Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

Το τερμάτισαν...

Έχω γράψει πολλές φορές για την διαχείριση του δημόσιου χώρου. Αυτό που αντίκρισα όμως, το περασμένο Σάββατο το βράδυ σε κάποια σημεία του νέου πεζόδρομου, στο ύψος της Εθνικής Τράπεζας, δεν έχει προηγούμενο. Τραπεζοκαθίσματα, είχαν καταλάβει ολόκληρο το πλάτος του δρόμου, προμηνύοντας, ότι είναι θέμα χρόνου, αυτή η άθλια εικόνα, να επεκταθεί σε ολόκληρο το μήκος του.


Τραπεζοκαθίσματα παντού, στις πλατείες, στους δρόμους, στους πεζόδρομους, στα καντούνια , όπου υπάρχει δημόσιος χώρος έχει καταληφθεί. Στις περισσότερες των περιπτώσεων παρανόμως. Γιατί είναι παρανομία, να έχεις άδεια για δέκα τραπέζια και να βγάζεις 100.
Δεν είναι σημερινό το πρόβλημα, αυτή η ανομία κρατάει χρόνια και μέρα με την μέρα επιδεινώνεται.
Δεν μπορώ να κατανοήσω την ελαστικότητα που δείχνουν οι αρμόδιοι φορείς και κυρίως η αστυνομία, που έχει και την ευθύνη του ελέγχου. Θα περίμενα από τους επαγγελματικούς φορείς να πάρουν θέση, απέναντι σ΄ αυτήν την ζούγκλα που επικρατεί και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των κατοίκων, δημιουργώντας παράλληλα, αθέμιτο ανταγωνισμό.
Περιμένω χθες τον Δήμο, που έχει και την συνολική ευθύνη να αντιδράσει.
Κουράστηκα να τα λέω και να τα γράφω. Μετά από τόσες συνεδριάσεις, τόσες χαμένες ώρες σε ασκήσεις επί χάρτου, κουράστηκα να δίνω εξηγήσεις.
"Ξημερώνει και εγώ ονειρεύομαι: Ω, να γινόταν μια συνεδρίαση ακόμα για να καταργηθούν όλες οι συνεδριάσεις.

Από Ιούλιο σε Ιούλιο προχωράμε...

Το ημερολόγιο έδειχνε 1η Ιουλίου 1996. Το σώμα της έδειχνε καλοκαίρι. Το γέλιο της έδειχνε την απόλυτη ξεγνοιασιά του καλοκαιριού. Μάζεψε από τα βότσαλα τη θαλασσιά πετσέτα, μπήκε στο μικρό γαλλικό αυτοκίνητό της, και μετά μπήκε στο ντους. Ο καθρέφτης απέναντι από την ντουζιέρα κόντευε να σπάσει από τη δύναμή της. Του χαμογέλασε. Αυτό το καλοκαίρι όλο χαμογελούσε, από την αρχή του. Ήταν 21 και ήταν το καλοκαίρι της.


Ήταν Ιούλιος θυμάμαι και τότε, αμέσως το αισθάνθηκα, «έχεις κάτι από το παρελθόν μου εσύ» σκέφτηκα, δεν στο είπα, γύρω γύρω στο έφερνα μη σε τρομάξω θα καταλάβεις με τον καιρό. Το ότι θα ήσουν η τελεία του μέλλοντος μου, αυτό ούτε και εγώ δεν το είχα καταλάβει. «Σου πάει το καλοκαίρι» σου είπα. «Μας πάει» μου είπες.
Με ρωτάς αν είναι όπως παλιά, κοίταξε τη φωτογραφία. Ένα ώριμο «γιατί» ήρθε να σφραγίσει το παράπονο. Ο χρόνος έριξε τα γκάζια του στις μεγάλες ανηφόρες.
Η σιωπή δεν έφυγε, επιμένει να επιδεικνύει την ηλικία μου.
Τα υπόλοιπα τα κλείνω μέσα. Μόνο εγώ μπορώ να τ’ ακούσω.
Οι ρυτίδες στο λαιμό γεμάτες άρνηση. Σε κάποιες πιο ψηλά, όλες οι μνήμες συγκεντρωμένες, που δεν κατάφεραν να γίνουν λήθη.
“Τα μάτια δεν πιστεύω ότι ασχημίζουν” με διαβεβαιώνει η φίλη μου, αργά το βράδυ από την αγαπημένη ραδιοφωνική συχνότητα. Άντε να υποχωρήσει λίγο το φως τους. Αλλά το πρόσωπο… Α, το πρόσωπο! Δύσκολα τα πράγματα . Το πιθανότερο να διατρέχεται από τους δρόμους που πήρε αυτά τα τριάντα χρόνια, στροφές ανηφόρες ξέφωτα και νύχτες, νύχτες χωρίς. Νύχτες άδειες. Αυλάκια θα έχουν γίνει, διακριτικά ενδεχομένως , αλλά ταυτόχρονα και αποκαλυπτικά. Χάρτης της ζωής το πρόσωπο. Γραμμένα όλα ανάγλυφα. Ευτυχίες και πληγές, ματαιώσεις και αφίξεις αγκαλιές και φονικά.”
“Η νοσταλγία τυλίγει, διαπερνά τα κόκαλα, σαν το αγιάζι, θολώνει τα γυαλιά· αγλαϊζει και διηθεί, ξεγελά. Ο,τι θέλει κρατάει.” γράφει ο Νίκος Ξυδάκης.
Κρατάς γεύσεις, μυρωδιές, ήχους, βουβές εικόνες, με χρώματα Kodachrome, σβησμένα, από μηχανή ινσταμάτικ. Τα χρόνια προβάλλονται ανάκατα μες στο παρόν, μεταποιούνται.
Όσο περνάει ο καιρός, έχω την αίσθηση ότι περισσεύω σε ένα παρελθόν που προσπάθησα να γίνει μέλλον, γιατί αυτό που ήθελα, ήταν μόνο το μέλλον του. Τώρα έχουμε Ιούλιο.

