Χωρίς επιστροφή
Αν η ζωή ήταν φιλμ, θα κόβαμε με ψαλίδι τις σκηνές που βαραίνουν. Θα αφήναμε να κυλήσουν μόνο τα καλοκαίρια που μύριζαν θάλασσα, τις μέρες που η αιώρα γινόταν βασίλειο και μια πορτοκαλάδα έφτανε για να γεμίσει τον κόσμο γεύση. Τότε που η χαρά δεν είχε ετικέτα, ήταν απλώς η φυσική αναπνοή των πραγμάτων.
Τώρα τα καλοκαίρια σωριάζονται σαν κλεισμένοι φάκελοι. Κάποια τα χώνεις στο συρτάρι, κάποια τα ξεχνάς στο βάθος. Μένουν μονάχα όσα έγραψαν στο σώμα σου ίχνη: ρυτίδες που γεννήθηκαν από γέλιο, ή γραμμές που σκάλισε το δάκρυ. Τα υπόλοιπα γλιστρούν στη σιωπή, όπως σβήνει η λάμψη μόλις τελειώσει η προβολή.
Ύστερα, ο αριθμός «δύο». Δύο μονοπάτια, δύο καρδιές, δύο εγωισμοί που παλεύουν να χωρέσουν στον ίδιο χρόνο. Ο πιο δύσκολος αριθμός, γιατί υπόσχεται κοινότητα αλλά ζητά παραίτηση. Κι όλοι λαχταρούν την αγκαλιά, μα τρέμουν το βάρος της. Έτσι σκορπιζόμαστε, θραύσματα που διψούν να φανούν ολόκληρα. Με το ίδιο ξόρκι στα χείλη: «Δεν το περίμενα». Τόσο βολικό, που έγινε σύνθημα ύπαρξης.
Αν άκουγε η λογική, όλα θα είχαν τελειώσει νωρίς. Μα η λογική ξέρει μόνο να μετράει, δεν ξέρει να ονειρεύεται. Κι έτσι το έργο συνεχίζεται με σκηνοθέτη την ελπίδα και βοηθό την απειρία. Η ελπίδα πως το επόμενο καρέ θα ’χει φως, η απειρία που μας κάνει να βαδίζουμε σαν πρωτάρηδες σε μια σκηνή αιώνια άγνωστη.
Αν ήταν όλα σινεμά, θα γυρίζαμε πίσω, θα ξαναζούσαμε, θα δίναμε στην τύχη το κύρος μιας προσεκτικά γραμμένης πλοκής. Μα η ζωή δεν έχει δεύτερη κόπια. Μόνο θεατές που αγωνίζονται να κρατήσουν τον ρόλο τους μέχρι να πέσει η αυλαία.
Κι όταν πέσει, κανείς δεν φωνάζει «ξανά». Γιατί η ζωή δεν επιστρέφει, προβάλλεται μονάχα μία φορά.
Κι εμείς, φυσικά, συνεχίζουμε να πληρώνουμε εισιτήριο για μια παράσταση που δεν παίζεται ξανά.
Σχόλια