Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Η Παρασκευή, που ντύθηκε Κυριακή

Είναι ξεχωριστά τα φετινά Χριστούγεννα. Δεν ξέρω αν έρθουν και χειρότερα. Μεσημέρι Παρασκευής, με όλη τη μελαγχολία του απογεύματος της Κυριακής. Αυτό πρώτη φορά συμβαίνει. Συνήθως τις παραμονές χτυπούσε το κουδούνι του διαλείμματος, τα προβλήματα έπαιρναν τον αναγκαίο χρόνο της παράτασης, για μετά τις εορτές. Για πρώτη φορά εφέτος, η Τρόικα σε συνεργασία με όσους μας «κυβερνούν», κατά Παντελή Μπουκάλα «μεταβατικοί» με ορέξεις μονιμοποίησης, «ειδικού σκοπού» με επιθυμία γενίκευσης, επιθετικοί πράσινοι, δήθεν αμυντικοί γαλάζιοι, ημίμαυροι λάτρεις της δασείας, τεχνοκρατικώς άχρωμοι», προετοιμάζουν τα νέα δεσμά, με χρονικό ορίζοντα το 2015. Αυτά σε γενικές γραμμές, σε ειδικές… Κάποιοι θα το έλεγαν προαίσθημα. Ένα κοκτέιλ φόβου, πόνου, ενοχής και παράπονου, για μήνες τώρα έχει καθίσει στο στομάχι μου. Ενίοτε, για να με ξεγελάσει προφανώς, περνάει στο σώμα, διεκδικώντας το αντίδοτο, που θα το διώξει. Και τότε επανέρχεται στη φυσική του θέση εκεί, που δεν χωράει καμία αμφιβολία γι’ αυτά που το προκάλεσαν. Απλά μαθηματικά. Δυστυχώς για μένα δεν έμαθα να κάνω προϋπολογισμούς, μόνο απολογισμούς. Ποτέ δεν μέτρησα δεν σχεδίασα δεν πρόβλεψα, μόνο εισέπραξα, συνήθως λάθη, που τώρα έχω την ευκαιρία να μετρώ.
Κάθε φορά το ίδιο συμβαίνει και μακάρι να ξανασυμβεί, δεν αλλάζουν οι άνθρωποι, το μόνο που αλλάζει είναι το «δεν το ξανακάνω», που η απειρία υπαγόρευε χρόνια πριν, σήμερα να μην ξαναβγεί από τα χείλη μας.
Στην τελευταία άθροιση λαθών, αυτό το συνειδητοποίησα, έτσι θα πορευτώ με τα μάτια κλειστά, αλλά με κεκτημένο το δικαίωμα στο παραμύθι και στο όνειρο. Πώς να το κάνουμε κάποιοι άνθρωποι αγαπητή μου συμπάσχουσα του ραδιόφωνου, δεν αλλάζουν.
«Μια ζωή παραμύθι κι όνειρο γαμώ την ωριμότητά που δεν ήρθε ποτέ και άι σιχτίρ η ενηλικίωση που δεν επιβιβάστηκε ποτέ στο τρένο για τα μέρη μου. Κουράστηκα να μαζεύω από τα χαντάκια τα πτώματα από τις ηλικίες των λαθών μου. Βαρέθηκα η μόνη μου επένδυση να είναι οι άνθρωποι και στους ισολογισμούς να βλέπω μόνο λευκές σελίδες και σκισμένες φωτογραφίες».
Παρόλα αυτά θα το επαναλάβεις.
Κάποιοι θα το έλεγαν προαίσθημα, εμείς ύστερα από τόσες ήττες, μπορεί να μην μάθαμε να τις αποφεύγουμε, ξέρουμε πολύ καλά, ότι γι’ αυτό το αναφαίρετο δικαίωμα στο όνειρο και στο παραμύθι, μπορούμε να τις επαναλάβουμε.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

«Έρχεται όποτε θέλει»