Ούτε λέξη δεν αλλάζω

Αυτό είναι καλό! Να περνάει ένας χρόνος και συ να μένεις εκεί που ήσουν, αμετακίνητος. Στα παιδικά πλάνα, που δεν έρχονται να σε βρουν, που πας εσύ εκεί, όχι για να γίνεις παιδί αλλά για να ξαναβαπτιστείς αθώος...


Ούτε λέξη δεν αλλάζω. Θα συνεχίσουμε… Όχι από εκεί που μείναμε, αυτή η ιστορία δεν έχει στάσεις, δεν κάνει διαλείμματα, λειτουργεί όσο και η ζωή, όσο και η καρδιά. Άντε λίγο πιο γρήγορα, λίγο πιο αργά, λειτουργεί όμως. Μια φορά να σταματήσει, θα είναι η πρώτη. Και η τελευταία.
Σε αυτό το διάστημα, λίγο πριν δοθεί το σήμα του αφέτη, βυθίζομαι σε μια επιλεγμένη σιωπή. Παλεύω με τις λέξεις, με τις φωνές τους, με την εφηβεία τους, που βιάζεται να αποδώσει δικαιοσύνη. Διαδικασία επώδυνη.
Ότι γυρίζω στα ίδια είναι γνωστό και καταγεγραμμένο. Όμως αλλιώς τα κοιτάω κάθε φορά. Σαν παιγνίδι του μυαλού να το εκλάβετε. Ψυχοφθόρο όμως. Και μη νομίζετε ότι μας σώζει η σιγουριά της σιωπής.
Όσο προχωράει το καλοκαίρι, αναρωτιέμαι αν τα αισθήματα ενηλικιώνονται, αν ο έρωτας ενηλίκων έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που τον κάνει διαφορετικό.
Πρέπει να αφήσω πίσω μου αυτά που είναι πίσω μου και να βάλω σε μια τάξη τις ηλικίες μου. Να συμμαζέψω το μυαλό μου, που όλο να κοιμάται στο κορμί μου πριν τρεις δεκαετίες θέλει. Να σταματήσει επιτέλους να αναζητάει απαντήσεις σε χαζές ερωτήσεις του τύπου «τι είναι αγάπη»; Και να ενθουσιάζεται από τους μεταμεσονύκτιους ραδιοφωνικούς προβληματισμούς της Κυρίας ανάμεσα από δύο ερωτικά τραγούδια. «Συγχορδία λέει, είναι η αγάπη αντιθέσεων, διαπλοκή αντιφάσεων, το ταξίδι της μεγάλης μέρας στην ακόμα μεγαλύτερη νύχτα, η ζωή σου ο, κατά τακτά διαστήματα, θάνατος μου. Αλήθεια, τι είναι αυτό που μας κάνει, θαλασσινούς ανθρώπους να τριγυρίζουμε στην τρύπα του ηφαιστείου;
Εκεί που πήγε να δώσει την εξήγηση έβαλε το ερωτηματικό, αυτό που βάζω και εγώ κάθε φορά που προσπαθώ με την λογική να πνίξω το πάθος.
«Δεν εξηγούνται όλα αυτά με λόγια. Μια καλή λύση είναι οι…ιατρικές εξετάσεις… Μια γοητευτικότερη είναι να αφεθείς στις σιωπές του άλλου, να περπατήσεις στις σκιές της, να χαϊδέψεις τα χαμένα της, κι όταν την φέρουν πάλι πίσω τα όνειρα, να την καλοδεχτείς σαν την πρώτη σας φορά. Γιατί ειλικρινής μπορεί να είναι αυτός που τα λέει όλα, αληθινός όμως είναι πάντα εκείνος που έχει το θάρρος να αποσύρεται στον εαυτό του και ταυτόχρονα να είναι διαθέσιμος.

