Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

Με μια πληγή από παλιά μελαγχολία




Η αναφορά γίνεται για τις μνήμες και το Νοέμβρη, η δικής μας η γενιά όσο και αν προσπαθήσει δεν πρόκειται να τον ξεχάσει. Δεν περιέχει ευχές, άλλωστε για κάποιους θα είναι καλός, για κάποιους άσχημος, κάποιοι θα πατήσουν απ’ ευθείας στο Δεκέμβρη, περνώντας αδιάφορα τον ενδιάμεσο χρόνο τους. Ο Νοέμβρης του ‘73 προπορεύεται απ΄ όλους τους Νοέμβρηδες της ηλικίας μου.
Ναι εμείς και η Μνήμη. Και ο Νοέμβρης, ως σύμβολο, ήταν για τη γενιά μου - λίγο πριν, λίγο μετά - προθάλαμος για την ενηλικίωση. Εκεί βαφτιστήκαμε πολιτικά και παραδοθήκαμε σπάταλα στο παρόν. M’ αυτούς τους κάποτε νέους, τους κάποτε εξεγερμένους, πορεύεται σήμερα εν πολλοίς η Ελλάδα.
Οι περισσότεροι σήμερα αντιμετωπίζουν το Πολυτεχνείο όπως γράφει Ν Ξυδάκης “με συγκατάβαση, στο όριο της αδιαφορίας. Αν τους ρωτήσεις τι σημαίνει γι’ αυτούς, θα ταλαντευτούν ακαριαία μεταξύ εχθρότητας και αμήχανου δέους. Δεν είναι τακτοποιημένο ακόμη• ενοχλεί. Άλλοι, μάλλον λίγοι, το βλέπουν με έμφοβο θαυμασμό, δηλαδή, δεν το βλέπουν. Τα παιδιά του Δημοτικού το μπερδεύουν με την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου• μόνο που αναρωτιούνται: χωρίς Τούρκους και Γερμανούς, ποιοι είναι οι κακοί; Αρκετοί λυκειόπαιδες, με μισοχωνεμένο τον Επιτάφιο του Περικλέους, το βλέπουν σαν προνομιακό πεδίο για την εξεγερσιακή τους γυμναστική. Και κάποιοι μεσήλικες, που ήταν νέοι τότε, το βλέπουν σαν τη ματαιωμένη νιότη τους”.
Κάπως έτσι και αν οι Νοέμβρηδες που έζησα μέχρι σήμερα απέκτησαν κάποια υπόσταση και αν έγιναν μουσική και αν έγιναν τραγούδι και καταγράφηκαν στο χρόνο, ο Νοέμβρης του ‘73 ευθύνεται.
«Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει μ' ένα τρένο Αθήνα, Λάρισα, ωραία Θεσσαλία
στην Κατερίνη ακούει τραγούδι αγαπημένο με μια πληγή από παλιά μελαγχολία. Στη Σαλονίκη φθάνει απόγευμα στις έξι μ' έναν καιρό που όλο σκέπτεται να βρέξει. Νοέμβρης μήνας...»
Έχει και συνέχεια ...Νοέμβρης μήνας, η μοναξιά του, σαν ανήμερο θηρίο και φεύγει μ’ ένα κουρασμένο λεωφορείο. Και ο φετινός Νοέμβρης με την χώρα σε καραντίνα , γίνεται ακόμα πιο σκληρός. 

Το βλέπετε στην Παλαιστίνη...



Ξέρετε πόσοι φασίστες κρύβονται πίσω από τις μπλε σημαίες; Ξέρετε πόσοι πίσω από την προβολή της εθνικοφροσύνης, λεηλατούν αυτή την άμοιρη πατρίδα;
Γεμίσαμε ατσαλάκωτες και άκαπνες μπλε σημαίες αυτές τις μέρες της πλειοδοσίας του “πατριωτισμού” και της πατριδοκαπηλίας. Αλήθεια αυτοί οι ντυμένοι με την γαλανόλευκη είναι οι πατριώτες και εμείς που δε βάζουμε σημαίες στο μπαλκόνι, που δεν πάμε στην παρέλαση, που δεν σταυροκοπιόμαστε, που δεν ζητάμε πιστοποιητικά πατριωτισμού και ελληνικότητας, δεν αγαπάμε την πατρίδα; Δεν είμαστε Έλληνες;
Για να τελειώνουμε. Σ΄ αυτή τη γιορτή του έθνους και του λαού δεν υπάρχει χώρος για προδότες και για επιγόνους των προδοτών», έγραφε ο Στάθης στο «ναυτίλο» , αυτός που κρατάει τη σημαία είναι που της δίνει το νόημά της. Άλλο η σημαία στα χέρια του λαμόγιου που λεηλατεί από θέση εξουσίας το Λαό, άλλο στα χέρια του ελεύθερου πολιορκημένου στο Πολυτεχνείο.
Και εμείς που δεν ντυνόμαστε με την γαλανόλευκη να ξέρετε ότι λατρεύουμε τη πατρίδα μας, μέσα από τα γράμματα και τον πολιτισμό της.
Το λάθος μας είναι ότι η αποστροφή μας στα “πατριωτικά” τσιτάτα, άφησε χώρο σε όλους αυτούς τους “ υπερπατριώτες” να ντύνονται στα μπλε πάνω από τα μαύρα. Η αγάπη μας όμως η δική μας για την πατρίδα είναι στέρεα, γιατί πηγάζει μέσα από ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Δεν ξέρω αν μπορούσε να γίνει αλλιώς, αν έπρεπε να γίνουμε κάποιοι άλλοι για να μην προλάβουν οι “άλλοι”.
Δυστυχώς Σε μια χώρα που αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα επιμένουν με βήμα και κορμί καμαρωτό, με όλα αυτά τα βαρύγδουπα, που συνοδεύουν την εθνική τους φανφάρα.
Κάθε χρόνο τα ίδια, η ίδια φωτογραφία που με το καιρό ξεθωριάζει και η επανάληψη που έχει γίνει αφόρητη.
Είναι καιρός να πούμε όχι στις παρελάσεις.
Είναι καιρός να ξεριζώσουμε απ’ την εκπαιδευτική διαδικασία όλα όσα συντηρούν και εκτρέφουν τους αιμοσταγείς και αιματοβαμμένους εθνικισμούς, που προετοιμάζουν τους ανθρώπους να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, για ένα καλύτερο χθες… Το βλέπετε στην Παλαιστίνη. 

Κάθε μέρα τον θυμόμαστε




Σαν σήμερα το 1925 γεννήθηκε ο Μεγάλος Μάνος Χατζιδάκις. Φυσικά και δεν χρειάζεται καμία επέτειος για να τον θυμόμαστε. Κάθε μέρα τον θυμόμαστε. Και πώς να μην θυμόμαστε έναν άνθρωπο που πέρα από την μαγεία της μουσικής που μας χάρισε, έδωσε μια άλλη αισθητική στον λόγο, μια άλλη αισθητική στις λέξεις που απορρίπτουν τη σκόνη από την καθημερινή τους χρήση και ξαναπαίρνουν την αρχική τους πρόθεση, τη δύναμη της καταγωγής τους.

