Φως στο ημίφως
Στην καρδιά της πόλης, εκεί που το λιμάνι σμίγει με την πλατεία και τα στενά, ο φάρος ανάβει το τελευταίο του φως. Δεν στέκει στην άκρη του κόσμου, μα στη μέση του δικού μας, σιωπηλός θεατής μιας καθημερινότητας που βουλιάζει στο μισοσκόταδο.
Ο «Σίδερος», ο πρώτος φάρος των ελληνικών θαλασσών, στέκει στον υψηλότερο δυτικό λόφο του Παλαιού Φρουρίου από το 1822. Κι όπως τότε χρειαζόταν ανθρώπινα χέρια να κρατούν ζωντανό το φως του ελαιόλαδου, σήμερα αναβοσβήνει αυτόματα, με δύο λευκές αναλαμπές, φέροντας τον ίδιο αδιάκοπο ρυθμό μέσα στον χρόνο.
Κάθε βράδυ, η δέσμη του πέφτει πάνω στους δρόμους, που πνίγονται με την πρώτη νεροποντή, στις ουρές των αυτοκινήτων που σφηνώνουν ώρες στην κίνηση, στα απορρίμματα που στοιβάζονται σαν ανεπιθύμητοι ένοικοι σε κάθε γωνιά. Σαν να θέλει να μας φωτίσει τις πληγές μας, όχι για να τις γιατρέψει, αλλά για να μην ξεχάσουμε ότι υπάρχουν.
Ο φάρος είναι εκεί, επιμένει. Ενώ γύρω του αλλάζουν κυβερνήσεις, αρχές και υποσχέσεις, εκείνος ανάβει με την ίδια πεισματική κανονικότητα. Δεν ζητά τίποτα, μόνο μας θυμίζει ότι το φως δεν χρειάζεται εξαγγελίες για να υπάρξει. Χρειάζεται μόνο συνέπεια.
Κι όμως, η πόλη μοιάζει να ’χει ξεχάσει αυτή τη λέξη. Ξεχάσαμε πως το φως δεν είναι στολίδι, είναι δικαίωμα. Στην ύδρευση που δεν φτάνει, στους δημόσιους χώρους που χάνονται, στα μνημεία που τα τρώει ο χρόνος. Εκεί, ο φάρος μοιάζει να μας κοιτά ειρωνικά: «Αν δεν μπορείτε εσείς να κρατήσετε ζωντανή την πόλη, πώς θέλετε να κρατήσω εγώ ζωντανό το φως;»
Το τελευταίο του φως δεν είναι υπόσχεση, είναι προειδοποίηση. Αν μάθουμε να ζούμε στο σκοτάδι, τότε και ο φάρος θα σβήσει, όχι γιατί δεν αντέχει, αλλά γιατί δεν θα τον χρειαζόμαστε πια.
Η φωτογραφία είναι το Σταμάτη Καταπόδη
Σχόλια