Συνεχίζοντας, τις προσπάθειες αποσυμπίεσης, στο «καταφύγιο της νοσταλγίας» της Σταματέλας σήμερα, γιατί πάντα υπάρχει χρόνος για όνειρα. «Έγραψα, έσβησα, ξαναέγραψα, ξαναέσβησα. Τίποτα δε μου κάνει. Τόσες λέξεις ετούτη δω η γλώσσα, κι όμως αυτές που διαλέγω να βάλω στη σειρά δεν με βοηθούν να ξεκινήσω \, δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Σύγχυση! Ω ναι! Αυτή η λέξη που δεν μου αρέσει καν όπως ηχεί. - γχ - Τι δίφθογγος που προδίδει κακή άρθρωση, αμείλικτος, δεν ρέει στη γλώσσα. Μπετόν αρμέ ώσπου να βγεί από τα δόντια. Σύγχυση όμως είναι αυτό που μου συμβαίνει. Δεν ξέρω σε ποιο χρόνο να σταθώ. Μετέωρη να κουμαντάρω το παρόν μου και να στρώνω έδαφος για το μέλλον. Ένα μονοπάτι χωμάτινο, δεν είναι καιρός για δομικά υλικά που να αντέχουν. Χώμα κι όσο κρατήσει. Μα για δες! Υπάρχει κι ένα παρελθόν, πλούσιο, με βιώματα, καλά και κακά. Αναμνήσεις, εικόνες, πρόσωπα, αρώματα που δεν ξεθυμαίνουν. Νοσταλγία. Δεν την προσκάλεσα στη μέρα μου. Έρχεται όμως από μόνη της, Παλλάδα Αθηνά. Από μηχανής θεός για να σε πάρει από τις Συμπληγάδες του παρόντος, με τις δυσκολίες και την κατσούφια.
Η νοσταλγία θα σε βάλει μόνη της στην ασφάλεια του περασμένου. Θα σου διαλέξει με υπομονή ότι πιο ευχάριστο και οικείο για να σε ταχταρίσει, να σε κακομάθει λίγο και τελικά να σου πεί «Κοίτα πόσο ευτυχισμένη ήσουν που έτρεχες ξυπόλητο πιτσιρίκι στις γειτονιές, μεσημέρια καλοκαιριού, ατρόμητη στη απειλή του «Μεσημερά», και περίμενες απόγευμα, να ανοίξουν παραθυρόφυλλα, να ποτιστούν βασιλικοί, να σκουπιστούν καντούνια, κι εσύ στο σκαλί με παγωτό ξυλάκι στο χέρι. Τις Κυριακές σου αγόραζαν «πύραυλο». Υπέρτατη χαρά» Η νοσταλγία είναι καλή φίλη σε δύσκολες στιγμές. Σε βγάζει από αδιέξοδα και σου δείχνει ότι υπάρχουν μέσα στον καθένα μικρά καταφύγια που καλό είναι να κρατάμε καθαρά που και που, να ανοίγουμε γρίλιες να μπει λίγο φως. Αυτό θα κάνω : Θα το συγυρίσω το καταφύγιο του παρελθόντος, να κάθομαι να λίγο να ξαποστάσω από τις έγνοιες μου. Κι εκεί στο καταφύγιο της ψυχής μου με τη φίλη μου τη «Νοσταλγία», θα τα λέμε οι φιλενάδες, για να γαργαλάει τα ρουθούνια μου η μυρωδιά από πλαστικό και δέρμα, στο μαρκαντικό του «Αρεστή», όπου πήγαινα για να πάρω τσόκαρα και βιαζόμουνα να φαγωθεί η γόμα από κάτω για να κάνω φασαρία τρέχοντας στις γειτονιές με τις φιλενάδες . Μα πάνω απ΄ όλα θα σκέφτομαι ότι ήμουν ευτυχισμένη και ξένοιαστη, όχι μόνο γιατί ήμουν παιδί αλλά γιατί ο μικρόκοσμος του χωριού μου, μέσα στην απλοϊκότητα του είχε κάτι που έκανε να νιώθω ότι μου ανήκει όλος ο κόσμος, κι ένιωθα ελεύθερη και δυνατή. Ναι η νοσταλγία μου, μου θύμισε πως κάποτε ονειρευόμουν. Καιρός να ξαναρχίσω…Καιρός να ξαναρχίσουμε.!»