Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Δημόσιος Χώρος; Ιδιωτική Υπόθεση…



Υπάρχουν πόλεις που ανασαίνουν μαζί με τους κατοίκους τους και άλλες που, αντί να ζουν, πνίγονται μέσα στα ίδια τους τα στενά. Η Κέρκυρα μοιάζει τελευταία με εκείνον τον άνθρωπο, που ξεχνάει ποιος είναι, ποιον δρόμο πήρε, ποιον δρόμο άφησε , ποιο δρόμο θα πάρει.

Δυστυχώς, αυτή η πόλη δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε. Κάθε τόσο προκύπτει κάτι που αποδεικνύει ότι ο δημόσιος χώρος παραμένει διαφιλονικούμενος , σε σύμβολα και σε πράξεις. Η Κέρκυρα πια δεν κατοικείται , καταναλώνεται. Δεν περπατιέται , διασχίζεται με GPS. Δεν κοιμάται, νοικιάζεται.

Ο δημόσιος χώρος λέμε, ανήκει σε όλους. Είναι η μνήμη και το μέλλον, το αποτύπωμα του πολιτισμού μας. Εκεί όπου περπατάει ο ξένος και νιώθει οικείος, εκεί όπου ο ντόπιος χαμογελά γιατί αναγνωρίζει τον τόπο του. Μα στην πράξη, κάθε φορά που ρωτάμε «σε ποιον ανήκει;», η απάντηση αλλάζει.

Η προστασία του δημόσιου χώρου δεν απαιτεί χρήματα, αλλά πολιτική βούληση. Γιατί η αλγεινή εικόνα της πόλης μας δεν πλήττει μόνο τους πολίτες, αλλά και τους επαγγελματίες που τηρούν τον νόμο. Είναι ζήτημα ισονομίας, ζήτημα δημοκρατίας.

Αλήθεια, έχουμε συνειδητοποιήσει πού οδηγείται αυτή η πόλη; Γεμίζει μπαρ και καφέ, διώχνει τους κατοίκους της, αλλοιώνεται από τα Airbnb, κλείνει τους παλιούς χώρους αναψυχής πίσω από ιδιωτικές πύλες. Οι τουρίστες κατακλύζουν τους δρόμους, τα λεωφορεία φράζουν την ανάσα της, τα καταστήματα ξεχειλίζουν πάνω στα πεζοδρόμια. Κι εμείς, θεατές σε ένα σκηνικό που χάνει τον εαυτό του.

Δεν ζητάμε μια πόλη μουσειακό έκθεμα, χωρίς ζωή. Ζητάμε μια πόλη ζωντανή, που να σέβεται το μέτρο. Μια πόλη φιλική, που ακούγεται χωρίς φωνές από μεγάφωνα, που μυρίζει ιστορία χωρίς να πνίγεται από σκουπίδια.

Θέλουμε μια Κέρκυρα του 2030, καθαρή, ανθρώπινη, ισορροπημένη. Μια πόλη όπου το δικαίωμα στον χώρο δεν είναι προνόμιο λίγων, αλλά ανάσα για όλους. Η Κέρκυρα αξίζει το μέλλον της. Και το μέλλον της δεν χωράει σε τραπεζάκια που πνίγουν τον δρόμο, ούτε σε νόμους που ξεχνιούνται στο πρώτο χαμόγελο του καλοκαιριού.

Η πόλη ανήκει σε εκείνους που την περπατούν, την αγαπούν, τη φροντίζουν. Όχι σε όσους την καταναλώνουν.
Η πόλη δεν χρειάζεται επενδύσεις. Χρειάζεται ευγένεια. Δικαίωμα στη σιωπή, στην ανάσα, στο βλέμμα που δεν σκοντάφτει σε καρέκλα. Χρειάζεται πολιτισμό.

Ο δημόσιος χώρος είναι καθρέφτης δημοκρατίας. Αν στραβώνει, σημαίνει ότι κάτι πάει στραβά με όλους μας. Γιατί στο τέλος, αν όλα γίνουν ιδιωτική υπόθεση, θα χρειαστεί να πληρώσουμε εισιτήριο για να μπούμε στην ίδια μας την πόλη. 

Σ’ αγαπώ σαν αμαρτία…


Υπάρχουν τόποι που δεν ξεχνιούνται, όσο κι αν τους καταριέσαι. Τόποι που κουβαλούν τη θλίψη και τη γλύκα τους σαν κρυφό τραγούδι. Η Κέρκυρα είναι ένας απ’ αυτούς. Όμορφη σαν καρτ ποστάλ, αλλά με χαρακιά στο χαμόγελο. Σου δείχνει το καντούνι, κρύβει το σκουπίδι. Σου σερβίρει κουμ κουάτ, μα πίνει την πίκρα της μόνη της.


Αιώνες σκλαβιάς, βενετσιάνικα στολίδια, αγγλική φινέτσα κι ένα σωρό φοβίες. Από τότε μάθαμε να φυλάμε το «εγώ» μας σαν θησαυρό. Έτσι, κάθε γειτονιά ένα βασίλειο, κάθε γείτονας μικρός βασιλιάς, χωρίς υπηκόους, μόνο τείχη.

Οι εικόνες που περνούν μπροστά από τις οθόνες μας, καταστροφές, γενοκτονίες, θάνατοι, σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί, διαρκούν όσο ένα δελτίο ειδήσεων. Όταν όμως περάσουν τα χωρικά ύδατα , πονούν πραγματικά. Η κρίση, η πανδημία, κάθε πληγή γίνεται πιο έντονη όταν την αγγίζει το κύμα που σκάει στα πόδια μας. Ο πόνος εδώ έχει θερμοκρασία σώματος... γιατί είναι δικός μας.

Όσο κι αν ταξιδεύουμε, το νησί μας τραβάει πίσω. Σαν μαγνήτης. Ή σαν βάλτος, ανάλογα πώς θα το δεις. Η καταστροφή αποκτά πρόσωπο: είναι ο δικό σου άνθρωπος, ο φίλος σου, το σπίτι σου.

Και πάλι, όμως δεν μαθαίνουμε. Χαμογελάμε στους τουρίστες, βρίζουμε στη σιωπή. Κάθε χρόνο τα ίδια: δρόμοι μισοί, έργα μισά, υποσχέσεις ολόκληρες. Αντί να φτιάξουμε γέφυρες, σκάβουμε χαρακώματα.

Αχ, Κέρκυρα… σε καταριέμαι γιατί σ’ αγαπώ. Γιατί δεν αντέχω να βλέπω τα παιδιά σου να φεύγουν και να γυρνάνε ξένοι. Γιατί θέλω, όταν χαθεί ένα παιδί, να μη βρίσκει μόνο μια πέτρα, αλλά μια πόρτα ανοιχτή.

