Ζήλια, μίσος… Ανώφελα φορτία. Μάταιες φωτιές που κατατρώγουν εκείνον που τις κουβαλά, όχι τον αποδέκτη τους. Και όσο κι αν προσπαθείς να τα αποβάλεις, να τα αφομοιώσεις ή να τα εξορκίσεις, μένουν εκεί, κατάλοιπα μιας ανθρώπινης συνθήκης που δεν αντέχει το φως.
Δεν είναι η ζέστη του καλοκαιριού που λυγίζει το σώμα. Είναι εκείνη η άγνωστη, η ενδογενής, που σιγοβράζει κάτω απ’ το δέρμα. Χωρίς θερμόμετρα, χωρίς διαγνώσεις. Μόνο με συνέπειες.
Μέρες αναμονής. Προσμονής. Που δεν κυλούν, αλλά επιμηκύνονται βασανιστικά. Κι όσο κρατά το «περίμενε», τόσο πληθαίνουν μέσα σου τα γιατί, τα όχι, τα μακάρι. Όλα όσα δε βρίσκουν απάντηση, γίνονται θραύσματα που σκίζουν σιγά-σιγά τον πυρήνα.
Και μετά, μια σπίθα. Μια αλήθεια που άναψε χωρίς προειδοποίηση. Κι εγώ, εύφλεκτος, άναψα και κάηκα. Όχι από έκπληξη. Από οικειότητα. Το γνώριμο εκείνο κάψιμο της ψυχής που ξέρει τι θα συμβεί και το δέχεται σιωπηλά.
Ζούμε μέσα σε μια πραγματικότητα που σφίγγει, σαν ζώνη σε σώμα που δεν ανασαίνει. Και το χειρότερο; Την έχουμε αποδεχθεί. Μπαίνουμε στις ζωές των άλλων, όπως έλεγε εκείνη η φωνή του ραδιοφώνου, με το καταραμένο χάρισμα των ευαίσθητων. Να νιώθουμε ξένους πόνους σαν δικούς μας. Να καιγόμαστε με ξένες φωτιές.
Κι έτσι μένουμε μετέωροι. Ανάμεσα στον Θεό και στον Διάβολο. Ξένοι και στους δυο.
Κι όμως… εμείς καίγομαστε, για να μην παγώσουν οι άλλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου