Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

'Εχω μεγάλο πρόβλημα με την πραγματικότητα

Παράταση ζωής, αυτές οι πρόσθετες ώρες, πριν από τη δύση. Τι άλλαξε από τα πέρσι μέχρι φέτος; Μόνο τα κουρασμένα πόδια, ένα χρόνο ακόμα πιο κουρασμένα.

Η δυσκολία δεν είναι να προσθέσω ακόμα μια φωνή διαμαρτυρίας γι’ αυτά που με χαλάνε, ούτε έναν τόνο θαυμασμού σε ό,τι με κάνει χαρούμενο. Η δυσκολία είναι να βρίσκεσαι απέναντι από τη διασταύρωση, να μην είσαι Ηρακλής και να μη βρεθούν μπροστά σου οι κυρίες του μύθου του Προδίκου για να σου δώσουν οδηγίες κατεύθυνσης.


Ο δρόμος που με φοβίζει, είναι τελικά ο δρόμος των διλημμάτων μου. Και ξέρετε… εμείς του 60’ οι εκδρομείς, στην κάθε επόμενη λέξη κάνουμε και μια δεύτερη σκέψη.
Η Ιστορία είναι κατηγορηματική, από το άσπρο στο μαύρο υπάρχει δρόμος και τα δόγματα που μας νανούριζαν δεν τα έχουμε πια στο μαξιλάρι μας. Έγιναν στάχτη.
Αυτός ο δρόμος που βρίσκεται μπροστά μας, πρέπει να τον διανύσουμε με καινούργια πατήματα. Και να τον τρέξουμε με κουρασμένα πόδια. Να τον τρέξουμε και ας μην είμαστε παιδιά.
Εδώ λοιπόν έρχονται τα διλήμματα. Ποια πορεία να τραβήξω αυτήν της ευκολίας ή της συμμετοχής;
Ακουστέ: Δεν νοιώθω πίκρα παρά την πίκρα. Δεν νοιώθω μόνος παρά τη μοναξιά.
Δεν σκέφτομαι αυτά που άφησα πίσω μου. Τα «πάντα είναι χαραγμένα στην ψυχή του κόσμου και θα παραμείνουν εκεί για πάντα»
«Τους θησαυρούς τους φέρνει στην επιφάνεια το ορμητικό νερό, το ίδιο πάλι τους θάβει». Αλλά έστω και έτσι θαμμένοι, την έχουν εν δυνάμει την ισχύ τους και εγώ ανά πάσα στιγμή αν ετοιμαστώ μπορώ εν τέλει να την ανασύρω. Να ελκύσω προς τα μένα ό,τι μου ανήκει. Το αληθινό.
Τα γράφω όλα αυτά γιατί δυσκολεύομαι να βρω λέξεις που να με προτρέψουν να προχωρήσω. Να βρω λέξεις που να σβήσουν κάθε ίχνος διλημμάτων…
Όλα αυτά που σήμερα είναι έτσι, θα μπορούσε να είναι αλλιώς, επιλογές, δόξα τω θεώ.
Θα ονειρευτούμε απόψε ή θα φοβηθούμε το όνειρο, επιλέγοντας τελικά να βυθιστούμε στο λήθαργο;
Θα ονειρευτούμε, για να μείνουμε ζωντανοί σαν το ποτάμι; Και όπως το ήρεμο ποτάμι όταν το περιορίσεις γίνεται πλημμύρα έτσι και μεις...

Κάθε μέρα κι ένα σενάριο καταστροφής

Από μικρός είχα πρόβλημα με τις συλλογές, αν μου έλειπε μια φωτογραφία από το άλμπουμ των φωτογραφιών που βρίσκαμε στις γκοφρέτες, το πετούσα, αυτό συνεχίστηκε για να επιβεβαιώσει τις ακραίες μεταβαλλόμενες θέσεις μου, ποτέ στη μέση, η χρυσή τομή, είναι λοβοτομή.


