Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

Τέλος εποχής



Ακολουθεί συνήθως μετά την περίοδο των εκπτώσεων και ζήσαμε πολλές τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας. «Τέλος εποχής» η ταμπέλα, φαρδιά πλατιά καλεί τους επίδοξους αγοραστές. Πάρτε ότι έχει απομείνει, τον ΟΤΕ τη ΔΕΗ, τα λιμάνια, την Ολυμπιακή, το κράτος ολόκληρο.
Έτσι γίνεται συνήθως στο τέλος μιας εποχής, αυτής της μεταπολίτευσης εν προκειμένου για την χώρα μας, που ξεκίνησε με την εδραίωση της δημοκρατίας, και τελειώνει με το ξεπούλημα του Κράτους.
Είναι οι τελευταίες πιο δύσκολες μέρες, που τινάζεται η πάγκα στο αέρα, που αφήνουν τα σημάδια τους στις επόμενες, κίνητρο για νέους αγώνες.
Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Σκληραίνουν τα πράγματα, σε κάποιες περιπτώσεις το τέλος βάφεται κόκκινο, σε άλλες όπως αυτή που βιώνουμε χρεώνει το λογαριασμό μας, και μας καλεί να ξεχρεώσουμε.
……………………………………………………………………………………….
Το ζήτημα είναι προφτάνουμε να ξεχρεώσουμε εμείς; Για την γενιά μου μιλάω και τους λίγο μεγαλύτερους, αυτήν την περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου, της μεταπολίτευσης. Η κατάληξη είναι αποτέλεσμα της δικής μας πορείας αυτής της πορείας, «της καταραμένη γενιάς», όπως την αναφέρω σε κάποιο παλιότερο κείμενο.
«Μεγαλώσαμε, κάτω από καλλίτερες κοινωνικές συνθήκες από τους γονείς μας. Μια χούντα μας βρήκε σε μικρή ηλικία, και έτσι ουσιαστικά άκαπνοι ενηλικιωθήκαμε. Ο τρόμος της επιβίωσης αντικαταστάθηκε από τον τρόπο του ευ ζην. Και αυτό το «ευ» είχε την πολυτέλεια να είναι διαφορετικό για τον καθένα. Άλλοι το έριξαν στην καριέρα, άλλοι τα ναρκωτικά άλλοι στους έρωτες. με μια απόγνωση προορισμού σαν να ήταν η κάθε μέρα η τελευταία.
Τώρα που γκριζάραμε, υιοθετούμε αδέσποτα και περνάμε την τύφλα μας απέναντι. Χαμένοι: μέσα στις νευρώσεις, στην αμφιθυμία, στον φόβο της ύπαρξης.
Πιστέψαμε, περισσότερο από κάθε γενιά περασμένη και επόμενη στο χρήμα και το δώσαμε απλόχερα σκέτο, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να γίνουν όλα σε ένα, ανάγκη, αγάπη, ζεστασιά επικοινωνία. Κάναμε ότι είναι δυνατόν για να μη μεγαλώσουν τα παιδιά μας. Ανασφαλείς με τους εαυτούς μας δεν τους δώσαμε ούτε μια ευκαιρία. Ορθώσαμε τοίχους σε οποιανδήποτε θέση ευθύνης και τώρα ανησυχούμε για το μέλλον.
Θα τιμωρηθούμε μέχρι τα βαθιά γεράματα γι΄ αυτήν μας την συμπεριφορά. Να ξεχάσουμε, την ιδιότητα του συνταξιούχου. Θα δουλέψουμε όλα τα χρόνια της ζωής και ακόμα δεν θα έχουμε ξοφλήσει».
………………………………………………………………………………..................
Πως να πας όμως κόντρα στη φύση τα παιδιά μας μεγαλώσανε και δείχνουν να τα καταφέρνουν καλλίτερα παρ’ όλες τις δυσκολίες που κληρονόμησαν.
…………………………………………………………………………………………..
Το τέλος κάθε εποχής δεν παίζεται μόνο στα ανώτερα κλιμάκια παίζεται και στις ψυχές μας. Και είναι ώρες μας αναγκάσουν σε εξομολογήσεις. Ακριβώς έτσι κυρία μου, συνομήλικη, έτσι όμως τα λες με την βραχνή φωνή, απολογούμενη στους νεαρούς ακροατές σου.«Έτσι γίναμε οι παλιοί των ημερών. Μικροί για να πεθάνουμε, μεγάλοι για να είμαστε ανυποψίαστοι. Το χειρότερο; Ασυμβίβαστοι με τα χρόνια, τα χρόνια μας. Εκείνα που πέρασαν από και διαμέσου μας, βάζοντας φωτιά στο μυαλό μας και φρένο στην καρδιά μας. Είναι φορές που ο κύκλος μοιάζει ολοκληρωμένος και σκέφτομαι τι ανοησία που δεν διάβαζα στο σχολείο γεωμετρία. Θα μπορούσα τώρα να αλλάξω τετράγωνο. Το μόνο που δύναμαι ν’ αλλάξω είναι η σκληρότητα και η βία που κρύβονται πίσω από τα μάτια μου, να δω τα πράγματα με επιείκεια, δεν χωράει άλλη απογοήτευση τούτο το σαρκίο».