«Γιατί μ' ενθουσιάζει η ιδέα να μιλήσω για λέξεις, μας λέει, που ξαπλώνουν με ηδυπάθεια για να παντρευτούν τους ήχους, ειδικά τακτοποιημένους κι αποκλειστικά συνταιριασμένους γι' αυτές»
Όταν οι λέξεις έρχονται σ' επαφή μ' αυτό που λέμε Μουσική, πριν απ' όλα λιποθυμούν, ξαπλώνουν, παραδίδονται και χάνουν κάθε από φυσικού τους ενέργεια, κίνηση, ζωή. Κι ύστερα αρχίζει η περιπέτεια της μελωδίας. Πρέπουσας ή απρεπούς. Κατάλληλης ή ακαταλλήλου.
Εγώ όμως θα σας μιλήσω για την πρέπουσα και κατάλληλη. Γι' αυτήν που θα ταιριάξει άρρηκτα με τις λέξεις, έτσι που δύσκολα θα τις διαβάζει κανείς μετά, χωρίς ν' αργοκυλά στον νου του το μελωδικό τους ντύσιμο. Μια και η λέξη όταν την πολιορκεί η Μουσική, λούζεται την παρθενική της χάρη και δίχως δική της ρυθμική αγωγή, μένει γυμνή έτσι καθώς ξαπλώνει στο κρεββάτι των «πέντε γραμμών», για να την κάνει δική του ο μουσικός.
Για να συζευχθεί η λέξη με τη Μουσική, οφείλει να περάσει μεσ' απ’ την κάθαρση της ποιητικής θεραπείας. Να αποκτήσει ποιητική υπόσταση - που σημαίνει, να ξαναβρεί αυτή την προαναφερθείσα «παρθενική χάρη» και ν' αποκαλυφθεί καινούργια, απρόοπτη, έτσι καθώς θα τοποθετηθεί πλάι σε άλλες καινούργιες κι απρόοπτες αναγεννημένες λέξεις
Κάθε αυθαίρετο ρυθμικό πλησίασμα της Μουσικής, που δεν παίρνει υπ’ όψη της την εσωτερική ρυθμική αγωγή του στίχου, κινδυνεύει να καταλήξει σε μιαν αταίριαχτη και προδομένη συνουσία…
Αυτά για τις λέξεις και για τις ιδιότυπες «ερωτικές» συνήθειές τους .. Άλλα δεν έχω να σας πω, προς το παρόν. Ίσως ξαναμιλήσουμε, αν δεν βυθιστώ κι εγώ ζαλισμένος σε κάποιο κίτρινο ποτάμι, προσπαθώντας ν' αγκαλιάσω ένα φεγγάρι”. 

Είμαστε εμείς ο δρόμος του Πλέσσα...


“Ξημερώνει Κυριακή να το θυμάσαι” Ήμουν πιτσιρικάς όταν πρωτοκυκλοφόρησε “ Ο δρόμος “, χθες ο αγαπημένος δημιουργός του, Μίμης Πλέσσας, πήρε το δρόμο προς τους ουρανούς. Έφυγε; Δεν έφυγε και πως να φύγει.

Το παρακάτω, ημιτελές και αγαπημένο. Κάθε φορά που η μνήμη ανασύρει ένα τραγούδι, το φέρνω κοντά μου για να του προσθέσω ακόμα δυο λέξεις. Όχι για να τελειώσει, αλλά για να συνεχίσει το ταξίδι.
Και δεν θα ολοκληρωθεί, γιατί ενώ φτάνεις στον επίλογο και είσαι έτοιμος να μαζέψεις μολύβια και χαρτιά, μια αναπάντεχη λέξη έρχεται να σου υπενθυμίσει, ότι αυτό που εσύ νομίζεις τέλος είναι ακόμα μια αρχή.
Σήμερα ήρθε ένας ρυθμός ανακατεμένος με ανοιξιάτικα αρώματα και με ψαλμωδίες αναστάσιμες. Εκεί γύρω στα 16. Τι ηδονή!
Όπως ένα άρωμα, όπως μια εικόνα, όπως ένα άγγιγμα, όπως μια γεύση. Ένα τραγούδι. Είναι μνήμη και είναι εκτός συναγωνισμού.
Όταν γράφτηκε ήταν ένας ρυθμός, κάτι στο μυαλό του συνθέτη κάτι στο μυαλό του στιχουργού. Ύστερα, έγινε άρωμα, έγινε εικόνα, έγινε δρόμος, έγινε φιλί, έγινε βλέμμα, έγινε συνάντηση και χωρισμός, έγινε πόνος και χαρά. Έγινε κομμάτι ζωής ξεχωριστό για τον καθένα. Έγινε επιτυχία.
Σ’ αυτόν τον τόπο, μπορεί να έλειψε το ψωμί και η ελευθέρια, το τραγούδι όμως πάντα μας ζέσταινε. Μας μεγάλωσαν τα τραγούδια, κάποια απ’ αυτά μας σημάδεψαν, γιατί δεν ήταν μόνα τους, ήταν κομμάτι της ζωής μας. Έντυσαν γεγονότα, έβαλαν ήχο στις σιωπές, έγιναν ύμνοι προσωπικοί με αξία εθνική για τον καθένα. Τα τραγούδια, μας ψυχανάλυσαν, σκάλισαν μέσα μας κάτι αδιευκρίνιστο και χάραξαν καινούργιους δρόμους για τη ζωή.
Είναι δικά μας τα τραγούδια όταν φύγουν από τα χέρια των δημιουργών, γίνονται τραγούδια της παρέας, της μοναξιά μας, της θλίψης μας. Το ίδιο τραγούδι αποκτά ξεχωριστή σχέση με το καθένα μας, γίνεται σημάδι στο χωροχρόνο μας. Γινόμαστε ήρωες της μουσικής και των στίχων. Είμαι εγώ ο "αλήτης" της Μοσχολιού και ο «ξενύχτης» του Μητροπάνου. Είμαστε εμείς ο δρόμος του Πλέσσα. 

"Το κινητό σου βγάζει φωτογραφίες; Το δικό μου βγάζει κραυγές"


Η ιστορία εξουθενωμένη από όλα αυτά τα άλματα που σημειώθηκαν κατά τις δύο προηγούμενες χιλιετίες, αρχίζει να κινείτε ταχύτατα, με βήματα προς τα πίσω.
Και είναι ο εγωισμός που διακατέχει την πολιτική λειτουργία, βασική αιτία, γι’ αυτή την πορεία.
Δείτε τα γεγονότα. Δεν είναι οπισθοδρόμηση να πολεμάμε ακόμα; Δεν είναι οπισθοδρόμηση να ζώνονται άνθρωποι με εκρηκτικά και να παίρνουν μαζί τους στο θάνατο αθώους και ένοχους για τα την πίστη την αγία; Δεν είναι οπισθοδρόμηση η τηλεοπτική ξεφτίλα, η ανεργία, η μόλυνση του πλανήτη, η μετάλλαξη της φύσης; Δεν είναι, οπισθοδρόμηση η μειωμένη απασχόληση, η μείωση του ελεύθερου χρόνου, η αποστήθιση της μάθησης; Δεν είναι οπισθοδρόμηση οι εκπτώσεις στην υγεία, στην παιδεία, στις κοινωνικές παροχές; δεν είναι οπισθοδρόμηση να μας πνίγουν τα σκουπίδια; Δεν είναι οπισθοδρόμηση, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός; Δεν είναι οπισθοδρόμηση να πεινάνε να διψάνε και να πεθαίνουν εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη;
Αρκετά εξελίχτηκαν τα κινητά και τα μοντέλα αυτοκινήτων, ας εξελίξουμε και λίγο το μυαλό μας, να στραφεί στις πραγματικές ανάγκες, που χρόνο με το χρόνο μεγαλώνουν. Να προστατεύσουμε το περιβάλλον πρωτίστως, για να προλάβουμε τα χειρότερα .
Λίγο καθαρό αέρα χρειαζόμαστε για να πάρουμε βαθιές ανάσες. Λίγο ραδιόφωνο τα βράδια να μας βάζει ερωτηματικά για να ονειρευτούμε.

«Το κινητό σου βγάζει φωτογραφίες; Το δικό μου βγάζει κραυγές. Τι μπέρδεμα! Γιατί νομίζω ότι ξυπνάω όταν κοιμάμαι;»
 

Ζούμε σουρεαλιστικές καταστάσεις


Σε ένα πρόσφατο κείμενο, είχα αναφερθεί στο φαινόμενο του έκπτωτου πλέον Πρόεδρου του Σύριζα, στον άνθρωπο που μας συστήθηκε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έγινε γνωστός με απίστευτη ταχύτητα στο ευρύ κοινό. Δεν έγινε γνωστός για την πορεία και την προσφορά του μέσα στην κοινωνία, δε μάγεψε ένα πολύ μεγάλο τμήμα των μελών του ΣΥΡΙΖΑ που τον ψήφισε για αρχηγό, για τις θέσεις του, την πολιτική του ταυτότητα, την ιδεολογία του, το μάγεψε γιατί είχε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά για να παρηγορήσει έναν ηττημένο πολιτικό χώρο. Νέος, λαμπερός, επιτυχημένος, αυτοδημιούργητος, μορφωμένος, που γίνεται ανάρπαστος στην αγορά. Είναι ο άνθρωπος, που ήρθε από το πουθενά με κεντρικό σύνθημα να νικήσει τον Μητσοτάκη, λες και αυτό είναι το μοναδικό ζητούμενο σήμερα για την αριστερά, να κυβερνήσει με κάθε τρόπο έστω και δεξιά.

Μα αν θέλαμε έναν νέο Μητσοτάκη γιατί δεν κρατάμε αυτόν που είναι και ορίτζιναλ.
Ο Κασελάκης δεν είναι γέννημα της κοινωνίας, είναι ένα παιδί του σωλήνα, που ήρθε για να δώσει τέλος στην αριστερά και να μας μεταφέρει σε μια μεταπολιτική εποχή, εκεί που οι επιλογές προσώπων δεν γίνονται με πολιτικά κριτήρια, επιβεβαιώνοντας παράλληλα τον θρίαμβο της επικοινωνίας απέναντι στην πολιτική, αλλά και την εξαφάνιση κάθε έννοιας της αριστεράς απ’ αυτό που εκφράζει - όσο έχει απομείνει - το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα της αριστεράς τελείωσε, πολύ πριν το Κασελακη, η ιστορία όμως δεν τελειώνει τόσο απλά.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ που άρχισε να εκφυλίζεται εδώ και κάποια χρόνια, να κλείνει ένα κύκλο, όμως η αριστερά δεν τελειώνει τόσο εύκολα. Και δεν τελειώνει, όσο υπάρχει όραμα, αιτήματα και διεκδικήσεις.
Προς το παρόν θα ζήσουμε καταστάσεις, όπου θα έχουμε μια «Αριστερά» χωρίς αριστερούς, και έναν κόσμο της Αριστεράς άστεγο που θα ελπίζει σε ένα σχήμα ικανό να τον στεγάσει.

Μια 1η Σεπτέμβρη στους ‘Ερμονες”


 Από Σεπτέμβρη σε Σεπτέμβρη. Όμορφα καραβάκια! Κι ας είναι χάρτινα, έρχονται όμως. Πάντα βρίσκουν το δρόμο τους. “... Aλήθεια πως να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, όχι από το παρελθόν ή τον άλλο, αλλά από μια ηλιόλουστη μέρα του Σεπτέμβρη.

Σήμερα μια μέρα καθόλα καλοκαιρινή, έχει μια γεύση φθινοπώρου. Και αρώματα έχει, και αγγίγματα και ήχους. Τι νοσταλγούμε; Δεν ξέρω, το παρελθόν ωστόσο το νιώθω . «Η νοσταλγία νιώθεται, κατασκευάζεται, σαρκώνει την ύλη» γράφει ο Νίκος Ξυδάκης. Η νοσταλγία ό,τι θέλει κρατάει. Κρατάει γεύσεις, μυρωδιές, ήχους, εικόνες. Τα χρόνια προβάλλονται ανάκατα.
Κάνω μια προσπάθεια να βρω λέξεις , όχι για να περιγράψω, δεν περιγράφεται, για να πλησιάσω τα συναισθήματα που γεννά η ύλη της νοσταλγίας : ό,τι θυμόμαστε, ό,τι ζήσαμε, ό,τι νομίζουμε πως θυμόμαστε, ό,τι έχουμε ανάγκη, τόσο που να το ζούμε ξανά και ξανά. Το σκηνικό παρά την κλιματική αλλαγή παραμένει το ίδιο. Ιόνιο, γαλαζοπράσινο, μας τυλίγει και μας θυμίζει, καθώς διασχίζουμε το καλοκαίρι - όλο και πιο αραιά είναι αλήθεια, αφού τα χρόνια κάθονται πάνω μας σαν σκόνη - μια αναλαμπή και αφήνει να χυθεί ορμητική η ανάμνηση μέσα μας.
«Έρμονες», εκεί βαφτίστηκα, εκεί έμαθα να κολυμπώ, βουτιές απ’ το, πρώτο μικρό βράχο το « κασάρι» στις πρώτες μου απόπειρες , ύστερα από το μικρό , και τέλος από τον μεγάλο της «αστραπής». Ο Τούρκος αντίκρυ μαρμαρωμένος να δίνει τροφή στην παιδική φαντασία μας δυναμώνοντας το θρύλο.
Ακούω αυτή την ύλη: τη νιώθω με όλες τις αισθήσεις μου. Παρέες εφήβων, όνειρα γεμάτοι, κορμιά μαυρισμένα , ιδρωμένα από το ποδαρόδρομο, η θάλασσα βαθιά, προσκαλεί. Μία στιγμή μαγική εκεί κάπου από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβρη ξαναζεί , έρχεται σαν αστραπή και μας ταράζει.
Πάμε… είπα, σαν άλλοτε να τρέξουμε όλοι μαζί και να χαθούμε στα βαθιά. Είναι τόσο ισχυρή η ύλη της νοσταλγίας που μηδενίζει το κοντέρ. Ύστερα έρχεται γλυκά για να κάνει το απόγευμα αφόρητα γλυκό και να προχωρήσει πέρα από την επαφή του σώματος με το αλμυρό νερό. Να μας γεμίσει άρωμα Ambre Solaire από τα σώματα των τουριστριών, να μας επαναφέρει την αμηχανία από τα πρώτα βλέμματα, τα πρώτα αγγίγματα, τα πρώτα σκιρτήματα , και ύστερα καμάρι και αυτοπεποίθηση, ντυμένοι στα ασπρόρουχα, να νομίζουμε ότι γίναμε άνδρες. Μια τέτοια νύχτα στους «Έρμονες» ένοιωσα τον εαυτό μου ενήλικο . Εκεί συνάντησα την έκπληξη της ύπαρξης, σπαρτάρισε το σώμα μου όταν με πρόλαβε ξύπνιο η αυγή, σε ερωτικό παραδομό.
«Μια τέτοια νύχτα» όπως καταλήγει ο Ξυδάκης «σφραγίζει το σώμα για πάντα. Γίνεται καταγωγή. Αυτή τη νύχτα νοσταλγούμε πάντα. Μια αναλαμπή, ο διακαμός του σαρκίου μας, ιδού: το Αρχιπέλαγος της καταγωγής μας. Η ύλη της νοσταλγίας.» 

Η γοητεία δεν έχει εχθρό το χρόνο

 


Όσοι μεγαλώνουν γυρνάνε πίσω. Εκεί που ακουμπούν. Κοιτάζουν τους δρόμους που περπάτησαν. Τα βήματα που έκαναν και οι περισσότεροι με όση βεβαιότητα κρύβει ένα ψέμα, δεν «μετανιώνουν για τίποτα».

Και όμως όσα είναι πια «έτσι», θα μπορούσανε να είναι κάλλιστα κι αλλιώς. Επιλογές, δόξα τω Θεώ, μας δίνει η ζωή ακόμα και στον ύπνο μας: Θα ονειρευτούμε απόψε η θα φοβηθούμε τ’ όνειρο, επιλέγοντας – τελικά – να βυθιστούμε σε λήθαργο; Η βασική επιλογή, άλλωστε, είναι «το όνειρο» ή «η προσγείωση.» Κατόπιν καθορίζει χαρακτήρες και σκιαγραφεί ζωές, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα συνειδήσεις. Στο φινάλε μετράει τα κέρδη και τις ζημιές: τόσα για τα όνειρα άλλα τόσα για το θαύμα. Βάλε και την αυτοθυσία, γράψε για τον συμβιβασμό, μέτρησε και τον φόβο, αφαίρεσε την ελπίδα, πολλαπλασίασε την με τ’ απογεύματα που ζήσαμε διαίρεσε τα με το ταξίδι… μια η άλλη! Ο εαυτός μας ξανά. Σε μια ισορροπία εύθραυστη και προσποιούμενη και με τη θεωρία πάντοτε στο τσεπάκι. Να ντύνει την πράξη, να μας δικαιολογεί τα βήματα. Που δεν τα μετρήσαμε και τα κάναμε. Που όλα τα λογαριάσαμε, φοβηθήκαμε τελικά και δεν τα κάναμε. Μια η άλλη! Κι η ανεκπλήρωτη εκδοχή που χρονίζει και εκείνη στο χαρτί, πράξη εν δυνάμει γιατί είναι η θεωρία συμπυκνωμένη πράξη...
Όμως όσο η ψυχή να θέλει να το κρύψει, «Το σώμα, είναι που, εντέλει, διαθέτει μπέσα κι ειλικρίνεια. Μου το έγραψε η Λίλιαν πριν πολλά χρόνια και ύστερα το έκανε βιβλίο, «Χαίρε παραμύθι μου» ο τίτλος.
«Τουλάχιστον, εγώ, το σώμα είναι αυτό που ακούω κι εμπιστεύομαι και όχι τη ψυχή, την άκρως παραπλανητική και ψεύτρα. Κι ας την φορτώνουμε μια ζωή ιδεαλισμούς και γενναιότητες, μεγαλοθυμίες και άκρως ωφελιμιστικές καλοσύνες, δικαιοσύνες και ευγένειες. Διότι όλα αυτά μπορεί κάλλιστα και να είναι υποκριτικά το αντίθετό τους». Το κορμί όμως; Το κορμί κιτρινίζει και κοκκινίζει, πετσί και κόκαλο ή μπαλόνι γίνεται, βγάζει φουσκάλες, σπυράκια, μπλαβιάζει και μελανιάζει και κάποια στιγμή και μετά, ο χάρτης της ψυχής μας γίνεται. Ο αδιαμφισβήτητος χάρτης της ψυχής.
Δεν έχεις προσέξει, αλήθεια ότι ο άνθρωπος μετά τα τριάντα ομορφαίνει ή ασκημαίνει;
Πόσα ολόφρεσκα κοριτσάκια και αγόρια όταν τριανταρίσουν βλακεύουν και για τούτο και ασχημαίνουν ξαφνικά; Πριν τα τριάντα, άγραφος χάρτης το πρόσωπο, έχει μονάχα τη φρεσκάδα της νιότης. Κι αυτό το ωραίο «απέξω απέξω». Που δεν αρκεί να χρωματίσει, να δώσει ατμόσφαιρα, να σμιλέψει ή και να σφραγίσει..
Γι’ αυτό - και ολότελα ξαφνικά - ο όμορφος γίνεται ασήμαντος κι εκείνος ο μέχρι χθες «άνευ σημασίας», αποκτά εντελώς ξαφνικά γοητεία, ενδιαφέρον και όλη την σαγήνη του κόσμου. Διότι ο χάρτης του κορμιού κάνει τη δουλειά του κι εμείς τίποτε άλλο, από το να ακολουθούμε.
«Δεν μετανιώνω για τίποτα» λέμε, όμως το αντίθετο με μεγάλα γράμματα στο μέτωπο μας, μας διαψεύδει.

Μια ατμόσφαιρα βαθιά μολυσμένη


«Των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν». Πόσο δικαιώνεται ο Θουκυδίδης σήμερα βλέποντας την Ελλάδα να καίγεται και κάποιους δυστυχώς πολλούς να επιχειρούν ξεκαθάρισμα λογαριασμών πάνω στις στάχτες.
Η προσπάθεια ορισμένων “Να βρούνε κάτι να γκρινιάξουνε” έχει ξεπεράσει τα όρια της διαστροφής.
Γιατί η γκρίνια είναι τρόπος ζωής, δεν γκρινιάζουμε με τα κακά που μας συμβαίνουν, αν κολλήσεις στην άρνηση, γκρινιάζεις και για τη μάνα που σε γέννησε.
Αφού πρέπει να πεις κάτι, πες κάτι καλό. Είναι πιο εύκολο το κακό θα μου πείτε. Με μια άρνηση φεύγεις απ’ την ευθύνη και δε στοιχίζει τίποτα. Το Όχι σε βγάζει από τα φρέσκα, σε χρίζει εισαγγελέα και σου δίνει το δικαίωμα να δικάζεις και να καταδικάζεις. Ενώ το Ναι... Το Ναι σε καλεί να βάλεις και συ το χεράκι σου. Σε καλεί να βάλεις έστω και ένα λιθαράκι στη διαδικασία της κοινής προσπάθειας και σε ανταμείβει με ένα κομματάκι ευθύνης. Αν μπορούσα να χρωματίσω αυτά που δημοσίως ακούγονται, προβάλλονται ή γράφονται, το μαύρο θα είχε την τιμητική του. Σκοπιμότητες, ηλιθιότητες, κάθε είδους ηλεκτρονικές μαλακίες, υπερκαλύπτουν όποια φωνή προσπαθεί να σταθεί με θετική διάθεση, στον κοινό λόγο.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνίας μας: δίκες και καταδίκες με συνοπτικές διαδικασίες. Ύστερα από κάθε γεγονός οι εύκολες κρίσεις, χωρίς καμία διάθεση κριτικής, μια επιφάνεια ίσα ίσα για να καλύψει με το χρώμα της αρεσκείας του καθενός, την αλήθεια. Μια επιφάνεια που κρατάει την ιστορία σε απόσταση για μεγάλα χρονικά διαστήματα από την πραγματικότητα. Όσοι προσπαθούσαν να σταθούν κριτικά μέσα στην κάψα των γεγονότων, έθεταν αυτόματα υποψηφιότητα για την συμμετοχή τους στο τμήμα την γραφικής μειοψηφίας. Κανείς δεν ξέρει τι θα μας ξημερώσει. Η εκκρεμότητα, η αβεβαιότητα, το μίσος, η τοξικότητα, συνεργάζονται στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας βαθιά μολυσμένης. 

Σε απόσταση μιας αγκαλιάς

 


Τα πιο όμορφα, τα πιο σπουδαία, τα μαγικά της ζωής δεν βρίσκονται στα παραμύθια. Εδώ πλάι μας μας είναι, μπροστά στα μάτια μας, σε απόσταση μιας αγκαλιάς.

Υπάρχουν μέρες που δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω, η απογοήτευση μεγαλώνει όταν η αλληλουχία των προβλημάτων δεν σου επιτρέπει να επικεντρωθείς σε κάποιο μέτωπο. Ευάλωτοι από παντού με τα νώτα ακάλυπτα συμμετέχουμε σε μια κατάσταση πανικού.
Θα συνεχίσω με τα καλοκαίρια. Θα κρυφτώ πίσω από τον ανεμιστήρα. Εδώ κουμαντάρω το θύμο μου και το λίγο παράπονο που προσπαθεί να μου ξεφύγει.
Έχουν μαζευτεί πολλά όπως τα σκουπίδια που μας πνίγουν και τότε δεν μπορείς να ξεφορτωθείς από πάνω σου άλλη μια σακούλα ευθύνης, γιατί αυτό που θα πετύχεις είναι να μεγαλώσεις ακόμα περισσότερο το ψηλό βουνό των προβλημάτων, που απειλεί να μας πλακώσει.
Να πάρουμε τις ευθύνες μας, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί. Μήπως και αναστήσουμε, αυτόν τον τόπο που μας γέννησε και μας ανέχεται ακόμα.
Θα συνεχίσω με τα καλοκαίρια, περπατώντας σε κείνη τη μαγική διαδρομή με πέδιλα παιδικά για να αντέξω. Θα συνεχίσω τη διαδρομή, στην Οδό Ονείρων, με την βεβαιότητα ότι οι λέξεις δεν θα μπορέσουν να αποτυπώσουν το όνειρο.
Θα συνεχίσω, όμως ρίχνοντας λάδι στην φωτιά της ψυχή μου, που το έχει ανάγκη.
Ο δικός μου δρόμος τα καλοκαίρια, είχε πόρτες ανοιχτές, φωνές, χαρές, αστεία χωρίς παρεξηγήσεις, Α! είχε και παγωτατζή με το ποδήλατο, είχε αρώματα από φρέσκο ψωμί, από καθαρό χώμα από τριανταφυλώνες και νεραντζιές, από γιασεμί και καμέλιες. Είχε τις γυναίκες στα πεζούλια να γνέθουν και να πλέκουν. Είχε καραγκιόζη πίσω από το άσπρο σεντόνι. Είχε πολλά παιδιά που έπαιζαν χωρίς παιγνίδια. Είχε γλέντια και χορούς και μουσική, πολύ μουσική, κατά τύχη ήταν η ίδια μουσική που ακούγονταν και στην « Οδό Ονείρων». Ο δικός μου δρόμος είχε Έρωτες Θεούς να μας συντροφεύουν και να μας σημαδεύουν με γλυκές πλέον αναμνήσεις.
Είχε και εικόνες που θυμάμαι μόνο, όταν κάποιο σημερινό απομεινάρι μου τις θυμίσει.
Το καλοκαίρι είναι μια εποχή, δεν είναι διαρκής συνθήκη”, γράφει ο Νίκος Ξυδάκης “ είναι και υλικότητα εκτός από μεταφυσική. Μαζί με την παρηγοριά φέρνει και γνώση: μας κάνει να ξαναδούμε τον τόπο, τους ανθρώπους, ασυνάρτητα τοπία και αντινομίες, κακίες και λανθάνοντες θησαυρούς. Μας φέρνει στην επίνοια: ότι ο πλούτος που χάθηκε είναι πάντα μπροστά μας, και θα μας ξαναδοθεί εν ετέρα μορφή, με εργασία και σκέψη, με αλήθεια, με συμπόνια για τον ίδιο μας τον εαυτό

Τα μπουρδέλα της οδού φυλής μετακόμισαν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης


Παρακολουθώ από απόσταση ασφαλείας, όλα αυτά τα κωμικοτραγικά που διαδραματίζονται στον μαγικό κόσμο του διαδικτύου. Απόσταση ικανή, που να αποκλείει τον κίνδυνο του εθισμού. Κάποιοι δεν έχουν αντιληφθεί ότι το FB και τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

είναι απλά μέσα επικοινωνίας... δεν μπορούν να φτιάξουν και καφέ, ούτε βεβαίως και να προσφέρουν μαγικές ερωτικές στιγμές. Οι εφαρμογές τύπου Tinder, είναι μια σύγχρονη εκδοχή των οίκων ανοχής, η διαφορά είναι ότι η πράξη δεν γίνεται επί πληρωμή. Το αποτέλεσμα όμως είναι ακριβώς ίδιο. Τα μπουρδέλα της οδού φυλής μετακόμισαν στο διαδίκτυο και μάλιστα χωρίς την απαραίτητη διακριτικότητα.
Οι διαδικτυακές παρέες, είναι παρέες μιας χρήσης. Και είναι φυσικό, η συνάντηση έγινε ύστερα από ραντεβού στα τυφλά, θυμίζουν τις “νύφες” του Βούλγαρη, σαν τα συνοικέσια με φωτογραφία. Πώς να αντέξει ένας τέτοιος γάμος στον χρόνο; Όταν καταφέρουμε να εκμηδενίσουμε την αδιάβατη απόσταση του διαδικτύου και καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι, τότε όλα αποκτούν το φυσικό τους χρώμα και είναι αυτό το χρώμα, που βλέπουν τα μάτια μας στα μάτια των άλλων. Εγώ γι' αυτό επιμένω στις αληθινές παρέες, στις παρέες που συνδέονται συναισθηματικά και σκέφτονται και λειτουργούν συλλογικά. Οι διαδικτυακές παρέες αποτελούν μέρος της εικονικής πραγματικότητας, όταν επικοινωνούν δεν κοιτάζονται στα μάτια.
Τα παραπάνω μια διαπίστωση. Τα κωμικοτραγικά παρακάτω. Γράφτηκαν σε παλαιότερο κείμενο που αποδεικνύει ότι η κατάσταση χειροτερεύει. Θα συμφωνήσω ότι είμαστε σε ένα άγουρο στάδιο, όσον αφορά τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μέχρι όμως που να ωριμάσουμε, καλό είναι να κάνουμε μερικές επισημάνσεις, ώστε σε κάποια χρόνια να θεωρείται τουλάχιστον ντροπή να κοινοποιούμε συγχαρητήρια τηλεγραφήματα στη μάνα μας που μας έκανε όμορφους. Αν δεν υπήρχε η ευκολία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που ο καθένας ό,τι θυμάται χαίρεται, θα μειώνονταν οι κίνδυνοι σοβαρών ατοπημάτων, όχι μόνο στην πολιτική ζωή, αλλά και στην καθημερινότητά μας. Θα μιλούσαμε λιγότερο και θα σκεπτόμαστε περισσότερο.
Ανέξοδες ηλεκτρονικές μαλακίες, στον μαγικό κόσμο του διαδικτύου, μας αδειάζουν το κεφάλι. Όπως και να το κάνουμε κάποτε υπήρχε ένα κόστος, που μας ανάγκαζε να επιλέγουμε με ιδιαίτερη προσοχή, αυτά που θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Ήταν ακριβό το χαρτί και το μελάνι. Στην εικόνα τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σοβαρά. Μπορεί να έχει εξαλειφθεί ο κίνδυνος να καεί το φιλμ, η υπερέκθεση όμως… εκθέτει πολλούς επίδοξους επιδειξίες. Όχι δεν έχω τίποτα με την τεχνολογία, απεναντίας, η κακή χρήση με βρίσκει απέναντι. Φυσικά και δεν διαφωνούμε με το δικαίωμα του καθενός να εκφράζει τη γνώμη του. Διαφωνούμε με την επιπολαιότητα, την προχειρότητα και την βιασύνη, να γράψεις κάτι για να υποστηρίξεις ένα μοντέλο επικοινωνίας, που στην ουσία βιάζει την ίδια σου την γνώμη. Αν ψάξεις λίγο πιο βαθιά μπορεί και να διαφωνήσεις ή και να αρνηθείς την υπογραφή σου. Το αποτέλεσμα ενός βιασμού, δεν μπορεί να είναι η γνώμη σου…

Εθελοντής πυροσβέστης




Το νερό λιγοστεύει επικίνδυνα, με τα απορρίμματα έχουμε μπλέξει άσχημα. Τα οχήματα μας έχουν πνίξει και η στέγη από ανάγκη έχει περάσει στα είδη πολυτελείας. Προβλήματα που πρέπει να απασχολήσουν το σύνολο της κοινωνίας και τον καθένα χωριστά, αν θέλουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας σε αυτόν τον τόπο.
Όταν πιάνω τον εαυτό μου να βρίσκεται για πολύ χρόνο από την πλευρά της άρνησης γυρίζω πίσω. Τι προσφέρουν λέω οι σχολιασμοί, όταν οι φωτιά βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής; Και η φωτιά δεν κάνει διακρίσεις, καίει ό,τι βρει στο διάβα της, αμέσως δηλώνω εθελοντής ακολουθώντας τους πυροσβέστες, ακολουθώντας, εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας, που δεν σχολιάζει, δεν γκρινιάσει αλλά συμμετέχει στην προσπάθεια την κοινή.
Φυσικά και υπάρχουν πολλοί που που ανιδιοτελώς προσφέρουν σε διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες. Φυσικά υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας που δεν περιορίζεται σε σχολιασμούς, που αντιστέκεται έμπρακτα στην απάθεια, που στέκεται αλληλέγγυο στις γενιές που έρχονται, που αμύνεται κόντρα στους εγωιστικούς καιρούς.
Σε μια προσπάθεια να ξεφύγω απ’ τη μιζέρια, συνεχίζω την αναφορά μου στην άλλη Κέρκυρα των ανωνύμων, που μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά με τα δικά τους φώτα, προχωρούν στην δύσκολη πορεία της καθημερινότητας, της επιβίωσης, αλλά και της ατομικής προσφοράς στην κοινωνία.
Δεν μπορεί να είναι όλα τόσο χάλια. Πίσω από τις φιέστες. Αλλά και πίσω από την κακομοιριά υπάρχει και η άλλη Κέρκυρα, αυτή που δεν χρειάζεται παράσημα του παρελθόντος και στις υπάρχουσες δύσκολες συνθήκες παλεύει, προσφέρει και ελπίζει.
Όταν μου ήρθε στη σκέψη αυτή η θετική πλευρά, παραμέρισα τα συμβαίνοντα, που λαμβάνουν χώρα στα στενά πλαίσια της εξουσίας και απασχολούν καθημερινά την επικαιρότητα. Γιατί μέσα στη τόση φασαρία το χάνουμε το σημαντικό.
Η άλλη Κέρκυρα λοιπόν, που στο περιθώριο της γκρίνιας και της μιζέριας σιγά - σιγά και ταπεινά αναπτύσσεται και δημιουργεί. Δεν μπορεί να φαντασθείτε το μέγεθος της ατομικής δημιουργίας, που αναπτύσσεται, σε όλα τα επίπεδα, παράλληλα με την κύρια εργασία, που στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν έχει καμία σχέση μαζί της. Για αυτή την Κέρκυρα μιλάω, που δεν αποτελεί μόνο μέρος του εκλογικού σώματος. Που δεν περιορίζεται η ευθύνη της από την εκάστοτε επιλογή της. Μιλάω για την Κέρκυρα που εργάζεται και δημιουργεί, που αναπτύσσεται και προσφέρει, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. 

Αυτήν την εποχή συνήθως κάνει ζέστη…

 


Ανυπόφορη ζεστή σήμερα, όπως και πέρυσι και πρόπερσι και κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Πρώτη είδηση ο καύσωνας. Τι να πω. Να θυμίσω έχουμε 11 Ιουλίου και συνήθως έχουμε υψηλές θερμοκρασίες αυτήν την εποχή. Μόνο την φωτογραφία θα αλλάξω από πέρυσι.

Η ζέστη και η υγρασία επιβαρύνουν την αναζήτηση. Αιτιολογίες για το κενό, δικαιολογίες για το τίποτα.
Εκεί που χρησιμοποιούσα μικρές προτάσεις και τελείες, γέμισα μακρινάρια και ερωτηματικά, έχω και σένα συμπάσχουσα του ραδιοφώνου, που μου προσθέτεις κι’ άλλα...
“Ο έρωτας ή η νοσταλγία που μας ταράσσει πιο πολύ; Το γινόμενο ή το αγίνωτο μας κρατάει ζωντανούς; Αυτά που χάσαμε ή αυτά που έχουμε κλαίμε; Αναπάντητα ερωτήματα για ζωές που δεν τρομάζουν να σύρονται σε μάχες καρδιά με καρδιά. Που κοιτούν κατάματα την θάλασσα και τις υπόσχονται πως δεν θα πνιγούν σε μια κουταλιά νερό άλλα σε κάτι λιγότερο.”
Και με το καύσωνα τρίβω από χαρά τα χέρια μου, όπως με κάθε εμφάνιση ακραίου φυσικού φαινομένου. Μου αρέσει να νοιώθω τη θέρμη της ταράτσας στις πατούσες μου όταν έχει δύσει ο ήλιος.
Λατρεύω τις χιονοθύελλες και τις ανεμοθύελλες. Τις μπόρες, τις καταρρακτώδεις βροχές και τις πλημμύρες. Τις αστραπές και τις βροντές που τρίζουν τα πατώματα. Τη λάβα του ηφαιστείου να με κυνηγά. Το χαλάζι, Α! το χαλάζι, σαν καρύδι να πέφτει και να κτυπά η κάθε του μπίλια τη λαμαρίνα, ηχεί στα αυτιά μου σαν πιρουέτα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Τη θάλασσα να φουσκώνει, δείχνοντας ότι τη στενεύει το φουστάνι. Τη θάλασσα γυμνή να διεκδικεί με αξιώσεις το μερίδιο της από τη ξηρά. Μόνο ο σεισμός με αφήνει αδιάφορο, ίσως γιατί δεν είναι ορατός και η καταστροφή που επιφέρει προέρχεται από μαχαιριά πισώπλατα.

Η Πόλη καρκινοβατεί…

 Η Πόλη καρκινοβατεί


Στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου, θα εφαρμοστεί και πάλι το μέτρο απαγόρευσης των οχημάτων στο ιστορικό κέντρο από τις 8.00 το βράδυ. Ασπιρίνες... και ο καρκίνος δεν γιατρεύεται με ασπιρίνες. Η πόλη καρκινοβατεί.

Πάντα αυτός ο τόπος λειτουργούσε χωρίς κανόνες, μόνο που παλαιοτέρα μας χωρούσε. Λιγότερα αυτοκίνητα, λιγότεροι επισκέπτες, λιγότερα μαγαζιά, έδιναν την ευχέρεια να απορροφηθούν οι κακές συνήθειες, εκπαιδευτήκαμε όμως προς το χειρότερο και τώρα που το πρόβλημα έχει γίνει εκρηκτικό, εμείς συμπεριφερόμαστε λες και είναι Κυριακή πρωί.
Τις προάλλες υπήρξα μάρτυρας, για να μην πω μαρτύρησα, από ένα μποτιλιάρισα λεωφορείων στην περιοχή του Μον Ρεπό. Βγάλτε επιτέλους αυτά τα γαμημένα λεωφορεία, ανοιχτά ή κλειστά από την πόλη. Πόσα χρόνια θα το λέτε και πόσα χρόνια ακόμα θα τα ανεχόμαστε.
Ο δημόσιος χαρακτήρας ολόκληρης της Κέρκυρας πλήττεται βάναυσα τα τελευταία χρόνια. Με μια βόλτα στην πόλη αντιλαμβάνεται κανείς, ότι λειτουργούμε στον αυτόματο. Και όχι στον αυτόματο πιλότο. Η εικόνα εξαρτάται από τις καλές ή τις κακές προθέσεις του κάθε επιχειρηματία και είναι φυσικό. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένα σχέδιο διαχείρισης, στην ουσία λειτουργούμε χωρίς κανόνες, με αποτέλεσμα, προβλήματα που θυμάμαι να γράφω από την δεκαετία του ‘ 80 να τα βρίσκω σήμερα και πάλι μπροστά μου. Πολύ πιο οξυμένα φυσικά.
Πόσο πιο απλά να το πούμε: Πόλη, χωρίς κανονισμό λειτουργίας δεν μπορεί να λειτουργήσει. Δυστυχώς καμία δημόσια αρχή μέχρι σήμερα, δεν άγγιξε αυτό που λέμε με δύο λέξεις “ Δημόσιος Χώρος” Καμία δεν μπήκε στον κόπο, να εφαρμόσει ένα σχέδιο κανόνων προς όφελος των δημοτών, των επισκεπτών και των επιχειρηματιών. Γιατί εν τέλει από την εύρυθμη λειτουργία μιας πόλης βγαίνουν όλοι κερδισμένοι.
Έχω δει πολλά σχέδια μέχρι σήμερα επί χάρτου, έχω δει την πόλη ζωγραφισμένη με δρόμους που επιτρέπεται η χρήση του εξωτερικού χώρου και άλλους που απαγορεύεται. Με δρόμους που μπορείς να κοιμηθείς και με δρόμους που μπορείς να διασκεδάσεις. Όλα αυτά επί χάρτου βεβαίως. Κάποια στιγμή εδώ και χρόνια μπήκαν και σε διαβούλευση και ποτέ δεν βγήκαν.
Δυστυχώς αυτοί που μετρούν το πολιτικό κόστος, δεν ξέρουν αριθμητική, αν ήξεραν θα μπορούσαν να υπολογίσουν το δικό τους όφελος, που είναι πολλαπλάσιο του κόστους.
Αγορά. Έργο Άγγελου Γιαλλινά

Τώρα έχουμε Ιούλιο. Ωριμάσαμε.




Με ρωτάς αν είναι όπως παλιά, κοίταξε τη φωτογραφία. Ένα ώριμο «γιατί» ήρθε να σφραγίσει το παράπονο. Ο χρόνος έριξε τα γκάζια του στις μεγάλες ανηφόρες.
Η σιωπή δεν έφυγε, επιμένει να επιδεικνύει την ηλικία μου.
Τα υπόλοιπα τα κλείνω μέσα. Μόνο εγώ μπορώ να τ’ ακούσω.
Οι ρυτίδες στο λαιμό γεμάτες άρνηση. Σε κάποιες πιο ψηλά, όλες οι μνήμες
συγκεντρωμένες, που δεν κατάφεραν να γίνουν λήθη. Εκτίθεμαι.
“Τα μάτια δεν πιστεύω ότι ασχημίζουν” με διαβεβαιώνει η φίλη μου, αργά το βράδυ από την αγαπημένη ραδιοφωνική συχνότητα. Άντε να υποχωρήσει λίγο το φως τους. Αλλά το πρόσωπο… Α, το πρόσωπο! Δύσκολα τα πράγματα . Το πιθανότερο να διατρέχεται από τους δρόμους που πήρε αυτά τα τριάντα χρόνια, στροφές ανηφόρες ξέφωτα και νύχτες, νύχτες χωρίς. Νύχτες άδειες. Αυλάκια θα έχουν γίνει, διακριτικά ενδεχομένως , αλλά ταυτόχρονα και αποκαλυπτικά. Χάρτης της ζωής το πρόσωπο. Γραμμένα όλα ανάγλυφα. Ευτυχίες και πληγές, ματαιώσεις και αφίξεις αγκαλιές και φονικά.”
Εκεί που ψάχνεις κάτι να πεις με όλη την αγωνία να βρεις κάτι στέρεο να πατήσεις, έρχεται ένας στίχος που στα κάνει όλα εύκολα. Βλέπεις μέσα του το “είναι σου”, διαβάζεις την ιστορία σου. Αυτό που ήθελα να πω και δεν ήξερα σαν σχήμα, σαν μορφή, σαν απόδειξη, τώρα ξέρω, που έχει φωνή, έχει ψυχή, έχει την αποφασιστικότητα εκείνη, που δίνει κουράγιο να ξεκινήσει την εξερεύνηση.
Ευχαριστώ την Κική Δημουλά για το φως και για το χρόνο που μου χάρισε.
Από την «εφηβεία της λήθης»
“Περιμένω λίγο
να σκουρήνουν οι διαφορές και τ' αδιάφορα
κι ανοίγω τα παράθυρα. Δεν επείγει
αλλά το κάνω έτσι για να μην σκεβρώσει η κίνηση...
Αν δεν υπήρχε η απόσταση
θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια
με μηχανάκι θα μας έφερναν στα σπίτια
σαν πίτσες την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας.
Θα ήτανε σαν βδέλλες κολλημένα
πάνω στα νιάτα τα γεράματα
και θα με φώναζαν γιαγιά απ' τα χαράματά μου
εγγόνια μου και έρως αδιακρίτως.
Και τι θα ήταν τ' άστρα
δίχως την υποστήριξη που τους παρέχει η απόσταση.
Επίγεια ασημικά, τίποτα κηροπήγια τασάκια
να ρίχνει εκεί τις στάχτες του ο αρειμάνιος πλούτος
να επενδύει ο θαυμασμός την υπερτίμησή του."
Με το «α» το στερητικό όπλο ανά χείρας, γιατί πως αλλιώς να προχωρήσουμε. Ας είναι, σε μια διαρκή αφαίρεση ζωής, για να μείνει στο τέλος, το πιο πολύτιμο κομμάτι της ψυχής μας. Λίγη ψυχή, γιατί η υπόλοιπη κάλυψε μέρος των υποχρεώσεων. 