“Τι επιθετική λέξη αυτό το “ίσως”, μου υπενθυμίζει μια βραχνή φωνή, από ραδιοφώνου. «Τι θα πει ίσως; Ναι ή όχι λέει ο κόσμος. Ίσως! Δηλαδή ζήσε στην αμφιβολία, μείνε ακίνητος στο σταυροδρόμι, διότι ο σωστός δρόμος ίσως να είναι αυτός, ίσως και να είναι ο άλλος, δώσε δέκα χρόνια απ’ την ζωή σου γιατί ίσως έρθει αυτός που έφυγε. Άσε με κάτω. Εγώ θέλω τους καθρέπτες να έχουν μνήμη, να βρω τις παιδικές μου δαχτυλιές και τις εφηβικές γκριμάτσες…”
Όταν αποφασίσει η θάλασσα, δεν υπάρχουνε κολυμβητές.
Η ζέστη και η υγρασία επιβαρύνουν την αναζήτηση. Αιτιολογίες για το κενό, δικαιολογίες για το τίποτα.
Εκεί που χρησιμοποιούσα μικρές προτάσεις και τελείες, γέμισα μακρινάρια και ερωτηματικά.
“Ο έρωτας ή η νοσταλγία που μας ταράσσει πιο πολύ; Το γινόμενο ή το αγίνωτο μας κρατάει ζωντανούς; Αυτά που χάσαμε ή αυτά που έχουμε κλαίμε; Αναπάντητα ερωτήματα για ζωές που δεν τρομάζουν να σύρονται σε μάχες καρδιά με καρδιά. Που κοιτούν κατάματα την θάλασσα και τις υπόσχονται πως δεν θα πνιγούν σε μια κουταλιά νερό άλλα σε κάτι λιγότερο.”
Πρώτη είδηση σήμερα: Οι εμπρηστικές δηλώσεις Ερντογάν συνεχίζονται. Δεύτερη η ακρίβεια και οι ασπιρίνες που εξήγγελλε ο πρωθυπουργός για την τιμή της βενζίνης και του ηλεκτρικού ρεύματος. Ύστερα ο πόλεμος στην Ουκρανία και επερχόμενη επισιτιστική κρίση. Να μην ξεχάσουμε και την πανδημία που επιμένει με ανοδικές τάσεις. Ακολουθούν φόνοι, βιασμοί, ξυλοδαρμοί. Από το δικαστικό ρεπορτάζ κράτησα τον ξυλοδαρμό του 90χρονου από την 89χρονη σύζυγο του, «Δεν τον χτυπούσα για να τον σκοτώσω…”, ισχυρίστηκε. Πάλι καλά.
Κάθε μέρα κι ένα σενάριο καταστροφής παραλύει την ραχοκοκαλιά μας. Πώς να αντέξεις, αν δεν φύγεις. Πως να αντέξεις αν δεν ονειρευτείς.
Και επειδή «γράφουμε με αυτό που είμαστε», προσπαθώ να πω με μικρά κείμενα – φαναράκια, με τον πιο μεταξωτό τρόπο, το πώς θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε την οδύνη. Διότι τραύματα υπάρχουν για τον καθένα, και περισσότερο από μια φορά στη ζωή, έτσι ή αλλιώς η απουσία και το ανέφικτο είναι η κινητήρια δύναμη της δημιουργίας. Το μόνο που οφείλουμε εμείς να κάνουμε, είναι να αντέξουμε. Η έλλειψη άλλωστε, και άρα το τραύμα, είναι πάντοτε από την πλευρά της ζωής.
Αγωνιούμε για διάρκειες που δεν είναι εφικτές. Αν δεν το καταλάβουμε απλά ρίχνουμε σταχτή στα μάτια μας.
Έκτισα τοίχο απ’ αυτούς που δεν έχουν αυτιά, να μην ακούω τα νέα τα παλιά. Ταξίδεψα εκεί που ξεκουράζεται η ψυχή. Για να αντέξει

Το παίζω στάνταρ

Σε λίγο ο πρωθυπουργός θα δώσει συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στην ΕΡΤ. Για τα παρακάτω δεν χρειάζεται ν' ακούσω τι θα πει για να τα γράψω. Το παίζω στάνταρ.


Αυτή η κυβέρνηση που μας «κυβερνάει», εντός εισαγωγικών, είναι αχαρακτήριστη . Τα έχει όλα, από εμπάθεια μέχρι βλακεία. Και μόνο η εικόνα του Πρωθυπουργού, στην συνέντευξη που ακολουθεί τα υπογράφει όλα. Η υποτέλεια, στο μεγαλείο της.
Ούτε ποδήλατο με τρεις ρόδες δεν μπορούν να οδηγήσουν, όχι να βγάλουν τη χώρα από τη στενωπό.
Πρόκειται για ένα επικίνδυνο κράμα, αποτελούμενο από όλα τα κακά που χαρακτήριζαν τις κυβερνήσεις που μας κυβέρνησαν για δεκαετίες. Ψέμα, υποκρισία, μίσος, βλακεία, σκοπιμότητα, συμβιβασμοί, μπαμπεσιές και ότι φανταστεί ο νους σας, που ξεφτιλίζει την ανθρώπινη υπόσταση. Δεν είναι άνθρωποι αυτοί.
Εμείς οι άνθρωποι, αγαπάμε και μισούμε, τσακωνόμαστε και σε κάποιες περιπτώσεις ανεξέλεγκτες τραβάμε και μαχαίρι. Πεθαίνουμε αμίλητοι με αδέλφια συγγενείς και φίλους για μια παρεξήγηση πολλές φορές.
Εμείς οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε τις λέξεις για να ορίσουμε αυτό που αισθανόμαστε και βοηθάμε, όσο μπορούμε να βοηθήσουμε, γιατί το έχουμε ανάγκη, χωρίς ανταπόδοση.
Εμείς οι άνθρωποι γελάμε και κλαίμε, ομολογούμε τις αδυναμίες μας, τσαλακώνουμε τον εγωισμό μας, πράττουμε σωστά η λάθος, λύνουμε την γραβάτα και την πετάμε όταν μας σφίγγει. Βάζουμε χρώματα στη ζωή μας. Ζούμε.
Αυτοί δεν έχουν ανθρώπινη συμπεριφορά. Μόνιμο χαμόγελο βρέξει χιονίσει. Φωνάζουν χωρίς να νευριάζουν, ατσαλάκωτοι, δεν τσακώνονται και αυτό αν συμβεί, το έχει επιλέξει ο σκηνοθέτης. Δεν αγαπάνε δεν μισούνε. Οι λέξεις που βγαίνουν από το στόμα τους, δεν βγάζουν συναίσθημα, αλλά σκοπό. Υπηρετούν ένα μεγάλο ψέμα και το κάνουν συνειδητά. Ένα βαθύ γκρι τους σκεπάζει και τα χρώματα δεν τους πλησιάζουν.
«Εκείνο για το οποίο η δική μας γενιά θα μετανιώσει μια μέρα πικρά δεν θα είναι τόσο η σκληρότητα και οι αδικίες των κακών ανθρώπων, όσο η απαράδεκτη σιωπή των καλών…» Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ

Πόσο πια να φύγεις, για να αντέξεις; Τόσο, μέχρι εκείνη τη λεπτή γραμμή, που αν την περάσεις αρνείσαι πλέον να γυρίσεις.

Έλα στη θέση μου

Ό,τι μας πόνεσε, έχει αφήσει το σημάδι του και είναι σαν ένα παλιό τραύμα που το κουβαλάμε μια ζωή. Πάντα θα βρίσκεται η ευκαιρία να μας πονάει.
Μόνο του ήρθε το παράπονο. Ακάλεστο. Για να ζητήσει τα δίκια του. Για να δικαιολογήσει την ύπαρξή μου. Όχι, δεν μπήκε στον κόπο των λογαριασμών, αγνόησε το πάρε δώσε της συναλλαγής των συναισθημάτων.
Ήρθε για να ενισχύσει την αμυντική λειτουργία, δίνοντας έμφαση στο κόμπο που πνίγει το λαιμό και σε κείνο το απροσδιόριστο βάρος στο στήθος.



«Θέλω να μείνω μόνος». Επακόλουθο, μιας αμυντικής λειτουργίας, με τον εγωισμό να θριαμβεύει. Τη μάχη απέναντι σε όλους τους άλλους που μου φταίνε, πάντα με ένα πικρό παράπονο την κερδίζω, όπλο δοκιμασμένο και αποτελεσματικό. Η όποια φωνή αυτοκριτικής, που επιχειρεί να ψελλίσει κάτι, πνίγεται εν τη γενέσει της.
Και συνεχίζει το παράπονο να γκαζώνει, να τα σκεπάζει όλα σαν δέκα μέτρα χιόνι.
Μια πραγματικότητα μας σφίγγει καθημερινά όλο και περισσότερο και το χειρότερο την έχουμε αποδεχθεί. «Ο ήχος του όπλου, του αυτόχειρα Καρυωτάκη, θα ηχεί πάντα στ' αυτιά των λεπταίσθητων ανθρώπων που έχουν το καταραμένο χάρισμα να μπαινοβγαίνουν στις ζωές των άλλων νοιώθοντας τους», σχολίαζε παλαιοτέρα η αγαπημένη φωνή του ραδιοφώνου. Αυτό που απλά λέμε, «έλα στη θέση μου», και που ελάχιστοι μπορούν να το καταφέρουν ουσιαστικά. Να δουν το έγκαυμα και να νιώσουν τον τρόμο της φωτιάς, να ακούσουν το ουρλιαχτό και να αισθανθούν στο σώμα τους τη βία που υφίσταται ο άλλος. Δεν μιλώ μεταφυσικά ούτε μεταφορικά. Είναι λέω παιχνίδια αυτά του μυαλού και της καρδιάς που σε κρατούν μετέωρο ανάμεσα στους δύο κόσμους, έτσι που και ο θεός να διστάζει και ο διάβολος να έχει αμφιβολίες για πάρτη σου.

Κύλησε και πάλι το φεγγάρι. Γέμισε, όπως κι η ζωή, εκεί που νοιώθεις ότι στερεύει, να που πάλι γεμίζει.


Ό,τι μας πόνεσε, έχει αφήσει το σημάδι του και είναι σαν ένα παλιό τραύμα που το κουβαλάμε μια ζωή. Πάντα θα βρίσκεται η ευκαιρία να μας πονάει.
Μόνο του ήρθε το παράπονο. Ακάλεστο. Για να ζητήσει τα δίκια του. Για να δικαιολογήσει την ύπαρξή μου. Όχι, δεν μπήκε στον κόπο των λογαριασμών, αγνόησε το πάρε δώσε της συναλλαγής των συναισθημάτων.
Ήρθε για να ενισχύσει την αμυντική λειτουργία, δίνοντας έμφαση στο κόμπο που πνίγει το λαιμό και σε κείνο το απροσδιόριστο βάρος στο στήθος.
«Θέλω να μείνω μόνος». Επακόλουθο, μιας αμυντικής λειτουργίας, με τον εγωισμό να θριαμβεύει. Τη μάχη απέναντι σε όλους τους άλλους που μου φταίνε, πάντα με ένα πικρό παράπονο την κερδίζω, όπλο δοκιμασμένο και αποτελεσματικό. Η όποια φωνή αυτοκριτικής, που επιχειρεί να ψελλίσει κάτι, πνίγεται εν τη γενέσει της.
Και συνεχίζει το παράπονο να γκαζώνει, να τα σκεπάζει όλα σαν δέκα μέτρα χιόνι.
Μια πραγματικότητα μας σφίγγει καθημερινά όλο και περισσότερο και το χειρότερο την έχουμε αποδεχθεί. «Ο ήχος του όπλου, του αυτόχειρα Καρυωτάκη, θα ηχεί πάντα στ' αυτιά των λεπταίσθητων ανθρώπων που έχουν το καταραμένο χάρισμα να μπαινοβγαίνουν στις ζωές των άλλων νοιώθοντας τους», σχολίαζε παλαιοτέρα η αγαπημένη φωνή του ραδιοφώνου. Αυτό που απλά λέμε, «έλα στη θέση μου», και που ελάχιστοι μπορούν να το καταφέρουν ουσιαστικά. Να δουν το έγκαυμα και να νιώσουν τον τρόμο της φωτιάς, να ακούσουν το ουρλιαχτό και να αισθανθούν στο σώμα τους τη βία που υφίσταται ο άλλος. Δεν μιλώ μεταφυσικά ούτε μεταφορικά. Είναι λέω παιχνίδια αυτά του μυαλού και της καρδιάς που σε κρατούν μετέωρο ανάμεσα στους δύο κόσμους, έτσι που και ο θεός να διστάζει και ο διάβολος να έχει αμφιβολίες για πάρτη σου.

Κύλησε και πάλι το φεγγάρι. Γέμισε, όπως κι η ζωή, εκεί που νοιώθεις ότι στερεύει, να που πάλι γεμίζει.