Ας πάμε μπροστά

Η ζέστη και η υγρασία επιβαρύνουν την αναζήτηση. Αιτιολογίες για το κενό, δικαιολογίες για το τίποτα. Κουράστηκα. Χωρίς να το επιδιώκω, συμβάλλω και εγώ πολλές φορές, στη μιζέρια που μας χαρακτηρίζει και εκφράζεται με αυτήν την απίστευτη γρίνια της καθημερινότητας μας.


Έκτισα τοίχο απ’ αυτούς που δεν έχουν αυτιά, να μην ακούω τα νέα τα παλιά. Ταξίδεψα εκεί που ξεκουράζεται η ψυχή. Για να αντέξει. Κάθε μέρα κι ένα σενάριο καταστροφής παραλύει την ραχοκοκκαλιά σου. Πώς να αντέξεις, αν δεν φύγεις. Πως να αντέξεις αν δεν ονειρευτείς; Πώς να κρατηθείς αν δεν επαναφέρεις τα παιδικά σου «Θέλω» και δεν βάλεις πλώρη για τα ανεκπλήρωτα; «Το καλοκαίρι θα μας σώσει» ενθυμούμενοι άλλα καλοκαίρια, έγραφε παλαιοτέρα ο Νίκος Ξυδάκης. «Το καλοκαίρι θα μας σώσει από τους μαυρισμένους εαυτούς μας, θα μας φωτίσει, θα μας κάψει λυτρωτικά με το φως του, θα μας αγκαλιάσει στα νερά του, θα μας βυθίσει στα παιδικάτα και θα μας απιθώσει παρηγορητικά στη μακρά διάρκεια, σμίγοντάς μας με τη φύση σαν ύπαρξη και όχι σαν θέαμα, να μας συμφιλιώσει με τον τόπο, την ιστορία και τον κληρονόμο εαυτό μας, να μας πάρει το στεναγμό και το φόβο.
Πώς να κρατηθείς χωρίς τα περασμένα καλοκαίρια, πώς να το ζήσεις το φετινό χωρίς τη μνήμη. Αυτές οι μνήμες μας κρατάνε και όλα αυτά τα ιδεατά που πιστέψαμε, μην τα ξεχνάμε τώρα».
Το καλοκαίρι φεύγει και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κι άλλο βάρος. Ας πάμε μπροστά, ακόμα κι αν ο ορίζοντας είναι θολός και αβέβαιο το μέλλον.

Τραβάω λέξεις απ' αυτές που τιμούν τη ζωή μας

“Τι θέλεις απ’ τα νιάτα μου;” ένα παράπονο βαθύ από τις συχνότητες του ραδιοφώνου, που αυτήν την ώρα εξομολογούνται...


“Τι θέλω απ’ τα νιάτα σου; Τα νιάτα σου:” χωρίς περιστροφές η απάντηση από την Κυρία που σχολιάζει το τραγούδι και συντονίζεται με την σκέψη μου. “Ήθελα να ήμουν εκεί όταν γελούσες, όταν ερωτευόσουν, όταν πόναγες. Ήθελα να σε βλέπω να χορεύεις, να πίνεις, να τραγουδάς. Ήθελα να σε παρατηρώ να ωριμάζεις χωρίς σκιές στα μάτια, με κλεισμένα τα βιβλία σου στην εφορία των πεπερασμένων ερώτων. Ήθελα να ήμουν εκεί. Παρατηρητής και δικαιούχος του μέλλοντος σου.”
Ήθελα να ήμουν εκεί για να μπορώ σήμερα να καταλάβω τα “θέλω σου” . Για να μπορώ να λύσω το σταυρόλεξό σου.
Η φωνή της δυνάμωνε, είχε μια απόγνωση προορισμού. Σαν να ήταν η τελευταία μέρα της ζωής της. Δεν θυμάμαι πόσες τελευταίες μέρες, πόσες τελευταίες ώρες έχω ζήσει. Πόσες τελείες έχω βάλει. Η παύλα δεν ακολούθησε ποτέ.
“Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης, έλα να μάθεις τι ζωή περνώ”, Το επόμενο τραγούδι. Και ο εγωισμός ενισχυμένος από ισχυρή δόση παράπονου, άρχισε να παίρνει πάνω του.
Όσο και αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να αντικαταστήσω τις λέξεις, ούτε και τη διάθεση. Πολλά μαζεμένα αυτές τις τελευταίες μέρες, με αναμονές και προσμονές, που επιμηκύνουν το διάστημα, σχεδόν το ακινητοποιούν. Δεν περνάει με τίποτα.
Είναι και η ζέστη … και ένα βάρος, σε απροσδιόριστο σημείο, από πολλά μαζεμένα μιας ζωής, που την κυνηγούν οι μήνες.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...