Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Ο τόπος που γίνεται κατάρα

Ο τόπος μας επαναφέρει, και μην νομίζεται ότι θέλω να προσθέσω μια φωνή διαμαρτυρίας. Από αγάπη το κάνω όταν σκληραίνω τις λέξεις.
Είμαστε ένας μικρός τόπος, με ανθρώπους ανασφαλείς, κληρονομιά αιώνων σκλαβιάς, επιδρομών και καταπίεσης. Η έλλειψη σιγουριάς οδηγεί σε μια υπερβολική και αναγκαστική υπερτροφία του εγώ. Το εγώ νιώθει διαρκώς πως κινδυνεύει, οι μηχανισμοί αυτοπροστασίας θριαμβεύουν, ο εγωισμός γίνεται μέθοδος επιβίωσης.
Όσους κύκλους και να κάνουμε όμως, όσο και να προσπαθούμε να απομακρυνθούμε νοερά, από τον μικρόκοσμο μας, η δίνη της καθημερινότητας, μας ρίχνει στην βαθιά λακκούβα της βάσης μας.
Ακόμα και σήμερα, που έχουμε δικτυωθεί με τον κόσμο όλον, η πραγματικότητα έχει τη δική της δυναμική.

«Το είδα με τα μάτια μου» λέμε και όχι στην τηλεόραση, γιατί εκεί δεν μπορούμε να είμαστε αυτόπτες μάρτυρες.
Δυστυχώς δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον τόπο, ο πόνος εδώ είναι ζεστός.
από την στιγμή που πέρασε τα χωρικά μας ύδατα η οικονομική κρίση, άρχισε να γίνεται κατανοητή. Το πρώτο κρούσμα της πανδημίας σήμανε συναγερμό και ας πέθαναν χιλιάδες στην γειτονική Ιταλία. Σεισμοί λιμοί καταποντισμοί, στο γυαλί διαρκούν μέχρι το επόμενο δελτίο ειδήσεων, ενώ εδώ…
Ο τόπος λοιπόν, που ζήσαμε, και ζούμε. Ο τόπος που γίνεται ανάμνηση γλυκιά ή πικρή, που γίνεται προσμονή, που γίνεται κατάρα.
Είσαι, η Πάργα, η Αθηνά, η Ιθάκη. Είμαι Η Κέρκυρα το Ναύπλιο η Θεσσαλονίκη, παραφράζοντας την Κυρία που καταριέται τις αγάπες της.
“Πολιτείες με ιστορίες παλιές σαν τη ζωή και ιστορίες πρόσφατες σαν το χθεσινό σου γέλιο. Και σ’ όλες τις ιστορίες μέσα, οι μάνες με τα πύρινα μάτια που αγκάλιασαν με δύναμη τα παιδιά τους, άλλες για να προστατεύσουν και άλλες για να τα αποχαιρετίσουν. Αχ πολιτεία, που κρατάς τη θλίψη μου στο βυθό της θάλασσας σου, πολιτεία που μίσησα από τα βάθη του είναι μου, σε καταριέμαι να γεμίσεις ανέστιους, απάτριδες, αδέσποτους, διωγμένους. Να γεμίσουν οι δρόμοι σου ανήμερες ψυχές, τα σπίτια σου από ζωές άδικες. Μήπως και την επόμενη φορά που ξεβραστεί ένα παιδί στην πέτρινη αγκαλιά σου καταφέρεις να του δείξεις το δρόμο για το πατρικό του σπίτι.”
Ο πόνος εδώ είναι ζεστός ( Φωτο: Τένεδος Σπηλιά 1973)

Κάτι μου κάνει το φεγγάρι

Είναι από τις μέρες που δεν γράφεις για κανέναν και όμως υπάρχει η βεβαιότητα ότι μέσα απ’ αυτές τις μπερδεμένες λέξεις, κάποιοι θα νοιώσουν το δικό τους αίμα να τις διαπερνά, είναι αυτοί που εύκολα θα τις ξεμπερδέψουν.
Κάτι μου κάνει το φεγγάρι. Όχι και λυκάνθρωπο βρε αδελφέ, απλά με αναστατώνει τόσο, ώστε να παρέλκεται η φρίκη και να παραμένει το θαύμα και η απορία της ύπαρξης. Απόψε το φεγγάρι με πήρε με κακό μάτι. Στέκεται από πάνω μου έτοιμο να με πνίξει. Όχι δεν παραδίδομαι σε κανένα φεγγάρι. Ούτε σε δεκατρία, ούτε στα μαύρα του έρωτα. Ούτε στην αποψινή Πανσέληνο, ένα παράπονο εκφράζω.