Αχ, Κέρκυρα, πολιτεία που φυλάς τη θλίψη σου στον βυθό και την ομορφιά σου στην επιφάνεια, δεν αντέχω να βλέπω τους δρόμους σου γεμάτους σκουπίδια και τα μυαλά σου γεμάτα σκόνη.

Θυμώνω με τον τόπο μου γιατί μπορεί. Γιατί θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από μια βιτρίνα για τουρίστες. Αντί για νησί, καταντήσαμε σκηνικό. Και πίσω από τις κουίντες, μισογκρεμισμένα σπίτια, μισές δουλειές, μισά όνειρα.

Ο πόνος εδώ είναι ζεστός. Και η ειρωνεία, καυτή. Γιατί μόνο εδώ μπορείς να βρεις δρόμο χωρίς άσφαλτο, σχέδιο χωρίς τέλος, και ομορφιά που σε τρελαίνει κυριολεκτικά.

Στο τέλος, η Κέρκυρα είναι σαν εκείνη τη γυναίκα που σε κοιτά με βλέμμα μισό γλυκό, μισό φονικό. Σ’ έχει στο χέρι της. Και το ξέρει. 

Για την φίλη μου την Τατιάνα, που δεν έφυγε!


Μερικές απουσίες δεν γεμίζουν ποτέ, μόνο απαλύνονται με τον χρόνο, σαν πληγές που μαθαίνουν να ανασαίνουν. Πριν δυο μέρες έφυγε η φίλη μου η Τατιάνα και η μέρα σκλήρυνε. Ο αέρας πάγωσε, κι όμως μέσα του ταξίδευε το γέλιο σου, αυτό το καθαρό που έσπαγε τις σκιές.


Η σιωπή είναι το μόνο μας όπλο όταν ο πόνος θεριεύει. Κι απόψε, μαζεύω πέτρες σιωπής, μία - μία, για να σταθώ όρθιος. Όχι για να περάσει η θλίψη, αλλά για να μην χαθεί το μυαλό, και το κλάμα το κάνει γέλιο. Γιατί η ζωή, ακόμα κι όταν ρημάζει, βρίσκει τον τρόπο να χτίζει ξανά πάνω στα ερείπια.

Δεν γράφω για να καταλάβετε. Δεν γράφω καν για να παρηγορηθώ. Οι λέξεις αυτές είναι παραμιλητό, σαν μουτζούρα στο χαρτί όταν το χέρι τρέμει και δεν ξέρει τι σχήμα να δώσει. Κι όμως, μέσα στο χάος των γραμμών, ξεπροβάλλουν μορφές, σαν θάλασσες και σαν στεριές, σαν το πρόσωπό σου Τατιάνα μου, που γελάει ακόμη μέσα από τις ρωγμές της μνήμης.

Αν υπάρχει Θεός, ίσως κρύφτηκε για να κλάψει μαζί μας. Ίσως ντρέπεται για όσα αφήνει να συμβούν. Γιατί όταν η πουτάνα η ζωή τα φέρνει έτσι, καμιά δύναμη δεν φαίνεται αρκετά ισχυρή να το αποτρέψει. Τι να πιστέψεις τότε; Ότι όλα είναι μάταια; Όχι. Γιατί μέσα από τον πόνο, μέσα από την οργή, υπάρχει κάτι που δεν πεθαίνει.

Ήσουν ποτάμι ανυπότακτο Τατιάνα και ήρεμο μαζί, δύναμη της φύσης που χάραζε δρόμους στις καρδιές των ανθρώπων. Παιδίατρος που θεράπευε σώματα και ψυχές, φίλη που θεράπευε τις πληγές.

Οι φίλες σου το ξέρουν καλύτερα, η ‘Τετράδα’ σας, όπως τη λέγατε, ήταν το καταφύγιό σας. Γέλια, κλάματα, κουβέντες σοφές και κουβέντες χαζές, εκδρομές της στιγμής, καφέδες της καθημερινότητας. Στα μάτια τους ήσουν πάντα η Κυρία. Κι εκείνες σήμερα πονάνε διπλά, γιατί έχασαν όχι μόνο μια φίλη, αλλά και τον άνθρωπο που τις έκανε καλύτερες.

Κι έτσι, μέσα στη σιωπή, ανακαλύπτω μια απρόσμενη αλήθεια: κανείς δεν φεύγει στ’ αλήθεια.
Όσοι φεύγουν, δεν χάνονται. Μεταμορφώνονται σε εκείνο το αόρατο που στηρίζει το ορατό.
Και εσύ, Τατιάνα, δεν έφυγες, απλώς άλλαξες τόπο.
Θα είστε πάντα τέσσερις.
Κι εμείς, όσοι σε γνωρίσαμε, θα σε κουβαλάμε μέσα μας, κομμάτι πολύτιμο της ψυχής μας.
Καλό ταξίδι στο φως, φίλη μας.
Η ουσία σου - αυτή που τα μάτια δεν βλέπουν - μένει εδώ. Μαζί μας! 

Η Κέρκυρα σε ασφυξία... Στοπ, πριν η πόλη σωριαστεί


Θα μείνω μέσα, εκεί έξω έχει μπλοκάρει το σύστημα. Η Κέρκυρα δεν κινείται, ασθμαίνει, ζει το δικό της κυκλοφοριακό εφιάλτη. Στους δρόμους της δεν ρέει κίνηση, ρέει αγανάκτηση. Ογδόντα χιλιάδες ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα, ανοιχτά διώροφα τουριστικά λεωφορεία, μαύρα βαν, άμαξες, ένα κοκτέιλ χάους που σερβίρεται κάθε μέρα στους κατοίκους και στους επισκέπτες.


Το σκηνικό; Ένα θεατρικό που παίζεται χωρίς εισιτήριο αλλά με πολύ… νεύρο. Ο τουρίστας κοιτάζει το ρολόι, ο ντόπιος δαγκώνει το τιμόνι. Σκηνές μικρής τρέλας: οδηγοί που κάνουν όπισθεν σε στενάκια, σκούτερ που τρυπώνουν σαν φίδια, πεζοί που περνούν με προσευχές.