Ούτε κομματικά τείχη ούτε συμφέροντα ούτε φιλοδοξίες, δεν μπορούν να πλήξουν το αληθινό. Και αληθινό είναι αυτό που πηγάζει από μέσα και γίνεται έρωτας ή φιλία. Παραμονές Χριστουγέννων. Μπορεί η ανεργία να καλπάζει, η χώρα να βυθίζεται στη φτώχεια, αλλά και η ψυχή που τόσα έχει υποστεί απ’ όλα αυτά, να απαιτεί χρόνο έστω και λίγο για να επιστρέψει εκεί που κατά βάθος όλοι θα επιθυμούσαμε.
Χθες τα ξημερώματα μετά από μια πολύωρη συζήτηση ένας φίλος ένοιωσε την ανάγκη να εξομολογήσει τα αδιέξοδα του, προσπάθησε να βρει τον προσανατολισμό του, ύστερα από μια πρόσκρουση στο σύστημα, που δεν την δέχτηκε ο οργανισμός του. Επέστρεψε στις σταθερές, στην κοιλιά της μάνα του, για να ξεκινήσει απ’ την αρχή. Ας μην ανοίξουμε πάλι τη συζήτηση «πουτάνα κοινωνία» και τα συναφή. Είναι η κούραση, η ατελέσφορη προσπάθεια και το αποτέλεσμα μια τρύπα στο νερό. Αφορμή λοιπόν απ’ αυτό προτείνω ασκήσεις αποσυμπίεσης με ένα βιβλίο που φρόντισε η φίλη μου η Ελένη να το βρει και να αφιερώσει στο αληθινό.
«Κάθε αληθινή φιλία είναι ένα απόκτημα διαρκές. Η φιλία, όπως και ο έρωτας, απαιτεί τόση τέχνη όσο μια πετυχημένη φιγούρα χορού. Χρειάζεται πολλή άνεση και μεγάλος συγκρατημός. Ανταλλαγές λόγων. Μεγάλη σιωπή. Και προπαντός σεβασμός. Το συναίσθημα της ελευθερίας του άλλου. Της αξιοπρέπειάς του. Την παραδοχή. Θυμάμαι πάντα το κοριτσάκι στο βιβλίο του Μοντερλάν που δεν έχει δώσει όνομα στη γάτα του. "Και πώς τη φωνάζεις;" την ρωτούν. "Δεν τη φωνάζω, έρχεται όποτε θέλει". Έτσι είναι οι φίλοι».Στο βιβλίο «Μια ευλαβική ανάμνηση». Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ παραδίδει μαθήματα Ζωής κι Ελευθερίας. Ακόμα κι όταν αναφέρεται στον έρωτα:«Όταν αγαπάς, όταν είσαι ερωτευμένος, όλα γίνονται από μόνα τους. Δε χρειάζονται θυμοί, φόβοι, αντάρες.
Έρωτας σημαίνει να τα δίνεις όλα στον άλλον, αλλά να σέβεσαι την ατομικότητά του. Σημαίνει να μη χάνεται ο κόσμος γύρω σου όταν απομακρύνεσαι, γιατί τότε γίνεται εξάρτηση. Η ερωτική πράξη είναι μυσταγωγία, είναι ιερή και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε. Ο έρωτας είναι έρωτας όταν δεν προσθέτει, ούτε αφαιρεί. Είναι η βάση για όλα».Όσο για την αγάπη: «Η Αγάπη είναι δράση, είναι προσπάθεια να βοηθήσεις τον άλλον να αναπτυχθεί. Ακούμε τακτικά να λένε ότι μας αγαπούν. Τα κριτήρια όμως είναι υποκειμενικά, όπως και το κίνητρο. Οτιδήποτε κάνουμε για τον άλλο γίνεται γιατί το θέλουμε εμείς, γιατί καλύπτει μια δική μας εσωτερική ανάγκη, είναι επιλογή μας. Η αγάπη αλλάζει τον εαυτό μας, τον μεγαλώνει». Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς για το μεγαλείο της: «Δεν θέλω να μου δίνουν διαστάσεις ή να μου προσδίδουν ιδιότητες που δεν έχω. Είμαι ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος, που ζυμώνει το ψωμί του για να φάει, που λατρεύει τα ζώα, τα φυτά, τους φίλους και νιώθει ευτυχισμένος όταν τ’ αγαπάει όλα αυτά, χωρίς να περιμένει να τον αγαπήσουν».Κι έτσι έζησε μια ζωή. Έτσι έγραψε. Αριστουργήματα.

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

«Κάτι θα γίνει θα δεις»

Η είδηση, αναμενόμενη «Κύμα απολύσεων και μειώσεις αποδοχών και στον ιδιωτικό τομέα!» Επτά στους δέκα εργοδότες προτίθενται να κόψουν ή - στην καλύτερη περίπτωση - να συγκρατήσουν τις αποδοχές των εργαζομένων τους στο επόμενο διάστημα, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης. Επιπλέον, σχεδόν ένας στους δύο θα προχωρήσει σε περικοπές των πριμ, των επιδομάτων παραγωγικότητας και των διαφόρων έμμεσων παροχών, ενώ σχεδόν ένας στους τρεις προτίθεται να προχωρήσει σε απολύσεις! Πρόκειται για στοιχεία που απεικονίζουν με τον πιστότερο τρόπο το δράμα που βιώνει ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος και τα οποία προκύπτουν από έρευνα που έδωσε το μεσημέρι της περασμένης Τρίτης στη δημοσιότητα το ΙΟΒΕ (Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών).
Ο τίτλος δανεισμένος από το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου. Δεκάξι ιστορίες - μικρές τραγωδίες για εργάτες, υπαλλήλους, μικροεπαγγελματίες που έχασαν τη δουλειά τους, που έκλεισαν την επιχείρηση τους. Άνθρωποι που βρέθηκαν στο κενό αλλά δεν έχασαν το κουράγιο τους πιστεύοντας ότι «κάτι θα γίνει, θα δεις».