Το παράπονο, δεν είναι για εκείνο ή το άλλο. Είναι μια στιγμή συσσώρευσης, για όλα. Απροσδιόριστες και με μπόλικη δόση ασάφειας οι αιτίες, το αποτέλεσμα όμως εκείνου του χρόνου της σιωπής, δίκαιο! Απαλλαγμένος από σκοπιμότητες περιμένεις. Πόσο όμως να περιμένεις; Η αναμονή δεν είναι ζωή. Αλήθεια πως να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, όχι από το παρελθόν ή τον άλλο, αλλά από μια φεγγαρόλουστη μέρα του Αυγούστου;
Δεν ξέρω αν φταίει ο Ιούλιος και Αύγουστος. Άφησα τους δικούς μου φόβους για να μπω στους φόβους των άλλων. Τίποτα πια δεν είναι όπως πριν. Καμιά λέξη δεν ήταν αρκετή για να δώσει πνοή, να νικήσει την ατολμία, αν είμαστε λίγοι μπροστά στην δυσκολία, όσο και αν οι άλλοι μας τιμήσουν με τα αισθήματα τους, δεν φτάνει. Αν δεν υπήρχαν οι λέξεις, που τις σέβομαι, ίσως σήμερα, να ήμουν περισσότερο επιεικής μαζί μου. Όμως κι απόψε, που το γεμάτο φεγγάρι με πλάκωσε και μου έκοψε την ανάσα, αυτά που αισθάνομαι είναι για πάντα.
“Που πάει ο έρωτας όταν πεθαίνει;” μου ψιθύρισε μια φωνή από το “Δεύτερο”. Στην καρδιά επιστρέφει. Αλλά σαν στάχτη πια. Σαν σκιά από το βάθος του χρόνου. Ενδεχομένως να επιστρέφει και στο σκοτάδι. Όπως και να ‘χει, ο νεκρός έρωτας γίνεται σελιδοδείκτης από τετράδιο με τα χρωστούμενα μας στον ουρανό και μαύρη τρύπα στις αναμνήσεις μας, για να καταπίνει ό,τι πάει να τον ξεπεράσει.“Έχει πανσέληνο απόψε και είναι ωραία”, ένα τραγούδι είναι αρκετό για να συμφιλιωθούμε. Άλλωστε όποιος κουβεντιάζει με το φεγγάρι έχει ασυλία στη τρέλα.
Μην δίνεται σημασία στα παραπάνω. Η σελήνη θα παραμείνει εκεί και σε κάθε της «πλήρωμα» θα ομορφαίνει την ασχήμια μας.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

Το πολύπαθο “Τεμπλόνι”

Επιμελώς αποφεύγω τα τοπικά συμβαίνοντα το τελευταίο διάστημα, αλλά δεν αντέχω... Τρέμουμε τον Κορωνοϊό και αδιαφορούμε που ο ΧΥΤΑ Τεμπλονίου για δεύτερη φορά μέσα σε ένα μήνα ξερνάει καρκίνο.

Ένα κορυφαίο γεγονός που έχει να κάνει με την υγεία των κατοίκων του νησιού μας, περνάει και χάνεται με την πρέπουσα απάθεια, που χαρακτηρίζει μια κοινωνία που έχει κάνει σημαία της το “μακριά από μας”


Όπως έγραφα και παλαιότερα μην νομίζετε ότι το Τεμπλόνι είναι στις μακρινές Ινδίες. Εδώ πιο κάτω είναι, λίγα χιλιόμετρα από την πόλη μας “με ανοιχτά σύνορα από αέρος” για να κυκλοφορούν ελεύθερα τα θανατηφόρα αέρια προς όλες τις κατευθύνσεις του νησιού μας και ακόμα παραπέρα.
Το δράμα στην πολύπαθη περιοχή του Τεμπλονίου και στην ευρύτερη περιοχή δεν έχει τέλος. Και μην νομίζετε ότι προσωρινή μεταφορά εκτός νησιού θα λύσει το πρόβλημα. Πέρα που δείχνει την παραίτηση μιας κοινωνίας στη προσπάθεια να βρει όλα αυτά τα τα χρόνια μια λύση, για τα δικά της απορρίμματα, εκεί κάτω από το χαλί βρίσκεται και μας περιμένει. Ακόμα και με ολοκληρωμένη διαχείριση, με τα χρονοδιαγράμματα ολοκλήρωσης των έργων συνήθως να μπατάρουν, τα σκουπίδια θα αποτελούν ένα εφιάλτη, αν δεν αλλάξουμε νοοτροπία.
Ο ΧΥΤΑ του Τεμπλονίου, που καταβρόχθισε όλα αυτά τα χρόνια τα σκουπίδια μας, έσκασε. Τελείωσε. Δεν χωράει καμία αμφιβολία, ότι για τη λειτουργία του, ή καλύτερα για τη δυσλειτουργία του (βιολογικός λυμάτων, βιοαέριο κ.λ.π.) υπάρχουν ευθύνες διαχρονικές. Ευθύνες που ξεπερνούν τους πολίτες και καταλογίζονται σε όλους αυτούς που διαχειρίστηκαν το πρόβλημα (Σύνδεσμος καθαριότητας, Περιφέρεια, Δήμος, εργολάβοι και λοιπές πολιτικές δυνάμεις).
Μέχρι εδώ όμως, σήμερα βρισκόμαστε απέναντι στο θάνατο.
Θα επαναλάβω εκείνο το Καβαφικό που λέει ότι το ναι και το όχι πρέπει να τα έχουμε καλοζωισμένα κι ετοιμοπόλεμα μέσα μας. Το δικό μου όχι, όπως αυτό έχει εκφραστεί παραμένει ισχυρό. Μακάρι να μπορούσα να γίνω πιο σαφής,
Τα σκουπίδια, είναι δικά μας, δεν μας τα έστειλε κανένας θεός και ούτε προήλθαν από λοιμούς, σεισμούς καταποντισμούς. Είναι ότι περίσσεψε στο τραπέζι μας, προστάτευσαν και μετέφεραν με ασφάλεια τα αναγκαία αγαθά που μπήκαν σπίτι μας. Πριν γίνουν άχρηστα ήταν χρήσιμα. Την ίδια προσοχή, φροντίδα και σεβασμό, που απολάμβαναν πριν γίνουν σκουπίδια, θα πρέπει να έχουν και μετά, που περνούν στην αχρηστία. Αν δε μπορούμε να διαχειριστούμε τα απορρίμματά μας, δε μπορούμε να διαχειριστούμε τίποτα.

Υ.Γ Για την Πυροσβεστική Υπηρεσία μόνο ευγνωμοσύνη μπορώ να εκφράσω, για την Ηράκλεια προσπάθεια της να μας σώσει από τα χειρότερα.

Έχει παγωνιά ο Αύγουστος

Μια ερωτική ιστορία – ισχυρίζεται ο Κοέλο – κλείνει μέσα της όλα τα μυστικά του κόσμου, η πεμπτουσία όμως βρίσκεται στο φινάλε. Αυτό περισώζει τη λύπη κι έτσι μπορεί και την κάνει νοσταλγία. Εκείνο που επιβάλλει τη μοναξιά και έτσι μπορεί να τη κάνει ανάμνηση.

Αύγουστος από σήμερα να μας τρελαίνει τα μυαλά, να τα κουνάει από τη λάθος θέση τους. Αύγουστος με σκέψεις φθοράς να μας κυκλώνουν.
Φιλολογούμε και αγωνιούμε για διάρκειες που δεν είναι εφικτές. Αν δεν το καταλάβουμε απλά ρίχνουμε σταχτή στα μάτια μας.


Οι εμπειρίες δεν επαρκούν, για να βάλω μια τάξη. Όταν είμαι καλά ξεχνιέμαι, χαλαρώνω, έχω την ψευδαίσθηση που πάντα ήτανε έτσι και πάντα έτσι θα είναι. Χρειάζεται κάτι στραβό κάθε φορά για να βάλω τα πράγματα στη θέση τους.
Τελικά μάλλον εγώ πρέπει να καθαρίσω. Ν’ αφήσω πίσω μου όσα είναι πίσω μου, να βάλω μια τάξη στις ηλικίες μου, να σουλουπώσω λίγο το μυαλό μου.
Ότι θα βρω για άλλη μια φορά τη λύση δεν υπάρχει αμφιβολία. Για άλλη μια φορά όμως είναι απολύτως βέβαιο ότι θα τη χάσω. Το πιθανότερο είναι ότι θα κόψω τη ζωή μου στα δύο και θα της δώσω τα τρία τέταρτα.«Για έλα στη θέση μου» μου είπε. «Δεν θέλω ποτέ να έρθω στη θέση σου, στη δική μου θέλω να μείνω και εσύ στη δική σου. Μόνο, σε παρακαλώ μπορείς να έρθεις λίγο πιο κοντά».
Αύγουστος συνέχεια… Και επειδή ο Αύγουστος θέλει αλήθειες, θα πω την πάσα αλήθεια σαν ψέμα. Κανείς δεν θα με καταλάβει.
Κυλούν οι ώρες και τη βλέπω να φεύγει. Φεύγει και παίρνει μαζί της όλες τις σταθερές. Το πείσμα και τη σιγουριά μου, τα παιδικά μου χρόνια και αυτή την παρατεταμένη εφηβεία μου. Το περίεργο είναι ότι μαζί της φεύγει και ο χρόνος. Σκορπίζει, χάνεται η στιγμή και μες στις ραγισματιές, πότε αντικρίζω τα πάντα και πότε το τίποτα. Θεατής του σύμπαντος κόσμου για μια στιγμή και αμέσως μετά, πάει την έχασες εκείνη την πανοραμική θέα.

Τέλος και αρχή


Και σήμερα θα φροντίσω να μιλήσουμε για το χρόνο, που μονίμως μας παίζει κρυφτούλι και αδιάκοπα μας πονά.
Επειδή “δεν υπάρχει ιδέα δίχως την ανάγκη να ντυθεί μια νεκρή σάρκα, αθανασία δίχως την ανάγκη ενός τάφου και άνδρας δίχως το Μνήσθητι μιας γυναίκας” γράφει η Ρέα Γαλανάκη, σκέφτομαι... το ίδιο θα ήμουν αν έβαζα σήμερα βενζίνη στα ρούχα μου και λαμπάδιαζα σε μια πολυσύχναστη πλατεία, διαμαρτυρόμενος για το συνεχές άδικο, με το να περιμένω μέχρι τα βαθιά γεράματα να φύγω πλήρης ημερών;


Ας ξεκινήσουμε από το τέλος: “Αλήθεια, αναρωτηθήκατε ποτέ τι θα ήταν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα χωρίς την αυτοκτονίας τους;” μας ρωτάει η φίλη μου η Ελένη σε ένα παλαιότερο κείμενό της. “Ο Χριστός χωρίς την σταύρωση του, η Μονρόε και ο Τζέιμς Ντην δίχως τα νιάτα αλλά με τα γεράματα τους; Ο Κένεντι χωρίς την δολοφονία του, η Μαρία Πολυδούρη αν τα είχε βρει με τον Καρυωτάκη και ο Καρυωτάκης αν δεν είχε μετατεθεί στην Πρέβεζα; Ο Μαγιακόφσκι χωρίς την Λίλια Μπρικ και την αυτοκτονία του, η Μαρία η Μαγδαληνή χωρίς την αμαρτία και ο Καβάφης χωρίς την ομοφυλοφιλία του;” Τίποτα δεν θα ήταν μας λέει. Γιατί αν ήταν άλλο το φινάλε τους, άλλοι θα ήτανε και αυτοί.
Και πάμε στην αρχή με όνειρα επαναλαμβανόμενα και λέξεις… Λέξεις που μένουν και ας φεύγουν οι άνθρωποι.
Δυστυχώς ξυπνήσαμε μια μέρα και είχαμε διανύσει τη μισή ζωή, «Κοιτάξαμε πίσω φωτιά, κοιτάξαμε μπροστά φωτιά. Πυροβάτες μια ζωή. Θα προχωρήσουμε όσο αντέξουμε, θα κλείσουμε τις τρύπες, θα μαζέψουμε τη ψυχή μας, θα ξεσκονίσουμε τα χέρια μας, θα καθαρίσουμε τα μάτια μας από τις παλιές εικόνες. Θα προχωρήσουμε. Μπορεί να μην έχουμε χρόνο πια για να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά αυτόν που έχουμε θα τον κατοικήσουμε με ευγένεια προς τον εαυτό μας. Και θα περιμένουμε…»
Είμαστε σε μια διαδικασία αναζήτησης όχι πλέον στέγης, εμείς ασκεπείς τόσα χρόνια πορευόμαστε, αλλά έκφρασης.
Αλήθεια μπορείτε εσείς να φαντασθείτε Ρωμαίο και Ιουλιέτα παντρεμένους;