Τι θα πει ίσως; Ναι ή όχι λέει ο κόσμος




Αλήθεια τι θα πει κεντροαριστερά και τι κεντροδεξιά; Για πολιτική μιλάμε και όχι για γεωμετρία. Ορθά αναφέρει μεταξύ άλλων σε άρθρο του ο Λευτέρης ο Χαραλαμπόπουλος:
«Κάποια στιγμή πρέπει να συμφωνήσουμε ότι το «Κέντρο» είναι μια ιδεολογική κατασκευή και όχι κάτι που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα - μια κατασκευή με θεμέλιο λίθο την πελατειακή προσέγγιση.
Τα τελευταία χρόνια καταβάλλεται συστηματική προσπάθεια να πειστούμε ότι η μόνη πολιτική τοποθέτηση που είναι «νόμιμη» και συνετή είναι αυτή του «κεντρώου», στο «κέντρο» σε ασφαλή και ίση απόσταση από τα «καταδικαστέα» άκρα.
Μόνο που αυτό σημαίνει να αναφερθούμε σε έναν πολιτικό χώρο που δεν υπάρχει, είναι μια μαγική εικόνα για την πολιτική, η οποία έχει στον πυρήνα της την σύγκρουση απόψεων, ιδεολογιών, οραμάτων.
Σήμερα το «Κέντρο» είναι ο πολιτικός χώρος που βασικά λέει ότι «ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο», εννοώντας ότι τίποτα δεν πρέπει ή δεν είναι εφικτό να αλλάξει, και ότι οι βασικές πολιτικές επιλογές είναι αυτές που ορίζουν οι «αυτόματοι πιλότοι» των αγορών και της παγκοσμιοποίησης, δημιουργώντας φοβισμένες κοινωνίες χαμηλών προσδοκιών.
Ο χώρος που αντιμετωπίζει με δυσπιστία, ενίοτε και εχθρότητα – συχνά αυταρχική – κάθε κοινωνικό κίνημα, που διεκδικεί αλλαγή πόσο μάλλον αν επιδιώκει ανατροπή κατεστημένων οικονομικών και κοινωνικών δομών. Ο χώρος που ναι μεν επιμένει και υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά άμα χρειαστεί και τον βολεύει κάνει και τα στραβά μάτια στα pushbacks. Γιατί η βασική αρχή των «ισαποστάκηδων», είναι ότι όλα είναι σχετικά, θέμα ανάγνωσης κατά το δοκούν και το επιβληθέν από τη συγκυρία και το συμφέρον, δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές, ούτε σαφείς τοποθετήσεις.
Είναι ουσιαστικά η πολιτική ταυτότητα των πολιτικών που δεν θέλουν να κάνουν πραγματικά πολιτική – αλλά εμφανώς επιδιώκουν να διαχειριστούν εξουσία – και των πολιτών που ολοένα και περισσότερο δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα σε πολιτική και κατανάλωση και κατά βάση θέλουν να τους αντιμετωπίζουν ως πελάτες. Όποιος κάνει την καλύτερη προσφορά κερδίζει την εύνοιά τους, η πολιτική ως συναλλαγή, ο ορισμός της πελατειακής σχέσης….»
Από μικρός είχα πρόβλημα με τις συλλογές, αν μου έλειπε μια φωτογραφία από το άλμπουμ των φωτογραφιών που βρίσκαμε στις γκοφρέτες, το πετούσα, αυτό συνεχίστηκε για να επιβεβαιώσει τις ακραίες μεταβαλλόμενες θέσεις μου, ποτέ στη μέση, η χρυσή τομή, είναι λοβοτομή.
“Τι επιθετική λέξη αυτό το “ίσως”, μου υπενθυμίζει μια βραχνή φωνή, από ραδιοφώνου. Τι Ίσως! Δηλαδή ζήσε στην αμφιβολία, μείνε ακίνητος στο σταυροδρόμι, διότι ο σωστός δρόμος ίσως να είναι αυτός, ίσως και να είναι ο άλλος, δώσε δέκα χρόνια απ’ την ζωή σου γιατί ίσως έρθει αυτός που έφυγε. Άσε με κάτω. Εγώ θέλω τους καθρέπτες να έχουν μνήμη, να βρω τις παιδικές μου δαχτυλιές και τις εφηβικές γκριμάτσες…” 

Ακόμα έχω την γεύση και το άρωμα από τα μπισκότα «Σπίγγος»


Αυτό είναι καλό! Να περνάει ένας χρόνος και συ να μένεις εκεί που ήσουν, αμετακίνητος. Στα παιδικά πλάνα, που δεν έρχονται να σε βρουν, που πας εσύ εκεί, όχι για να γίνεις παιδί αλλά για να ξαναβαπτιστείς αθώος...

“Στο μυαλό μου τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, τους είχα συνδυάσει με τα άγουρα και τα ώριμα φρούτα, το “γιώτα” δεν στάθηκε ποτέ ικανό να τους δέσει. Το “νι” από εκείνες τις μονοψήφιες ηλικίες, που οι ηδονές ήταν σε αναστολή, ήταν αυτό που έκανε τη διαφορά”.
Την 1η Ιουλίου την έχω συνδέσει με το πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων, ακόμα έχω την γεύση και το άρωμα από τα μπισκότα “ Σπίγγος” που αγοράζαμε από τους πανηγυριώτικους πάγκους.
“Η νοσταλγία τυλίγει, διαπερνά τα κόκαλα, σαν το αγιάζι, θολώνει τα γυαλιά• αγλαϊζει και διηθεί, ξεγελά. Ο,τι θέλει κρατάει.” γράφει ο Νίκος Ξυδάκης.
Κρατάς γεύσεις, μυρωδιές, ήχους, βουβές εικόνες, με χρώματα Kodachrome, σβησμένα, από μηχανή ινσταμάτικ. Τα χρόνια προβάλλονται ανάκατα μες στο παρόν, μεταποιούνται.
Όσο περνάει ο καιρός, έχω την αίσθηση ότι περισσεύω σε ένα παρελθόν που προσπάθησα να γίνει μέλλον, γιατί αυτό που ήθελα, ήταν μόνο το μέλλον του.
Με απασχολεί έντονα τα τελευταία χρόνια. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω. Κάτι μου ανακόπτει τον ενθουσιασμό, όταν το σήμερα μου φέρνει στο νου τα παιδικά καλοκαίρια. Και όμως ίδια είναι τα αρώματα ίδιες και οι μουσικές. Ίδια και η γεύση της φράουλας. Και η θάλασσα ολόιδια όπως τότε , που για πρώτη φορά κατάφερα να κολυμπήσω μέχρι το δεύτερο βράχο της "Αστραπής" στους «Έρμονες».
Μπορεί εκείνα τα παιδικά καλοκαίρια να μεταγγίζουν δυνάμεις, δημιουργούν όμως και ένα πρόσθετο βάρος που ανακόπτει τη χαρά και φυλακίζει τα όνειρα.
Αλλιώς σε ταξιδεύει η θάλασσα στα παιδικά σου . Αλλιώς σήμερα. “Θάλασσα πλατιά μόλις προλαβαίνεις μια ματιά...”
Είναι ο χρόνος τελικά, αυτός μας προσθέτει το βάρος και ανακόπτει τον ενθουσιασμό, όχι γι' αυτά που ζούμε, αλλά απ’ αυτά που περιμένουμε. 

Δημόσιος Χώρος; Ιδιωτική Υπόθεση…

Υπάρχουν πόλεις που ανασαίνουν μαζί με τους κατοίκους τους και άλλες που, αντί να ζουν, πνίγονται μέσα στα ίδια τους τα στενά. Η Κέρκυρα μοι...