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Δίκιο + Δίκιο = Άδικο




Η διαπίστωση από την χθεσινή συζήτηση στη βουλή. Την ώρα που εναλλάσσονταν, οι βουλευτές της Ν.Δ και του ΠΑΣΟΚ στο βήμα, με αφορμή την πρόταση μομφής της αξιωματικής αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης. Ιδού το θαύμα.
Και οι μεν και οι δε στις αλληλοκατηγορίες είχαν δίκιο, είναι προφανές ότι το αποτέλεσμα της πρόσθεσης είναι αρνητικό.
Ορθά τα επιχειρήματα των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, για την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, τα σκάνδαλα, τα ελλείμματα, τα ομόλογα το ξεπούλημα των ΔΕΚΟ, το ασφαλιστικό, την ακρίβεια την παιδεία την υγεία.
Ορθά και τα επιχειρήματα των κυβερνητικών, για το χρηματιστήριο, την δρομολόγηση του ξεπουλήματος, το ασφαλιστικό, τα σκάνδαλα, και όλα τα κοινά εγκλήματα. Γιατί είναι κοινά τα εγκλήματα εναντίον του ελληνικού Λαού, που τα γνωρίζει χωρίς να χρειαστεί να ακούσει τις καταθέσεις.
Η ρητορεία ωχριά, τα δικολαβικά τεχνάσματα μοιάζουν αδύναμα για να καλύψουν τις πομπές.
Αυτοί οι δύο είναι ένας, ο δικομματισμός αυτοπροσώπως. Είναι αλήθεια ότι χρειάστηκαν πολλά χρόνια, για να σταματήσει αυτό το πάρε δώσε. Έχανε ο ένας κέρδιζε ο άλλος και εναλλάξ. Στην πραγματικότητα, κανένας από τους δύο μονομάχους δεν γνώρισε την ήττα. Μόνος ηττημένος υπήρξε ο Λαός, ο Λαός που τιμωρούσε τον ένα υπέρ του άλλου, παρασυρόμενος από τις απίθανες μεταμφιέσεις χόρεψε το χορό των μασκαράδων, ή για να ακριβολογούμε τον χόρεψαν ( στο ταψί).
Πέρασαν πολλά χρόνια για πιστέψουμε και τους δύο στις αλληλοκατηγορίες και να πάψουμε να ψηλώνουμε πότε τον ένα και πότε τον άλλο.
Τώρα η πρόσθεση έγινε αφαίρεση, κονταίνει και τους δύο.
Η διαπίστωση από την χθεσινή συζητήση της βουλής: χειμώνας και οι δύο και ας μπήκε η άνοιξη…




Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Οι δυο ζωές του Βασίλη Αλεξάκη