«Τ' απόγευμα που μας έδιωξαν απ' τη δουλειά κατέβηκα στο λιμάνι. Με τα πόδια απ' τον Κορυδαλλό σαν κυνηγημένος Χαλκηδόνα Μανιάτικα Θερμοπυλών κι ύστερα καρφί στον Άγιο Διονύση στην αποβάθρα των κρητικών. Σαν κυνηγημένος πήγαινα γιατί ήταν η μέρα δεν ξέρω τρομαχτική Ιούλιος μήνας απομεσήμερο μαύριζε ο τόπος απ' τη ζέστη. Είχε ένα παράξενο φως εκείνη η μέρα μαύρο και σκληρό σαν τιμωρία που άλλαζε το σχήμα των πραγμάτων και τα 'κανε όλα αγνώριστα σπίτια δρόμοι αυτοκίνητα όλα αγνώριστα σα να 'σουν ξένος σε ξένη χώρα και οι άνθρωποι εξαφανισμένοι...»
«Να σε διώχνουν απ’ τη δουλειά είναι σαν κάταγμα»,
«Μπορεί το τέλος του κόσμου να 'ρθει κάπως έτσι. Μπορεί κι όχι όμως. Μπορεί να μην τελειώσει ο κόσμος αλλά οι άνθρωποι. Να σταματήσουν οι άνθρωποι να βλέπουν όνειρα ή να κοιμούνται ή να κάνουν έρωτα ή να πίνουν κρασί ή να φιλιούνται. Κάτι τέτοιο. Μπορεί έτσι να 'ρθει το τέλος. Όχι από μετεωρίτες ή απ' τα πυρηνικά ή απ' το λιώσιμο των πάγων. Όχι μ' εκρήξεις και σεισμούς και τυφώνες. Όχι απέξω αλλά από μέσα. Έτσι είναι το σωστό να γίνει. Γιατί ζούμε μέσα στον κόσμο αλλά όχι μαζί με τον κόσμο. Αιώνες τώρα σταματήσαμε να ζούμε μαζί με τον κόσμο. Θα 'ναι άδικο λοιπόν να χαθεί ο κόσμος μαζί μας. Μεγάλη αδικία».

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Δεν πρόκειται να νοιώσουμε χειρότερα

Συνηθίσαμε τα μέτρα, συνηθίσαμε την καθημερινή υποβάθμιση της ζωής μας. Συνηθίσαμε τη φτώχια, όπως το αίμα στον πόλεμο. Και άλλα μέτρα και άλλες μειώσεις μισθών και συντάξεων και άλλες απολύσεις. Παιχνίδια με αριθμούς, ερήμην των ανθρώπων, ερήμην της ζωής. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ήττα. Ηττηθήκαμε κατά κράτος. Ούτε «αέρα» δεν ψελλίσαμε. Ούτε μια τουφεκιά στον αέρα, για την τιμή των όπλων. Υπό τοιαύτας συνθήκας, δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Μας είχαν υποδουλώσει χρόνια πριν, με δολώματα μας οδήγησαν στην μεγάλη φάκα και ύστερα μας έκαναν πειραματόζωα.
Κάθε μέρα και ισχυρότερη δόση δηλητηρίου, μέχρι τελικής πτώσεως για να δούμε πόσο θα αντέξουν τα ποντικάκια. Όμως, «και των ανθρώπων τα κακά κουράζονται και των ανέμων οι πνοές δεν έχουν πάντοτε την ίδια δύναμη. ‘Όσοι ευτυχούν, δεν μένουν ως το τέλος πάντοτε ευτυχείς. Στον κόσμο όλα αλλάζουνε, γι’ αυτό εκείνος πάει πιο καλά που έχει για στήριγμα του την ελπίδα. Δειλού ανθρώπου γνώρισμα είναι το ν’ απελπίζεται» (Ευριπίδου Ηρακλ, Μαινόμ.101)

«Ατελείωτο του ήλιου το κυνήγι» λέει ένα τραγούδι και άμα σταματήσεις χάθηκες. Έτσι είναι αγαπητή μου φίλη που το σχολιάζεις. Το σκοτάδι παραμονεύει. Μεταθέτεις συνέχεια τους προορισμούς για να συνεχίζεται το ταξίδι, για να κινείτε η ζωή, να έχει φόρα η καρδιά και καύσιμα το μυαλό. Ατελείωτο του ήλιου το κυνήγι, για όσους σκαλίζουν ακόμα στον πηλό καράβια και χελιδόνια, για εκείνους που τρέχουν αενάως κυνηγημένοι και κυνηγοί ταυτόχρονα. Του χρόνου, που αμείλικτος μαζεύει τις ζωές μας οι οποίες κρέμονται από τα δέντρα.
Εμείς που συνηθίσαμε να ξεκουραζόμαστε στην σκιά ενός Ονείρου, θα συνεχίσουμε. Και αλήθεια σας λέω δεν πρόκειται να νοιώσουμε χειρότερα…
Δεν είναι η απαισιοδοξία που με οδηγεί σ’ αυτήν την διαπίστωση, είναι η πραγματικότητα που τη βιώνουμε αισιόδοξα.

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...