Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Κ’ ήρθες εσύ… Ποίηση


Το φως από τη μία και το σκοτάδι από την άλλη, το φωτεινό πρόσωπο της αισιοδοξίας με το σκοτεινό πρόσωπο του πένθους. Εαρινή ισημερία, Άνοιξη, Ποίηση. Η αναφορά στην ποίηση σήμερα και όχι μόνο σήμερα, που είναι η μέρα αφιερωμένη, αλλά και κάθε μέρα.

Αν η ζωή μου δεν έχει την ποιότητα που επιθυμώ τι να την κάνω; Στο μεταίχμιο της αλλαγής των εποχών, σε εκείνο ακριβώς το σημείο που σε ξεγελάει , η ρομαντική εφηβεία μου ξεσηκώνεται και μου θυμίζει εκείνα που ήθελα και δεν μπόρεσα.
Οι χαραμάδες έγιναν ποτάμια πλημμύρισε χρυσάφι ο ουρανός , οι βαριές μάζες από τα υπολείμματα του χειμώνα παραμερίστηκαν.
Και ύστερα ήρθε το βράδυ και ο Ρίτσος, που τον ήξερα από τα χρόνια της πρώιμης επανάστασης, μου ψιθύρισε την «εαρινή συμφωνία» και φώτισε…

«Θ’ αφήσω
την λευκή χιονισμένη κορυφή
που ζέσταινε μ’ ένα γυμνό χαμόγελο
την απέραντη μόνωσή μου.
Θα τινάξω απ’ τους ώμους μου την χρυσή τέφρα των άστρων
καθώς τα σπουργίτια
τινάζουν το χιόνι απ’ τα φτερά τους.

Έτσι σεμνός άνθρωπος ακέριος
έτσι πασίχαρος κι αθώος
θα περάσω κάτω απ’ τις ανθισμένες ακακίες των χαδιών σου
και θα ραμφίσω το πάμφωτο τζάμι του έαρος.
Θα ‘μαι το γλυκό παιδί
που χαμογελάει
στα πράγματα και στον εαυτό του
χωρίς δισταγμό και προφύλαξη. Σαν να μην γνώρισα τα χλωμά μέτωπα των χειμωνιάτικων δειλινών
τις λάμπες των άδειων σπιτιών
και τους μοναχικούς διαβάτες
κάτω απ’ τη σελήνη του Αυγούστου.
Ένα παιδί.

Είχα κλείσει τα μάτια
για ν’ ατενίζω το φως.
Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν’ αναπνέω.
Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής
κ’ η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.
Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.
Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ’ όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.
Κ’ ήρθες εσύ… 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημόσιος Χώρος; Ιδιωτική Υπόθεση…

Υπάρχουν πόλεις που ανασαίνουν μαζί με τους κατοίκους τους και άλλες που, αντί να ζουν, πνίγονται μέσα στα ίδια τους τα στενά. Η Κέρκυρα μοι...