μόνο αν γίνουν σαν και εμάς μπορεί να τα θεωρήσουμε οικία. Δεν είναι από ενδιαφέρον, από ανησυχία είναι η στάση μας. Νοιώθουμε ασυνείδητα ότι κινδυνεύουμε, άλλωστε κάθε τι ξένο αποτελεί πάντα ένα αίνιγμα και κατ΄ επέκταση ένα κίνδυνο.
Δυστυχώς “κάθε παλιά γενιά αρέσκεται να προβάλλει πάνω στους επόμενους, πολλά από τα δικά της δαιμόνια και μαζί πλήθος από τις δικές της ολιγωρίες, σάμπως να τρέμει μήπως ξεπεραστεί.”
Αυτή είναι η πικρή αλήθεια και ας έχει εδραιωθεί μέσα μας ότι η κάθε μας κίνηση εμφορούμενη από το συναισθηματικό δέσιμο που είναι δεδομένο, μπορεί να έχει κάποιες φορές και σημεία υπερβολής.
Η ίδια η εφηβεία ερμηνεύεται σαν ασθένεια, που όσο πιο λίγο διαρκέσει, τόσο το καλύτερο για την κοινωνία.
Όπως παρατηρεί ο Κωστής Παπαγιώργης “Κανείς δεν γεννιέται γέρος. Ούτε κανείς μένει δια βίου νέος. Οι ενήλικες είναι πρώην νέοι, οι νέοι είναι υποψήφιοι γέροι. Μέσα από αυτά τα οδυνηρά και γοητευτικά πριν και μετά, παίζεται η κωμωδία της επιταγής και της εξέγερσης. Με μια διαφορά: η νιότη κρατάει λίγο, ενώ η ωρίμανση πάει του μάκρους. Συχνά πέραν του δέοντος…”
Όλα τα παραπάνω με ένα μεγάλο ερωτηματικό που κανείς δεν είναι βέβαιος αν απαντηθεί στη συνέχεια.

Τη λύση θα την δώσουν αυτοί που σήμερα δε ξέρουν…

Όταν ο εαυτός μου διχάζεται, ανάμεσα στο σάπιο δημόσιο και τις απολύσεις, στους φοροεισπράκτορες και τους φοροφυγάδες , στη νέα και την παλιά γενιά , στην εξουσία και την κοινωνία, τρέχει πίσω ολοταχώς.


Και πάλι απ’ την αρχή. Στράτα στρατούλα, από τα πρώτα βήματα μέχρι το σημερινό μπάχαλο. Τι έφταιξε; Και έφταιξαν πολλά και διαφορετικά, τόσα που δεν μου επιτρέπουν σήμερα να βάζω κόκκινους σταυρούς δίπλα σε ό,τι με χαλάει.
Όχι δεν ανέδειξε η οικονομική κρίση την κοινωνική. Το αντίθετο. Η κρίση θεσμών και αξιών είχε προηγηθεί χρόνια πριν. Και μπορεί η οικονομική κρίση να ξεπεραστεί, η κρίση όμως που βιώνει η κοινωνία θα πάρει χρόνο πολύ.
Οι διαπιστώσεις , για το τι συμβαίνει, δεν είναι τίποτε άλλο, από μια φωτογραφία της στιγμής. Έχουν προηγηθεί κεντρικοί σχεδιασμοί, βραχυπρόθεσμοι ,μεσοπρόθεσμοι, μακροπρόθεσμοι . Μαζική πλύση εγκεφάλου, καμένα μυαλά, πρόθυμα να ανταποκριθούν στις καινούργιες ανάγκες που ανακαλύπτει κάθε τόσο η λογική των αγορών. «Η αγορά» να μια σταθερά αιτία κακού. Θα που πείτε, οι αγορές κάνουν τη δουλειά τους , Εμείς, γιατί , αφήσαμε στην άκρη την θέση του πολίτη και στρογγυλοκαθίσαμε σ’ αυτήν του πελάτη;
Πελάτες ακόμα και με δανεικά, σε μια χώρα που η υπερκατανάλωση είναι αντιστρόφως ανάλογη από τις δυνατότητες της. Δίνουμε γη και ύδωρ. Και τη ψυχή μας πολλές φορές, για να ανταποκριθούμε στα καλέσματα των αγορών.
Γυρνώντας πίσω ανακαλύπτεις. «Και την ψυχή μας δώσαμε» και άντε τώρα να την πάρεις πίσω.
Αυτοί που σήμερα κουνάνε το χέρι και μοιράζουν ευθύνες εδώ και εκεί, που με ελαφρά την καρδία, δικάζουν και καταδικάζουν, αποτελούν σοβαρό μέρος του προβλήματος και τροχοπέδη σε όποια προσπάθεια για λύση. Αυτοί πρώτοι πούλησαν τη ψυχή τους στο διάβολο και άντε να τη ξαναβρούν.
Τι έφταιξε; Πολλά και διαφορετικά, από την Αμερική μέχρι την Ρωσία. Κάθε αλήθεια που θα ανακαλύπτουμε, θα κάνει τα πατήματά μας πιο σταθερά, σ’ αυτή τη δύσκολη πορεία, που έχουμε μπροστά μας .
Γυρνώντας πίσω ανακαλύπτεις. Τη λύση πάντως θα την δώσουν αυτοί που σήμερα δε ξέρουν…

Δε θα συμφωνήσω

Η πλειοψηφία των ενηλίκων του διπλανού τραπεζιού είχε συμφωνήσει. Και αυτοί που δεν συμφωνήσαν δεν πήραν θέση. ” Οι νέοι δεν ερωτεύονται, δεν διασκεδάσουν, δεν φλερτάρουν, δεν χορεύουν”. Όχι δεν θα συμφωνήσω. Οι νέοι ερωτεύονται, ας μην καταλαβαίνουμε τα σινιάλα τους.


Θυμάστε εκείνη την διαφήμιση που η κόρη μιλάει στον πατέρα αλαμπουρνέζικα; Ο πατέρας απορημένος, την παραπέμπει στη μητέρα, «το είπες στην μάνα σου;»
Η συνέχεια της ιστορίας, που δεν θα παιχτεί στην τηλεόραση.
«Κανείς δεν θα γλιτώσει από την αγάπη. Η κόρη ερωτεύεται. Ο πατέρας ενθουσιάστηκε. Του φάνηκε σαν ο κόσμος να ξανακουρδίζει το ρολόι του, σαν να ξαναβρήκαν τα τόξα τους οι άγγελοι και βγήκανε σεργιάνι να χτυπήσουνε καινούργιες καρδιές, να ταράξουν νέα στήθη. Υποθέτω είναι όμορφο να βλέπεις την αισθηματική σου αγωγή να ξαναβιώνεται μέσα από ένα καινούργιο σώμα που προήλθε απ’ το δικό σου το σχετικά παλιό πια. Ένα παιδί ερωτευμένο όπως και να το κάνουμε, είναι ένας κόσμος που προσπαθεί να ξαναγεννηθεί».
Από την χρεοκοπία μπορεί να γλιτώσουμε. Από την αγάπη όμως… Κανείς δεν θα γλιτώσει. Ευτυχώς, που υπάρχει και ο έρωτας, σε μια αέναη διαδικασία μέχρι το βαθύ γήρας τελικά. Ευτυχώς που ανανεώνεται κάθε φορά σαν της καρδιάς το αίμα και μας γλιτώνει από τις τετριμμένες λέξεις, από τα προβλήματα, που όσο λιμνάζουν, τόσο μας αφαιρούν την διάθεση για δράση.
Και οι νέοι ερωτεύονται όπως εμείς και όπως οι προηγούμενοι και προ προηγούμενοι, αυτό παραμένει μια σταθερά, που εγγυάται ότι ο κόσμος, όσο και να προσπαθούμε δεν μπορεί να παραμείνει ίδιος…

Η αδικία της ανωνυμίας

Επιστρέφουμε στην καθημερινότητα, δεν έχω ψευδαισθήσεις, τούτα τα γενικόλογα κείμενα, ελάχιστους ενδιαφέρουν.