Κι αν νομίζετε ότι το πρόβλημα είναι μόνο η ταλαιπωρία, η πρόσφατη καθίζηση στα Μουράγια ήρθε να το επιβεβαιώσει με τον πιο σκληρό τρόπο. Τα βαριά οχήματα που περνούν καθημερινά από εκεί, έκαναν τη ζημιά: σοβαρά προβλήματα στον αγωγό αποχέτευσης και κίνδυνος για όλο το παραλιακό μέτωπο. Στην «Παναγιοπούλα» έχει μπει απαγορευτικό. Πόσο ακόμα θα αντέξει η πόλη πριν καταρρεύσει;

Η καθημερινότητα των κατοίκων; Ένας συνεχής εφιάλτης. Ούτε οι τουρίστες περνούν καλύτερα, το μόνο που θυμούνται είναι οι ώρες στο μποτιλιάρισμα. Η πόλη πνίγεται, και για χρόνια τώρα, οι αρμόδιοι κλείνουν τα μάτια. Γιατί; Γιατί το δόγμα είναι ένα: «Όλα για τον τουρισμό». Λες και το χάος είναι μέρος του πακέτου διακοπών. Γιατί στην Κέρκυρα, ο τουρισμός τρέχει… αλλά η πόλη σέρνεται με το χειρόφρενο τραβηγμένο.

Αρκετά. Δεν χρειάζονται άλλες μελέτες που ποτέ δεν τελειώνουν. Χρειάζονται αποφάσεις. Ριζοσπαστικές. Τώρα. Η ατολμία σκότωσε την πόλη. Καιρός να βάλουμε στοπ πριν σωριαστεί οριστικά. Διαφορετικά θα συνεχίζουμε να παίζουμε θέατρο πάνω σε ερείπια.

Πρώτο μέτρο: Καμία είσοδος μεγάλων λεωφορείων στην πόλη. Ούτε για επιβίβαση, ούτε για αποβίβαση. Οι επιβάτες να κατεβαίνουν εκτός κέντρου και να μπαίνουν με μικρά, αθόρυβα, ηλεκτρικά μέσα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Η Κέρκυρα δεν αντέχει άλλα ψέματα. Θέλει ανάσα κι αυτή δεν χαρίζεται, κερδίζεται με πράξεις. Το καλοκαίρι του 2025 μπορεί να γίνει η τελευταία προειδοποίηση. Είτε μπαίνει στοπ στο χάος τώρα, είτε αύριο θα μετράμε απλώς απώλειες: στην ποιότητα ζωής, στην εικόνα μας, στον ίδιο τον χαρακτήρα της πόλης.

Μέχρι τότε, συνεχίστε να οδηγείτε αργά, πολύ αργά, και να απολαμβάνετε το μουσικό μας δρώμενο, άλλωστε στην Κέρκυρα ακόμα και το χάος έχει ρυθμό. 

Αυτοί λείπουν…


Υπάρχει μια βολική τραγωδία που παίζεται ξανά και ξανά. Οι ικανοί, οι τίμιοι, οι οραματιστές μένουν μακριά από την πολιτική. Πρωταγωνιστές, εκείνοι, που μιλούν πολύ, πράττουν λίγο και ξέρουν καλά το παιχνίδι. Είναι αυτοί που υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια και μοιράζουν… κουτόχορτο σε συσκευασία δώρου. Από την άλλη πλευρά, σιωπηλοί στη γωνία, οι ικανοί, οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να αλλάξουν κάτι. Αυτοί λείπουν.


Γιατί λείπουν; Όχι επειδή δεν αγαπούν τον τόπο. Οι αιτίες είναι γνωστές: βρωμιά, παρασκήνιο, κομματικά μαχαίρια, ίντριγκες. Η πολιτική τους μυρίζει μούχλα. Μα μήπως αυτό είναι η εύκολη δικαιολογία; Σαν τον καπετάνιο που αρνείται να μπει στο πλοίο επειδή έχει φουρτούνα. Έτσι, οι καλύτεροι κοιτούν από μακριά, φιλοσοφούν για την παρακμή, πίνουν το κρασί τους και αφήνουν τους τυχοδιώκτες να κουμαντάρουν το τιμόνι.

Μα ο τόπος δεν σώζεται με αποχή. Ούτε με κυνισμό. Σώζεται όταν οι καλύτεροι παύουν να κρύβονται πίσω από την αηδία τους για το «σύστημα» και κάνουν το απλό, μπαίνουν στο παιχνίδι, έστω και αν χρειαστεί να λερώσουν τα χέρια τους με λίγη λάσπη, για να καθαρίσουν το βούρκο. Δεν αρκεί πια να γκρινιάζουμε στα καφενεία και στα social media. Ο ιδεαλισμός δεν είναι ρομαντισμός, είναι θάρρος. Θέλει κόπο. Θέλει ρήξη. Θέλει να λερώσεις παπούτσια, να τσακωθείς με το τέρας χωρίς να γίνεις τέρας.

Ας το πούμε δυνατά: η πολιτική δεν είναι βρώμικη από μόνη της, βρωμίζει όταν την εγκαταλείπουμε στους βρώμικους. Η απουσία των άξιων είναι συνενοχή. Η πολιτική δεν φτιάχτηκε για τους επαγγελματίες της ασημαντότητας. Φτιάχτηκε για τους πολίτες που νοιάζονται. Όταν αυτοί απουσιάζουν, κυβερνούν όσοι ξέρουν μόνο να νοιάζονται… για τον εαυτό τους.

Καιρός να σπάσει η σιωπή. Γιατί αν δεν σηκωθούν οι καλύτεροι, οι χειρότεροι θα συνεχίσουν να έχουν την τύχη μας στα χέρια τους και τα χέρια τους δεν τρέμουν ποτέ, γιατί δεν κρατούν τίποτε βαρύ. Θα συνεχίσουν να χορεύουν πάνω στην πλάτη μας. Και να ξέρετε: αυτοί τον χορό τον ξέρουν καλά.

Για το παραπάνω πρώτος εγώ, αναλαμβάνω την ευθύνη…

Η φωτογραφία είναι του Δημήτρη Χαρισιάδη 

Στο Τέλος… μόνο εσύ


Μεγάλωσες και ακόμα παραπονιέσαι;

Η ερώτηση έρχεται σαν σκούντημα, σαν εκείνη τη φωνή που δεν σ’ αφήνει να βολευτείς.
Σου φαίνεται παράλογο; Δεν είναι. Το παράπονο είναι η τελευταία απόδειξη ότι δεν έγινες μέρος της αδράνειας.

Οι μέρες που πέρασαν γέμισαν αποτυχίες. Καμία εύκολη λύση δεν στάθηκε όρθια. Κι έτσι, με τις ειδήσεις να μαυρίζουν το αύριο, εύχεσαι να τελειώσει γρήγορα το δράμα, να πέσεις στον πάτο χωρίς την αργή αγωνία της βύθισης. Καλύτερα η καταιγίδα από τη μούχλα της αναμονής.

