Ήταν
φθινόπωρο, εποχή
κατάλληλη για να γραφτεί το παρακάτω,
γιατί εγώ το θυμήθηκα στα μέσα Ιουλίου,
δεν μπορώ να το εξηγήσω. Είναι σαν εκείνα
τα όνειρα που μας γεμίζουν απορίες. “Πως
ήρθε στον ύπνο μου αυτό απόψε;”
«Με
την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε
το καλοκαίρι». Αργά και βασανιστικά,
ξεκινάει «ο μεγάλος ερωτικός».
Στο
περιθώριο ενός κατάλευκου εγγράφου,
που έχω απέναντι μου και θέλει ν’
ανταμώσει με φράσεις, που να δίνουν λίγο
μπόι σ’ αυτόν το ξεχασμένο εγωισμό, «Τι
ρόλο παίζω;» και «Γαμώ τις ηλίθιες
ευαισθησίες μου, που επιμένουν να με
δείχνουν δυνατό», αυτός εκεί στην κόντρα
«αν μ’ αγαπάς και είναι όνειρο ποτέ να
μη ξυπνήσω, γιατί με την αγάπη σου ποθώ
να ξεψυχήσω…»
Μια
ζωή, πόσα παράπονα αντέχει; Όλες οι
απαντήσεις μου, στιγμές ήταν, που ο
χρόνος δεν κατάφερε να τις ορίσει.
Απέραντες στιγμές. Διαρκείας. Απόψε
μοιάζουν να χορεύουν ένα ταγκό σαν
εκείνο στο Παρίσι…
Ο
κόσμος αισθάνεται απογοητευμένος,
ταπεινωμένος και εξαπατημένος απ’ όλες
τις μεριές. Μια ανυπόφορη ψευδολογία
που δεν ξεγελά πια κανένα. Η εξουσία,
όπως η Αγία Τριάδα. Πατήρ, Υιός και Άγιο
Πνεύμα. Διαπλεκόμενα
.
Για άλλη μια φορά θα μαζέψω τα κατεστραμμένα
σκηνικά της φαντασίας μου και θα
προσαρμόσω το όνειρο επάνω σε κρανίου
τόπο. Έχω ανάγκη να πιαστώ από κάποια
φαντασίωση. Δεν μπορώ να παραδεχτώ πως
τούτη η φτηνή και ηλίθια πραγματικότητα
είναι η τελική μας μοίρα. Δεν μπορεί να
εξαντλήθηκαν τα όρια μου πρέπει πάλι,
έστω με κάποιο ψέμα να κινήσω την προσοχή
μου, να ερεθιστώ...