Φύγε Στέλλα... θα μείνω εγώ

Συνέχεια των επαναλήψεων...“Στην ταράτσα του Βοξ η Μελίνα θα παίζει τη Στέλλα. Ραντεβού θα σου δίνω στα σκαλιά του Εκράν, να κοιτάμε τις νύχτες τη Μανιάνι γκρο-πλαν...”
Τα κείμενα δεν είναι μόνο άψυχες λέξεις, σελίδες στο χαρτί και την οθόνη. Είναι οι άνθρωποι που τα γράφουν και τα διαβάζουν, είναι οι σχέσεις, τα συναισθήματα, οι ιδέες, οι σκέψεις . Δεσμοί, σχέσεις, διαδρομές ανθρώπων. “Πάρε τη λέξη μου, δώσ’ μου το χέρι σου”

Για τη συνέχεια έσκαψα βαθύτερα. Από το φωτεινό δωμάτιο τράβηξα πέντε λέξεις. Δεν θέλω να γράφω για όλα, χρησιμοποιώντας την ευκολία που μου προσφέρει η επιφάνεια. Δεν θέλω να γράψω αυτά που μου υπαγορεύει ο μικρόκοσμος, που ζω. Θέλω να γράψω από εκεί ψηλά, που ίσα - ίσα τον διακρίνω, από εκείνο το σημείο που κάθε λεπτό νοιώθω αθάνατος.
Πρώτη φορά έβλεπα τόσο καθαρά χρώματα συγκεντρωμένα στον ορίζοντα, ακόμα και τα γκρίζα εξέπεμπαν μια παράξενη ένταση και κρατούσαν εξαίσια θέση μέσα στην χρωματική πανδαισία.
Σαν ένα γλυκόπικρο παραμύθι να το πάρετε. Ένα παραμύθι που διαβάζεται το καλοκαίρι για να ξορκίσει το φθινόπωρο, που μας μεθά όσο και αν μας φοβίζει. Η ώχρα του καιρού χρωμάτισε το αύριο. Οι αναμνήσεις πλέον στα χρώματα της άμμου.
“Πείρα της νοσταλγίας το λιλά, που παραμένει έτσι, ακόμα και όταν υπαγορεύεται από το ροδί της ύφεσης, το έριξα στην παλέτα και στη συνέχεια πρόσθεσα το γκρι μοβ της λήθης, το βαθύ γκρενά της αμαρτίας και γύρω γύρω την τοξίνη των γραμμάτων. Τίναξα ίχνη άσπρης σκόνης απ' τα μαλλιά μου και την ανακάτεψα με χρώματα των χειλιών που πάνω τους είχε ξεθωριάσει η ευθύνη. Η μπλε φλεβίτσα εφιάλτης και παράδεισος, μαζί με το βαθύ γαλανό, όπως το κύμα, που σπάει τα μούτρα του στο βράχο. Έριξα λίγο νερό της μοναξιάς και πρόσθεσα ροδί, όπως το χρώμα της πληγής της φρέσκιας, μαζί με το μαβί της υπέρβασης, μενεξεδί της ψυχής, ροδακινί της πορείας. Στο τέλος το κόκκινο το χρώμα και το λευκό που έρχεται μόνο του. Έβαλα στο αυτί μου ένα μεγάλο κοχύλι, σφυρίζει ακόμα ο άνεμος και στο μυαλό μου ο λαιμός της με γεύση αλμύρας …”

Αν ο Τσε είχε ασκήσει εξουσία τίποτα δεν θα ήταν σήμερα...

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει τους ανθρώπους - προς το χειρότερο φυσικά - όταν αποκτήσουν εξουσία; Δεν πρόκειτ...