Tην περασμένη Παρασκευή είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά το Βασίλη Αλεξάκη, επισκέφτηκε την πόλη μας για την παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου «μ.Χ».
«Τον συγγραφέα τον πρωτογνώρισα, από τα κορίτσια του Σίτυ - Μπουμ - Μπουμ, απ’ αυτήν εδώ την στήλη έχω να αναφερθεί πολλές φορές στα βιβλία του, σήμερα έχω ένα λόγο παραπάνω. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικός απ’ αυτό που φανταζόμουνα και δεν διαψεύστηκα. Έχει ενδιαφέρον να δούμε, πως ερμηνεύει, ο ίδιος την ανάγκη να γράφει μυθιστορήματα
«Στην ουσία είναι κάτι που θέλω ν’ ανακαλύψω. Δεν το αντιμετωπίζω σαν διασκέδαση, σαν μια φοβερή δουλειά το αντιμετωπίζω. Είναι, όμως, και κάτι που έχω ανάγκη. Καθώς περνάει η ζωή ταυτόχρονα να προχωρά και μια ιστορία! Δηλαδή έχω την ανάγκη να κάνω δύο ζωές, μια κανονική και μία μέσα απ’ τα βιβλία μου. Η ζωή η ίδια δεν μου αρκεί, μου φαίνεται λίγη. Όταν γράφω έχω μια τεράστια σκοτούρα, αλλά όταν δεν γράφω, έχω αυτή την έλλειψη. Μου φαίνεται ανεπαρκής η ζωή.Τα θέματα που διαλέγω είναι θέματα τα οποία ανοίγουν ένα δρόμο. Η Αφρική είναι ένας δρόμος, το Άγιο Όρος είναι ένας δρόμος. Το έψιλον των Δελφών στην «Μητρική γλώσσα» είναι ένας δρόμος. Το να μιλήσω με την πεθαμένη μητέρα μου δεν ήξερα πού θα με βγάλει, άσχετα αν έχει τόσο έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ήταν όμως ένας δρόμος, δεν ήξερα πώς θα τελειώσει αυτή η κουβέντα με τη μάνα μου. Θα την χάσω ξανά; Κάθε φορά γράφοντας, κάτι ανακαλύπτω, κάτι μαθαίνω, κάπου πάω. Είναι λοιπόν ένα ταξίδι και το χρειάζομαι αυτό το ταξίδι. Έως ότου ναυαγήσω, οπότε θα διηγηθώ ένα ναυάγιο. Είναι κι αυτό ένα είδος ταξιδιού.Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι γράφουμε επειδή σκοτεινιάζει, επειδή φοβόμαστε το σκοτάδι, επειδή χρειαζόμαστε τα παραμύθια που μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί για να κοιμηθούμε! Μπορεί αυτήν την διαδικασία να συνεχίζω και επειδή δεν υπάρχει κανείς να μου διηγηθεί κανένα παραμύθι, τα λέω ο ίδιος στον εαυτό μου και επειδή είμαι και πολύ αφελής, τα πιστεύω».Επειδή όμως το θέμα είναι το τελευταίο του βιβλίο ας πάρουμε μια γεύση από τον ίδιο το συγγραφέα
«Δεν αμφισβητώ ότι οι πατέρες της Εκκλησίας δανείστηκαν κάποια ρητορικά σχήματα από τους αρχαίους συγγραφείς, απάντησε ο Βεζιρτζής. Υπήρξαν ωστόσο θανάσιμοι εχθροί της κλασικής παιδείας και του πολιτισμού των αρχαίων. [...] Ο διασυρμός του ελληνισμού από την Εκκλησία υπήρξε τόσο συστηματικός ώστε οι Έλληνες αναγκάστηκαν ν' αλλάξουν όνομα, να μετονομαστούν σε Ρωμαίους, Ρωμιούς ή Γραικούς. Σε ορισμένες τοιχογραφίες του Αγίου Όρους απεικονίζονται μαζί με τους αγίους και τους αγγέλους διάφοροι φιλόσοφοι, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Πυθαγόρας. Όλοι φορούν στέμμα, έχουν μακριές γενειάδες και είναι ντυμένοι σαν Βυζαντινοί πρίγκιπες. Βαστούν ο καθένας τους έναν πάπυρο όπου είναι γραμμένη μια πλασματική φράση, που διακηρύσσει, για παράδειγμα, την τρισυπόστατη φύση του Θεού. Είναι γνωστό ότι η Εκκλησία επιδίωξε να προσεταιριστεί τους αρχαίους