Γύρω σου, η κοινωνία ψάχνει σωτήρες στις πιο σκοτεινές γωνιές. Άκρα δεξιά, άκρα αφέλεια. Τι να πεις; Όταν ο φόβος γίνεται οδηγός, τα λάθη μοιάζουν λύσεις. Εδώ θα μπορούσες να παραπονεθείς δικαίως: για την αφέλεια, για τον φόβο που ντύνει τη μισαλλοδοξία με σημαίες. Αλλά τι να πεις; Ο καθένας ψάχνει τον σωτήρα του.
«Μεγάλωσες, ακόμα παραπονιέσαι;
Κοίτα τα παιδιά που απέτυχαν στις πανελλήνιες. Και εκείνα που πέτυχαν και δεν ξέρουν τι ακριβώς πέτυχαν». Για αυτά να πονέσεις, για τα παιδιά που μπαίνουν στη ζωή μέσα από θρίλερ χωρίς αίματα. Θρίλερ είναι ο επαγγελματικός προσανατολισμός στα 16, όταν η ψυχή δεν ξέρει ακόμα τι θέλει. Θρίλερ είναι να ονειρεύεσαι φιλόλογος και να βρίσκεσαι στη σχολή ψυκτικών. Θρίλερ, ακόμα βαθύτερο, είναι οι έρωτες που θα ζήσουν, οι απογοητεύσεις, οι πρώτες πληγές που δεν φαίνονται.

Να, λοιπόν, το επιχείρημα: Δεν είναι το θρίλερ που μας σκοτώνει, αλλά το αν τολμάμε να το ζήσουμε. Οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι μεγαλώνουν, αλλά κάποια πράγματα, όπως οι φόβοι, οι αγωνίες, η παιδική απορία, μένουν πάντα παιδιά. Και στο τέλος, όταν σβήσουν όλες οι εξωτερικές φωνές, μένει μία να σε ρωτήσει:
«Τι λες εσύ;» Γιατί κανείς δεν θα σου απαντήσει όπως εσύ.
Δεν είναι εγωισμός. Θάρρος είναι 

Μια γρατσουνιά στον χρόνο




Σε μια εποχή που τα λόγια περισσεύουν και οι έννοιες ξεθωριάζουν από την κατάχρηση, η Κέρκυρα παραμένει ένας τόπος με μνήμη, σιωπή και αντοχή. Το παρακάτω, αναζητά την ουσία πίσω από τον θόρυβο, σε ένα νησί που έχει περισσότερα να πει απ’ όσα του επιτρέπουμε να ακουστούν.

Εδώ η σιωπή είναι σπάνιο είδος. Όχι γιατί λείπουν τα λόγια, κάθε άλλο. Περισσεύουν. Μα είναι λόγια που λέγονται για να μην ακουστούν. Ανάλαφρα, άδεια, επαναλαμβανόμενα. Σαν αντίλαλοι που επιστρέφουν απ’ τους τοίχους της παλιάς πόλης, χωρίς να κουβαλούν ουσία.

Το «τίποτα» κάνει φασαρία. Φουσκώνει, βαραίνει, γίνεται είδηση, κουτσομπολιό, ίντριγκα, δράμα. Το ασήμαντο μοιάζει τεράστιο, γιατί αυτή η πόλη έμαθε να βαφτίζει την ασημαντότητα σημαντικό, για να κρύβει την αμηχανία της. Ζει με υπερθετικούς και φθαρμένα κλισέ, με λέξεις όπως «ενότητα» και «ανάπτυξη» που, από την πολλή χρήση, έχασαν το χρώμα τους, έχουν λιώσει από το πιπίλισμα και την υποκρισία.

Στους δρόμους , στα καντούνια στο ιστορικό κέντρο, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τη φθορά πίσω από την τουριστική πρόσοψη. Εδώ όπου κάποτε χτίστηκε Ιστορία, τώρα πλάθεται σκηνοθεσία. Και οι πρωταγωνιστές; Άεργοι ηθοποιοί μιας καθημερινής φάρσας, που κραυγάζουν χωρίς να λένε τίποτα.

Μα ο τόπος αντιστέκεται. Το Λαζαρέτο θυμάται. Το Βίδο σιωπά. Το Παλαιό Φρούριο στέκει αγέρωχο, σαν να μας κοιτά με απορία. «Ποιοι είστε εσείς;» μοιάζει να ρωτά. Και τι είμαστε αλήθεια; Μια στιγμή είμαστε. Μια σκιά στο μάρμαρο της αιωνιότητας. Μια ανεπαίσθητη γρατσουνιά στα γόνατα του αέναου χρόνου.

Δεν είναι εύκολο να δεις την εικόνα όταν είσαι κομμάτι της. Ούτε να σωπάσεις, όταν γύρω σου ουρλιάζει το μηδέν. Όμως η Κέρκυρα αξίζει περισσότερα από τα ψεύτικα δράματά μας. Ζητά σεβασμό, όχι για όσα υπόσχεται, αλλά για όσα ήδη είναι.

Τελικά, αυτό που μένει είναι η σιωπή αυτού του τόπου. Όχι γιατί δεν έχει τι να πει, αλλά γιατί κουράστηκε να τον ερμηνεύουμε με ψέματα. 

Μέρες με υγρασία και αλήθεια

 



Αφού το τέλος είναι κάπου ανάμεσα στη φωτιά και τον πάγο, πώς να τελειώσουμε; Κάθε τέλος είναι μισοτελειωμένο, σαν ανάσα που κόβεται πριν τη λέξη. Όχι, δεν τελειώσαμε. Ούτε όταν ο θυμός εξατμίζεται. Ούτε όταν τα ερείπια σωριάζονται σιωπηλά μέσα μας.

Δεν τελειώνουμε. Κρατιόμαστε. Ξεφλουδίζουμε, σιωπηλά, σαν τους σοβάδες στους τοίχους της Πόλης μας, κάτω από το βάρος της υγρασίας και των παραλείψεων. Εδώ, δεν μας σκοτώνουν οι αποφάσεις, μας φθείρουν οι αναβολές. Μας μαραζώνει η αναμονή. Αφού το τέλος όμως, είναι κάπου ανάμεσα στη φωτιά και τον πάγο, πώς να τελειώσουμε;

Ο Ιούλιος μάς δίνει νέες αφορμές, να τελειώνουμε με τις παλιές. Χάνεται κάτι όταν είναι αληθινά δικό σου; Όταν το «σου» δεν είναι ιδιοκτησία αλλά μνήμη σωματική; Σάρκα και αίμα και όνειρο, τότε τίποτα δεν χάνεται. Ακόμα και αν ο χορός δεν χορεύτηκε, ακόμα κι αν ο ουρανός ήταν άδειος από άστρα, το κράτησες μέσα σου. Και κανείς δεν μπορεί να στο πάρει.

