Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Η πόλη δεν προλαβαίνει να ξεκουραστεί



 Κέρκυρα, λένε, είναι ευλογημένος τόπος. Και είναι. Αρκεί να μην θες να κυκλοφορήσεις, να παρκάρεις ή να πιεις νερό τον Αύγουστο. Δυο βήματα όλη κι όλη, κι όμως νιώθεις πως η κάθε μετακίνηση απαιτεί σχέδιο μάχης και ευχή στον άγιο Σπυρίδωνα.

Κάθε εμπειρία παρκαρίσματος κρύβει μέσα της φιλοσοφικά ερωτήματα: Πού ανήκω; Πόσο χώρο καταλαμβάνω σε αυτόν τον κόσμο; Και γιατί αυτός ο χώρος είναι πάντα κατειλημμένος;

Η Κέρκυρα το καλοκαίρι δεν ανήκει πια σε μας. Ανήκει σε εκείνους που έρχονται για λίγες μέρες, φορτωμένοι με βαλίτσες, και προσδοκίες, στριμώχνονται στον ίσκιο ενός δένδρου ψάχνοντας το Google Maps και ένα μπουκάλι νερό. Οι ντόπιοι ψάχνουν απλώς να φύγουν.

Στην Κέρκυρα, η στασιμότητα δεν είναι αδράνεια, είναι ταυτότητα. Όλα επιστρέφουν με πείσμα: η μιζέρια με νέο ένδυμα, η ακινησία με άρωμα τουριστικής ευδαιμονίας.

Εμείς, οι μόνιμοι κάτοικοι, γινόμαστε φαντάσματα μέσα στην ίδια μας την πόλη. Περπατάμε στα στενά, προσπαθώντας να αποφύγουμε τις ουρές και τα τραπεζάκια. Το καλοκαίρι τους, το δικό μας καλοκαίρι, έχει μετατραπεί σε περίοδο αναμονής. Είμαστε οι αόρατοι θεατές και πρωταγωνιστές αυτής της παράστασης, παγιδευμένοι στη δίνη μιας πόλης που δεν προλαβαίνει να ξεκουραστεί, που δεν θέλει να ξεκουραστεί. Κοιμάται αργά, ξυπνάει ανήσυχη. Σαν να ’χει πάντα κάτι να της ξεφεύγει . Όχι επειδή δουλεύει. Αλλά γιατί δεν έχει πού να σταθεί.

Η Κέρκυρα είναι κουρασμένη. Το βλέπεις στα πεζοδρόμια που λείπουν, στις σκιές κάτω απ’ τα δένδρα που έγιναν πάρκινγκ, στους δημόσιους υπαλλήλους που κρατούν σημειώσεις χωρίς να ξέρουν πού θα τις παραδώσουν. Το βλέπεις και στα πρόσωπα: άνθρωποι με σκιά στα μάτια, όχι απ’ τον ήλιο, απ’ την επανάληψη.

Μάθαμε να ζούμε με τη βρωμιά, όχι μονάχα την υλική, μα εκείνη την αόρατη, που σέρνεται στους διαδρόμους της πολιτικής, στα στόματα των βολεμένων. Αντανακλαστικά έχουμε μόνο όταν πονάμε προσωπικά. Τότε ίσως να θυμηθούμε ότι κάποτε πιστεύαμε, ονειρευόμασταν, φωνάζαμε. Τώρα απλώς καθόμαστε. Δεν εντυπωσιαζόμαστε. Δεν σηκωνόμαστε.
Όλοι κάτι προλαβαίνουν να πουν. Κανείς δεν ακούει. Πόλη μικρή, θόρυβος μεγάλος. Ο χρόνος δεν κυλά, βράζει. Οι εποχές μπερδεύονται. Καλοκαίρι από τον Μάρτη, χειμώνας τον Νοέμβρη, Άνοιξη ποτέ.

Δεν είναι τα κείμενα που γυρίζουν πίσω. Είναι τα χάλια μας που δεν έφυγαν ποτέ. Είναι τα χάλια μας που μένουν ίδια. Εμείς αλλάζουμε ρούχα, αλλάζουμε δήμαρχο, αλλάζουμε και λάστιχα. αλλά το τοπίο, αγέρωχο στην παθογένειά του.

Η φωτογραφία είναι της Σοφίας Μιχαλά 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημόσιος Χώρος; Ιδιωτική Υπόθεση…

Υπάρχουν πόλεις που ανασαίνουν μαζί με τους κατοίκους τους και άλλες που, αντί να ζουν, πνίγονται μέσα στα ίδια τους τα στενά. Η Κέρκυρα μοι...