Δυστυχώς ο μικρόκοσμος που ζούμε, φαντάζει οικουμένη, στο μέγεθος των ενδιαφερόντων των παροικούντων στην Ιερουσαλήμ. Ονόματα θέλουν να διαβάζουν οι αναγνώστες, στην εποχή του ατομισμού, οι ιδέες πάνε περίπατο.
Πως λέμε το όνειρο που δεν ακολούθησε το δρόμο των επιθυμιών; - Εφιάλτη!
Σε συνέχεια των εσωτερικών διεργασιών, χωρίς την εν κατακλείδι, απαραίτητη δικαιολογία. Ποτέ δεν πίστεψα ότι ο ατομισμός αποτελεί διέξοδο. Τον ακολούθησα όμως όπως οι περισσότεροι και τώρα τρέχουμε να προλάβουμε την συλλογική καταστροφή. Ενώ έτρεχα να καλύψω τις ανάγκες μου, κάποιοι προεξόφλησαν τη θυσία που θα έκανα για τα επόμενα χρόνια…
Η πόλις είναι ελεύθερη, και η αέναη προσπάθεια από τους ιθαγενείς της συνεχίζεται. Μπορεί να έχει χάσει το μπούσουλα της, μπορεί να μπέρδεψε τα μπούτια της, μπορεί να κοιμάται αλλά αναπνέει, είναι ακόμα ζωντανή.
Το να προτάσσουμε τη συλλογική ευθύνη, από τη μια δείχνει μεγαλοψυχία, από την άλλη όμως κρύβει ένα μεγάλο ψέμα. Είναι εύκολο με ένα γενικό αφορισμό, να ρίχνουμε στη λήθη, όλες τις ευθύνες και αυτές που δεν μας αναλογούν, κλείνοντας έτσι το κεφάλαιο μιας εποχής, που ουσιαστικά δεν θέλουμε να θυμόμαστε. Η λογική των συγκοινωνούντων δοχείων, δίνει διέξοδο στην διαλεκτική, να καταλήξει στα αδιέξοδα που επιθυμεί. Κάπως έτσι κλείνουμε τα κεφάλαια, εισπράττοντας το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί, ώστε να νοιώθουμε τις απαραίτητες ενοχές, για να μπορούμε να αθωώνουμε τους άλλους.
Αυτή η αλληλεγγύη στην ανάληψη ευθυνών, φαίνεται πως λειτουργεί κατευναστικά τις ώρες της κρίσης. Όπως οι οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, που ορθά τονίζει η Μαρία Κατσουνάκη σε άρθρο της στη Καθημερινή, «βασίζονται στην αδικία της ανωνυμίας, για την οποία όλοι πενθούν, την οποία όλοι αντιμάχονται, υψώνοντας τους τόνους για να θρηνήσουν τα μικρομεσαία θύματά της. Και εδώ όλοι ομονοούν. Πάντα όμως εκ των υστέρων.
Είναι αυτό που συμβαίνει και στις σχέσεις, φταίμε και δυο λέμε, αποφεύγοντας να ψάξουμε τις βαθύτερες αιτίες, κλείνοντας βιαστικά την πόρτα στην αλήθεια, ως που έρχεται κάποια στιγμή, όταν το κλίμα έχει αποφορτιστεί, να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, είναι η στιγμή που ουσιαστικά τα βρίσκουμε με τον εαυτό μας.
Γι’ αυτό συνεχίζεται η αλληλεγγύη στην ανάληψη ευθυνών, με την σιγουριά ότι πάντα κάτι θα βρίσκουμε για να ρίχνουμε την ευθύνη, αρκεί να μην είναι αυτό το κάτι, αυτό που πραγματικά φταίει.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...