Αν κάτι μας φθείρει, δεν είναι το κακό που έρχεται, αλλά η αναμονή του. Αυτή η αέναη προσμονή του χειρότερου που δεν έρχεται ποτέ ακριβώς όπως τον φοβήθηκες, μα έχει ήδη φάει τη ζωή σου. Το μέλλον δεν προβλέπεται και δεν χρειάζεται. Ο φόβος μάς ξεγελά πως προνοεί, μα στην ουσία μάς κλέβει τον παρόντα χρόνο.

Και γύρω μας; Ένας κόσμος εξουθενωμένος από το πριν και το μετά. Άνθρωποι που έμαθαν να ζουν με το "περιμένω" και να πεθαίνουν χωρίς "τώρα". Ένα κοινωνικό σώμα που φοβάται να νιώσει, μην τυχόν και αισθανθεί.

Το τέλος, αν έρθει, δεν θα μοιάζει με καταστροφή. Θα μοιάζει με λύση , όχι γιατί όλα λύνονται, αλλά γιατί κάποτε σταματάς να ρωτάς. Και μαθαίνεις να περπατάς, έτσι απλά, ανάμεσα στη φωτιά και τον πάγο. 

Η τραγωδία του ελαχίστου

 



Οι νέοι πονούν περισσότερο στις ερωτικές απογοητεύεις. Όχι γιατί πληγώνονται βαθύτερα, αλλά γιατί δεν έχουν μάθει ακόμα, πως ο πόνος είναι τρόπος να μεγαλώνεις.
Μ’ αρέσει αυτό το κείμενο - που έγραψα πριν χρόνια, με άλλη αφορμή - γιατί είναι σαν απολυτίκιο στην Αγία Νεότητα. Διαβάζεται μόνο σε συγκεκριμένες ώρες, όταν η ψυχή ζητά απαντήσεις και η θάλασσα, απ’ το ανατολικό παράθυρο, διδάσκει υπομονή.
«Δεν είναι τίποτα», ψιθυρίζεις. Μια λεπτή ρωγμή. Ένα μήνυμα που δεν ήρθε. Ένα βλέμμα που δίστασε. Μια σιωπή στο τέλος μιας πρότασης, πιο βαριά από όλες τις λέξεις που ειπώθηκαν πριν.
Κι όμως, κάπως έτσι αρχίζουν όλα. Από τα ελάχιστα που δεν κάνουν θόρυβο και γι’ αυτό σε διαπερνούν. Δεν είναι η πληγή, είναι η έκπληξη. Το πώς μπορεί να πονάει τόσο, κάτι τόσο μικρό.
Μη βιαστείς να το προσπεράσεις. Αυτές οι μικρές γρατσουνιές είναι που αφήνουν τα πιο ανεξίτηλα σημάδια. Όχι επειδή άξιζαν, αλλά επειδή έπεσαν πάνω σου όταν ήσουν ακόμα απροστάτευτη.
Το ξέρω. Δεν είναι ο άλλος που λείπει. Είναι εκείνη η παλιά, τρυφερή εκδοχή του εαυτού σου, που ένιωθες πως χωρούσε μέσα σε μια αγκαλιά. Κι όταν η αγκαλιά αυτή άδειασε, εσύ έμεινες μετέωρη, χωρίς χάρτη, χωρίς πατρίδα.
Νόμιζες πως η ζωή είναι φιόγκος. Κι ήταν κόμπος. Κόμπος που λίγο έλειψε να σε πνίξει. Μην πνίγεσαι άλλο σε μια κουταλιά απόρριψης. Η ζωή δεν ζητά ηρωισμούς, μόνο μια μικρή μετατόπιση του νου. Ένα χιλιοστό να αλλάξει θέση η σκέψη και να το φως.
Ό,τι σε πλήγωσε δεν ήρθε να σε καταστρέψει, ήρθε να σε ξυπνήσει. Πώς νομίζεις αντέξαμε τόσα; Με τη ζωή που αγαπήσαμε, όχι με τις ήττες που μετρήσαμε.
Άνοιξε το παράθυρο. Το ανατολικό. Εκεί που το φως δεν ζητά την άδειά σου για να μπει. Κοίτα. Ο κόσμος συνεχίζει. Όχι γιατί δεν πονά, αλλά γιατί δεν σταμάτησε ποτέ να κινείται.
Μην αφήσεις μια στιγμή να γίνει ορισμός. Μη φτιάχνεις ταυτότητα από την απουσία. Η ζωή έχει πληγές, αλλά έχει και επανεκκινήσεις. Σου δίνει κι άλλες σκηνές, αν τολμήσεις να ξαναβγείς στη σκηνή.
Βάλε μουσική. Όχι για να ξεχάσεις, αλλά για να θυμηθείς ότι είσαι ακόμα εδώ. Και άγγιξε τον εαυτό σου όπως θα άγγιζες κάτι πολύτιμο που νόμιζες χαμένο.
Όταν έρθει η στιγμή, στάσου απέναντι στον καθρέφτη χωρίς επιείκεια, χωρίς άμυνα. Γυμνή σαν την αλήθεια. Όχι λιγότερη. Όχι θραυσμένη. Μα ολόκληρη, όπως γίνεσαι όταν δεν έχεις πια τίποτα να αποδείξεις.
Γιατί τώρα δεν πονάς επειδή τελείωσε. Πονάς επειδή αποφάσισες να συνεχίσεις 

Κέρκυρα: μια πατρίδα υπό αναστολή




Η πόλη μας στενεύει. Όχι γιατί μεγαλώσαμε εμείς, αλλά γιατί λιγοστεύει αυτή. Ο Δημόσιος χώρος γίνεται στενωπός: πλατείες που πνίγονται στα τραπεζοκαθίσματα, παραλίες πριβέ, σοκάκια γιουσουρούμ. Το νερό πότε έρχεται, πότε φεύγει. Το ρεύμα επίσης. Το πάρκινγκ αναζητείται με drone. Τα τουριστικά λεωφορεία και εκείνα τα απαίσια μαύρα βανάκια, μπλοκάρουν τις αρτηρίες. Τα αυτοκίνητα στα πεζοδρόμια, οι πεζοί στον δρόμο, κι όλοι μαζί μποτιλιαρισμένοι στη λογική του «ας βολευτούμε». Η πόλη πνίγεται απ’ την επιτυχία της, κι εμείς, θεατές των ψευδαισθήσεων. Μια ζωή που διαρκώς ιδιωτεύει, σαν να είναι ντροπή να κυκλοφορείς χωρίς αντίτιμο.