σοφούς, αυτούς τουλάχιστον που δεν κατάφερε να θάψει, παραποιώντας τη σκέψη τους. Αυτό άλλωστε δεν διδάσκονται οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ότι η αρχαιότητα παρέδωσε τη σκυτάλη του πολιτισμού στο Βυζάντιο; Ο χριστιανισμός, αγαπητέ μου φίλε, δεν συνεχίζει την αρχαιότητα, απλά την ακολουθεί όπως η νύχτα ακολουθεί τη μέρα. Η θεολογία αναιρεί τη φιλοσοφία. Η πρώτη απαντά σε όλα, ενώ η δεύτερη ξέρει κυρίως να ρωτά." Τι άραγε θα θυμάμαι μετά από μερικά χρόνια από το βιβλίο αυτό; Ότι κέρδισε το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 2007; Αλλά αυτό δεν αποτελεί μέρος του βιβλίου. Ίσως θυμάμαι τη Ναυσικά, την ευγενέστατη αυτή γυναίκα που έχασε προ ετών το φως της και που αναθέτει στον νεαρό συγκάτοικό της να μάθει τα πάντα για το Αγιο Όρος. Είναι πιθανό να επιζήσουν και άλλα πρόσωπα του μυθιστορήματος: ο μοναχός που χαιρετά τα αεροπλάνα σείοντας μια βυζαντινή σημαία, ο Γάλλος ερημίτης που ονειρεύεται να επιστρέψει στη Νορμανδία, στο σπίτι όπου ο αβάς Πρεβό έγραψε τη Μανόν Λεσκό, ο καθηγητής Βεζιρτζής που ισχυρίζεται ότι το Βυζάντιο δεν συνεχίζει την αρχαιότητα αλλά την ακολουθεί όπως η νύχτα την ημέρα, ο Δημήτρης ίσως, ο χαμένος αδελφός της Ναυσικάς που επανεμφανίζεται στο τέλος της ιστορίας και τραγουδάει ένα νησιώτικο τραγούδι. Θα θυμάμαι σίγουρα ότι το Βυζάντιο επέβαλε με άκρα βιαιότητα το χριστιανισμό, ότι οι μοναχοί και οι κληρικοί έσφαξαν πλήθη κόσμου, ότι ο μονοθεϊσμός εισήγαγε τον θρησκευτικό φανατισμό που ήταν άγνωστος στην Αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη. Θεωρώ ελάχιστα πιθανό να ξεχάσω ότι ο Ιουστινιανός έκλεισε τη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας και ότι ακολούθησαν για τη χώρα μας δεκατρείς αιώνες πνευματικής νάρκης. Ίσως ξεχάσω τον αφηγητή του έργου, το συγκάτοικο της Ναυσικάς, που αναλαμβάνει βαρυγκομώντας την έρευνα για τον Αθω, δεδομένου ότι ασχολείται μόνο με την αρχαία ιστορία και την προσωκρατική φιλοσοφία. Το ενδιαφέρον του όμως μεγαλώνει όταν ανακαλύπτει ότι η Ελλάδα είναι δύο χώρες που δεν έχουν σχεδόν τίποτε κοινό μεταξύ τους, και ακόμη περισσότερο όταν μαθαίνει ότι υπήρχαν πέντε πόλεις στη χερσόνησο του Αθω, τις οποίες γκρέμισαν ολοσχερώς οι μοναχοί για να χτίσουν τα γιγαντιαία μοναστήρια τους. Θα πάει στο Όρος όχι μόνο με την ελπίδα να βρει εκεί τον Δημήτρη, αλλά και να εντοπίσει κατάλοιπα του αρχαίου πολιτισμού. Θα ανακαλύψει έτσι ένα άγαλμα, θαμμένο μέσα σε μια κάβα κρασιών. Θα ανακαλύψει επίσης τον αμύθητο πλούτο των μοναστηριών, τον καιροσκοπισμό των ηγουμένων, που είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν με κάθε αρχή, μηδέ της χιτλερικής εξαιρουμένης, προκειμένου να διατηρήσουν τα εξωφρενικά οικονομικά τους προνόμια, το μίσος που εξακολουθεί να τους διακατέχει απέναντι στην Αρχαία Ελλάδα και το γυναικείο φύλο. Θα διαπιστώσει ακόμη ότι κυκλοφορούν αναρίθμητα φαντάσματα γυναικών στο Αγιο Όρος. Το μυθιστόρημα έχει και μια αστυνομική διάσταση, αλλά αυτήν είναι πολύ πιθανό να την ξεχάσω».

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...