Η Κέρκυρα ασφυκτιά κάτω απ’ το βάρος του ίδιου της του κάλλους. Το νησί - πατρίδα, έγινε προϊόν. Τα σπίτια έγιναν επενδυτικά πακέτα, οι γειτονιές φωτοσκηνικά για ψηφιακούς περαστικούς. Η φέρουσα ικανότητα δεν είναι πια όριο, είναι λέξη ταμπού. Τα Airbnb απλώνονται σαν πετρελαιοκηλίδα. Δεν έχει σημασία πού θα μείνουν οι ντόπιοι. Η ηχορύπανση δεν είναι μόνο τα ντεσιμπέλ των νυκτερινών μπαρ, είναι και τα χιλιοειπωμένα λόγια, τα καλοκαιρινά δελτία τύπου, που ανακυκλώνουν την απραξία. Κι όλα τούτα, στο φόντο μιας πόλης που διψάει κυριολεκτικά.

Εδώ ο καθένας παίζει τον ρόλο του: ο επισκέπτης τον έκθαμβο, ο ντόπιος τον αγανακτισμένο, ο αρμόδιος τον εξαφανισμένο. Μια θεατρική σκηνή η Κέρκυρα, μόνο που οι θεατές μένουν όρθιοι, γιατί δεν υπάρχουν καθίσματα. Τα ‘δωσαν όλα για τραπεζάκια έξω. «Η αλήθεια του καθενός είναι ο δρόμος του», λέει ο θυμόσοφος, μα εδώ οι δρόμοι δεν οδηγούν πουθενά, μονάχα σε αδιέξοδα με παρκαρισμένες αυταπάτες. Καθένας το κοντό του και το μακρύ του. Δεν επικοινωνούμε πια, απλώς υπερκαταναλώνουμε λέξεις.

Ο πολιτισμός στεγάζεται σε αποθήκες, κι οι μνήμες φυλάσσονται πρόχειρα. Ό,τι δεν είναι άμεσα αξιοποιήσιμο, εκποιείται. Από τις μαρίνες μέχρι τις κορυφογραμμές, και αν δεν μας φτάσει η στεριά παίρνουμε και κομμάτια από την θάλασσα. Όλα τεμαχίζονται στον πάγκο της αξιοποίησης. Η «ανάπτυξη» εδώ μεταφράζεται: ιδιωτικοποιώ, αποκλείω, χρεώνω.

Όμως ο δημόσιος χώρος είναι η τελευταία μας πατρίδα. Εκεί που δεν χρειάζεται να πληρώσεις για να σταθείς. Αν τον χάσουμε, δεν θα μείνει τίποτα κοινό – μόνο ενοικιαζόμενες σιωπές και μια Κέρκυρα που κατοικείται από επισκέπτες.

Κι όμως, η Κέρκυρα αντέχει. Όχι γιατί της αξίζει αυτό το βάρος, αλλά γιατί κουβαλάει ιστορίες παλιές – πιο σοφές απ’ όλους μας. Αν μας ανεχτεί κι άλλο, θα ‘ναι από καθαρή ευγένεια. Κι αν επιβιώσει, θα είναι από τύχη. Ή από πείσμα

Η γεωγραφία της επιστροφής


Ο χρόνος περνά. Το νιώθω στο σώμα, το ακούω στα βήματα των άλλων. Κι όμως, εγώ στέκομαι. Όχι επειδή αρνούμαι να προχωρήσω. Απλώς, με τραβούν πίσω κάτι τοπία που δεν ξέμαθαν να μιλούν. Τα παιδικά. Εκείνα που δεν σε θυμούνται, αλλά που εσύ επιστρέφεις. Όχι για να ξαναγίνεις παιδί, αυτά τελείωσαν. Επιστρέφω για να ψάξω την αθωότητα που κάηκε στα μισά της διαδρομής.

Αυτή η πορεία δεν έχει διαλείμματα. Δεν χωράει παύσεις. Όσο ζεις, κινείσαι. Έστω και μέσα στη σιωπή. Εκεί χωράει όλη μου η κόπωση, σε αυτή την εκούσια σιγή πριν το επόμενο ξεκίνημα. Μια παύση γεμάτη φωνές που δεν βρήκαν τη σειρά τους. Οι λέξεις με δικάζουν, οι σκέψεις ωριμάζουν με άγαρμπους τρόπους. Η σιωπή δεν είναι καταφύγιο. Είναι πεδίο μάχης.
Ξαναγυρνάω στα ίδια. Το ξέρω. Αλλά κάθε φορά είναι αλλιώς. Δεν αλλάζει το τοπίο, εγώ αλλάζω. Κι όσο βαθαίνει ο χρόνος, τόσο πιο επιτακτικό γίνεται το ερώτημα: Τι μένει; Τι αξίζει να σωθεί; Ο έρωτας, οι στιγμές, η αλήθεια;
Τα καλοκαίρια έχουν τον δικό τους ήχο. Δεν συγχωρούν εύκολα. Με ρωτούν αν ωρίμασαν τα αισθήματα. Αν ο ενήλικος έρωτας είναι καθαρός ή απλώς πιο υπόγειος. Τους απαντώ ότι δεν έχω πια όρεξη για εξηγήσεις. Ούτε για θεωρίες περί αγάπης.
Κάποτε, μια φωνή στο ραδιόφωνο είπε: «Η αγάπη είναι συγχορδία αντιθέσεων». Δεν ξέρω αν είναι. Ξέρω μόνο πως ό,τι αξίζει, πονά. Και πως δεν σώζεσαι με λέξεις. Σώζεσαι - ίσως - όταν αποδέχεσαι πως δεν θα σωθείς.
Αυτό κάνω. Επιστρέφω. Όχι για να εξηγήσω. Για να θυμηθώ πώς είναι να μένεις, όταν όλα φεύγουν

Η ευτυχία δεν έρχεται με courier...

Δ


ρόσισε το μυαλό μου, όχι ο καιρός. Έξω ακόμα φυσάει ο νοτιάς της κοροϊδίας. Εδώ στην Κέρκυρα, ξέρεις, τα σπίτια έχουν υγρασία, αλλά τη συνηθίζεις. Αυτό που δεν αντέχεται είναι η υγρασία στην ψυχή. Αυτή που μπαίνει σιγά, με τα επιδόματα, με τα “έκτακτα μέτρα”, με τις υποσχέσεις που μυρίζουν μουχλιασμένη ελπίδα. Κάποτε πίστευα πως η ευτυχία θα με βρει ξαπλωμένο κάτω από μια ελιά, αλλά τελικά, μάλλον θα με βρει λαχανιασμένο σε κάποια στροφή της ανηφόρας.


Ο κόσμος αλλάζει, οι πολιτικοί όχι. Οι υποσχέσεις τους έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τα γιαούρτια στο ψυγείο μου. Μας ταΐζουν επιδόματα, σαν να ’μαστε φυτά σε θερμοκήπιο: λίγο ρεύμα, λίγο πετρέλαιο, μια σταγόνα αξιοπρέπειας Ο κόσμος γέρασε απότομα. Όχι από τα χρόνια, από το γονάτισμα. Έμαθε να ζει με τα μισά.

Μια ολόκληρη κοινωνία - η δική μας - στρογγυλοκάθεται πάνω στην ιδέα πως «δεν αλλάζει τίποτα». Κι ενώ βουλιάζουμε, κρατάμε το ποτήρι στο χέρι και φωνάζουμε «όπα». Στις φιλαρμονικές παίζουμε Μότσαρτ, αλλά στην κάλπη ρίχνουμε την πρώτη καρικατούρα που μάς κλείνει το μάτι από την τηλεόραση.

Και το νησί; Το πιο ευλογημένο ίσως κομμάτι του Ιονίου. Που από καρδιά της Μεσογείου, καταντάει καρτ ποστάλ για τουρίστες και αφορμή για επιδοτήσεις. Που πνίγεται στη δόμηση, στη ρουσφετολογία, στην αφωνία.

Παράπονο; Όχι, δεν ταιριάζει. Μόνο τύψεις που αφήσαμε την υγρασία να ποτίσει το μέσα μας, αντί να αφήσουμε την αύρα της ζωής να μας φυσήξει. Καθόμαστε σαν φυτά εσωτερικού χώρου, απέναντι από τηλεοράσεις που παίζουν δράματα με ήρωες χωρίς ήθος και ειδήσεις χωρίς είδηση.

Θέλω μια ζωή που να αντέχει χωρίς “πρόγραμμα σταθερότητας”. Μια χώρα που να μη χρειάζεται προπαγάνδα. Θέλω μια αγάπη που να μη μου ζητά να σκύψω για να τη ζήσω. Να μην ξεθωριάζει, να μην καίγεται στις υψηλές θερμοκρασίες και τις χαμηλές προσδοκίες. Και να την αντέχω κι εγώ. Όπως αντέξαμε πολέμους, χούντες, μνημόνια, πανδημίες.

Αλλά, όπως είπε ο Τσιτσάνης (ή μήπως ο Ηράκλειτος με μπουζούκι): όλα ρέουν, κι εμείς μαζί τους. Μέχρι να συναντήσουμε την ευτυχία. Όχι στην άκρη του δρόμου, μα στη στροφή, την ανηφορική. Εκεί που σταματάς, παίρνεις ανάσα, και συνεχίζεις.
Με λίγη μουσική. Και πολλή καρδιά.

Η γλυκιά ζωή τελείωσε. Τώρα τι;




Η Πολιτική αποσύρθηκε. Παρέδωσε τα κλειδιά, τα χαρτιά, τις σφραγίδες. Κάποτε έπαιρνε αποφάσεις, τώρα παίρνει απουσίες. Η Οικονομία στέφθηκε βασίλισσα, με σιδερένιο στέμμα και κανιβαλικές διαθέσεις. Δεν μιλάει πολύ, αλλά αποφασίζει για όλα. Τι θα φας, τι δε θα φας, πού θα μείνεις, αν θα μείνεις. Ό,τι περισσεύει, κόβεται. Κι αν δεν περισσεύει, και πάλι κόβεται. Αποφασίζει τι αξίζει να ζήσει και τι όχι. Ανθρώπους, ιδέες, προθέσεις.

Ο πλανήτης καίγεται. Οι τιμές ανεβαίνουν για να φτάσουν τον ήλιο ή να μας τον κρύψουν. Ο φόβος εγκαταστάθηκε μόνιμα στο σαλόνι μας και πίνει καφέ με το άγχος. Η κλιματική αλλαγή στέκει σαν απειλή και σαν άλλοθι: «Δεν φταίμε εμείς, η φύση αγρίεψε».

Ζούμε μια εποχή που δεν έχει όνομα. Το παλιό πέθανε, το καινούργιο δεν έχει ακόμα βαφτιστεί. Ένα διάστημα λευκό, σαν σελίδα που ο συγγραφέας ξεχνά τι ήθελε να πει. Προς το παρόν, τίποτα δεν συμβαίνει. Και όταν συμβεί, θα ’ναι αλλού. Εμείς απλώς θα το δούμε στις ειδήσεις.

Οι κοινωνίες προόδου απέτυχαν παταγωδώς να προοδεύσουν. Η «ανάπτυξη» μάς άφησε με ενοίκιο απλησίαστο και διακανονισμό εσαεί. Τα σπίτια μας υπό αίρεση. Τα όνειρά μας υπό αναστολή.
Προς το παρόν, πλακωνόμαστε από το παρόν. Ανίκανοι να προγραμματίσουμε. Κοιτάμε πίσω: άλλος με νοσταλγία, άλλος με απέχθεια. Κι όμως, κάποτε οι άνθρωποι ξυπνούσαν και κάθε μέρα ήταν ελαφρώς πιο φωτεινή από την χθεσινή. Σήμερα, ξημερώνει και δεν είμαστε σίγουροι αν ξυπνήσαμε σε αύριο ή σε μια επανάληψη του αδιεξόδου.

Η νεοφιλελεύθερη συνταγή, υποσχόταν αξιοκρατία και «ευκαιρίες», τελείωσε άδοξα: μισοί σε φυλακή, οι άλλοι σε ρύθμιση με την τράπεζα. Και στο ενδιάμεσο, ένας στρατός «περιττών» που περισσεύουν από παντού, ακόμα κι από τη δική τους ζωή. Η αξιοπρέπεια παζαρεύεται με δόσεις. Η κοινωνία στηρίζεται στους «άριστους». Οι υπόλοιποι παλεύουμε με το ρεύμα κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κόβουμε έξοδα, κόβουμε φτερά, κόβουμε εαυτούς.

Οι κοινωνίες που αξίζουν, λένε, ξεκινούν απ’ τους πιο αδύναμους. Εδώ ξεφορτωνόμαστε πρώτα αυτούς. Πιο φτηνά. Πιο απλά. Πιο ήσυχα.

Η φωτογραφία από τη Γλυκιά Ζωή του Φελίνι μάς κοιτά μελαγχολικά. Όχι γιατί ήμασταν τότε καλύτερα, αλλά γιατί τότε το αύριο έμοιαζε πιθανό, είχε γεύση. Τώρα έχει επιτόκιο.

Σήμερα περιμένουμε την επόμενη λέξη της Ιστορίας. Ελπίζουμε να είναι ανθρώπινη

Μνήμη σε χαμηλή φωτιά


Πάλι εδώ. Με τα λίγα και τα απαραίτητα. Η ψυχή ανήσυχη, ψάχνει ανάπαυση όχι στα δελτία ειδήσεων, μα στις σιωπές. Εκεί όπου η μνήμη ψιθυρίζει κι η καρδιά θυμάται. Ξαναγυρνώ στη φωτιά. Όχι για να χορτάσω, μα για να υπάρξω. Για να σωθώ. Να θυμηθώ . Όχι κουμπί. Όχι παραγγελία με «εκτίμηση χρόνου παράδοσης».

Μαγειρεύω για να μην ουρλιάξω. Για να μη με ρουφήξει η επικαιρότητα που αλλάζει κάθε είκοσι λεπτά. Στήνω τα υλικά μου, λίγα, απλά και γνώριμα: ένα κρεμμύδι που με κάνει να δακρύζω πιο τίμια απ’ το δελτίο ειδήσεων, ένα σκόρδο που θυμίζει το πέτρινο γουδί , λίγη ντομάτα από εκείνες που κάποτε είχαν γεύση. Μαγειρεύω για να φύγω. Να αποδράσω απ’ την ευτέλεια του «επείγοντος» και να ενταχθώ στο τελετουργικό του ουσιαστικού. Δεν μαγειρεύω για να φάω. Ούτε καν για να τραπεζώσω. Μαγειρεύω για να θυμηθώ, για να ξανασυναντήσω. Τραπέζια φανταστικά, πρόσωπα απόντα, σούπες που μοσχοβολούν παρελθόν.
Δεν θέλω αφρούς και «μους» με παράξενες ονομασίες. Θέλω λαδερά που κρατούν ακόμα κάτι από τις αυλές του καλοκαιριού, από ταψιά που άχνιζαν στους παλιούς φούρνους της Κέρκυρας. Εκεί που το φαΐ ήταν τελετή. Και η γεύση, υπόσχεση συντροφικότητας.
Η μαγειρική δεν είναι επάγγελμα, είναι σχέση. Ένα είδος ερωτικής πράξης, με τις σωστές δόσεις και τις απαιτούμενες σιωπές. Όπως έλεγε ο Μοντεμπέλι, η αφή προηγείται της γεύσης. Η σάρκα του ψωμιού, το σμάλτο του σταφυλιού, το κεχριμπάρι του κρασιού, όλα ενώνονται σε μια Εδέμ που, προς στιγμήν, ανοίγει.
Η παλιά μυρωδιά του τυπογραφείου χάθηκε. Η δημοσιογραφία ξεφτίλισε τη μαγεία της λέξης. Όμως εδώ, πάνω απ’ τις κατσαρόλες μου, ξαναβρίσκω την αλήθεια. Τη μυρωδιά που δεν εφευρίσκεται, που επιστρέφει σαν φάντασμα παιδικό και μου θυμίζει το πρώτο φιλί με γεύση βερμούτ.
Οι συνταγές είναι μνήμες. Δεν γράφονται , βιώνονται. Η τέχνη της μαγειρικής μοιάζει με την ερωτική: προκαταρκτικά, κορύφωση, αποφόρτιση. Και στα δύο, δεν επιτρέπεται βιασύνη. Μόνο αφοσίωση.
Μαγειρεύουμε για να σταθούμε απέναντι στον κόσμο που καταρρέει από ταχυφαγεία, και ταχύτητες. Μαγειρεύουμε για να θυμόμαστε ποιοι είμαστε. Για να επινοήσουμε ξανά τη γεύση της ζωής.

Επικοινωνούντες οίκοι ανοχής




Κάποτε περπατούσες την οδό Φυλής με σκυμμένο βλέμμα και αμήχανο βήμα. Τώρα, απλώς βολτάρεις μετακυλώντας την οθόνη πάνω κάτω. Τα φώτα νέον έγιναν ειδοποιήσεις, τα ραντεβού στα τυφλά μεταλλάχθηκαν σε «match», και η ντροπή αντικαταστάθηκε από φίλτρα. Τα μπορντέλα άλλαξαν διεύθυνση, μετακόμισαν στα κοινωνικά δίκτυα.

Η οδός Φυλής μετακόμισε. Δεν άλλαξε ταμπέλα, άλλαξε πλατφόρμα. Από το λιθόστρωτο στον αλγόριθμο. Από τη σιωπή της προσποίησης στο θόρυβο της υπερέκθεσης. Πλέον, τα φωτεινά κορίτσια δεν στέκουν πίσω από κουρτίνες, παίζουν ερωτικά παιχνίδια με φίλτρα γάτας και καρδούλες.

Παρακολουθώ από απόσταση ασφαλείας, όχι από ηθική ανωτερότητα, αλλά από ψυχική ανάγκη. Είναι άβολο να μπαίνεις σε σπίτια ανθρώπων από την κλειδαρότρυπα. Είναι αστείο - και λίγο θλιβερό - να βλέπεις να συγχαίρουν δημοσίως τη μάνα τους που τους γέννησε με ωραία ζυγωματικά. Η αυτοπροβολή έπαψε να είναι αμάρτημα. Είναι trend.

Οι «παρέες» του διαδικτύου είναι μιας χρήσης. Μοιάζουν με τις νύφες του Βούλγαρη, λίγη φωτογένεια, πολλή μοναξιά. Συναισθηματικά μονόκλινα δωμάτια, όπου όλοι ψάχνουν κάποιον να τους μοιάζει. Όμως, χωρίς το βλέμμα του άλλου, χωρίς την αμηχανία του σώματος, χωρίς το κοινό τραπέζι, καμία σχέση δεν ζυμώνεται.

Κάποτε γράφαμε επιστολές. Τώρα γράφουμε λεζάντες. Κάποτε ρωτούσαμε "πώς είσαι;". Τώρα απλώς κάνουμε tag. Οι σχέσεις έγιναν κοινοποιήσεις, οι σκέψεις emoji και η μοναξιά πιο φλύαρη από ποτέ. Δεν είναι τα social media το πρόβλημα. Είναι ο τρόπος που τα κατοικούμε. Μπαίνουμε με τις παντόφλες της αφέλειας και νομίζουμε πως αγγίζουμε τον κόσμο.

Δημόσιος Χώρος; Ιδιωτική Υπόθεση…

Υπάρχουν πόλεις που ανασαίνουν μαζί με τους κατοίκους τους και άλλες που, αντί να ζουν, πνίγονται μέσα στα ίδια τους τα στενά. Η Κέρκυρα μοι...