Δεν ξεπουλάς τον εαυτό σου , εάν είσαι ανύπαρκτος

Τι αντοχή και αυτή στο χρόνο... Δεκαετίες τους συναντάω, πότε στα πράσινα, πότε στα κόκκινα πότε στα μπλε, ντυμένους και καμαρωτούς. Τους παρακολουθώ με επιείκεια να προσθέτουν αφειδώς παράσημα στα ένδοξα χρόνια της νεότητας τους, προκειμένου να ισορροπήσουν τις απώλειες που ακολούθησαν.



Φαίνεται πως πίστεψαν και οι ίδιοι, αυτό που επιδερμικά πέρασε στην ιστορία. Η αγωνία να διατηρήσουν το μύθο τους, επιβεβαιώνει την ήττα τους. Σκλάβοι του εαυτού

τους από την ημέρα που αντίκρισαν τον κόσμο και όπως όλα βεβαιώνουν, σκλάβοι και μέχρι εκείνη τη στιγμή που θα έρθει η ώρα να τον εγκαταλείψουν.
Το ξέρουν όμως το παιγνίδι… Οι άνθρωποι γύρω τους, βλέπουν μονάχα ό,τι φαίνεται. Ποτέ δεν ξεχωρίζουν ό,τι ανασαίνει κρυμμένο. Αλλά όποιος τον εαυτό προδίδει, προδίδει ολόκληρο τον κόσμο. Και όποιος το όνειρο του ξεπουλά , είναι ικανός να ξεπουλήσει το όνειρο του κόσμου όλου.
Και αυτοί ξεπουλημένοι από πάντα, έρχονται οι δειλοί, συμμαχώντας με τη λήθη, να κλέψουν ιστορία για να ενισχύσουν την ανυπαρξία τους. Γίνανε αλήθεια ατομιστές από την βία των καιρών, ή ήταν πάντοτε; Υπήρξε ο παλιός αληθινός τους εαυτός και κατά πόσο αληθινός ήταν;
Τους παρακολουθώ χαμένους να μνημονεύουν τα κατόρθωμα τους και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αυτοί οι άνθρωποι τελικά τίποτα δεν ξεπούλησαν, γιατί τίποτα δεν είχαν να ξεπουλήσουν. Πως είναι δυνατόν ξεπουλήσει κάποιος και μάλιστα τον εαυτό του, εάν είναι ανύπαρκτος; Προδίδει κανείς μες την ακινησία του; Μπορεί κάποιος να κάνει επανάσταση ανενόχλητος για μια ζωή;
Αλλάζοντας η μένοντας ίδιος ξεπουλάει κανείς τον εαυτό του; Κι όταν εμείς αλλάζουμε εξακολουθούμε να έχουμε το ίδιο ασάλευτο παρελθόν; Παιγνίδια με τον χρόνο τα παραπάνω και τα ερωτηματικά, βάση για μια πορεία, που θα οδηγήσει τα βήματα μας πέρα από το σκοτάδι. Υπάρχει άνθρωπος που νικά το παρελθόν του;
“Και είναι το παρελθόν μαχαίρι που πονά. Ακόμα κι όταν εσύ έχεις φροντίσει να βγεις επιτέλους από την πληγή. Ο πόνος είναι εκεί και η ουλή, όπως ο πόνος στο πόδι του ανάπηρου, ακόμα και αν το πόδι λείπει”

Η φωτογραφία είναι ανεξάρτητη του κειμένου

Το σώμα διαθέτει ειλικρίνεια

 Όσοι μεγαλώνουν γυρνάνε πίσω. Εκεί που ακουμπούν. Κοιτάζουν τους δρόμους που περπάτησαν. Τα βήματα που έκαναν και οι περισσότεροι με όση βεβαιότητα κρύβει ένα ψέμα, δεν «μετανιώνουν για τίποτα».


Και όμως όσα είναι πια «έτσι», θα μπορούσανε να είναι κάλλιστα κι αλλιώς. Επιλογές, δόξα τω Θεώ, μας δίνει η ζωή ακόμα και στον ύπνο μας: Θα ονειρευτούμε απόψε η θα φοβηθούμε τ’ όνειρο, επιλέγοντας – τελικά – να βυθιστούμε σε λήθαργο; Η βασική επιλογή, άλλωστε, είναι «το όνειρο» ή «η προσγείωση.» Κατόπιν καθορίζει χαρακτήρες και σκιαγραφεί ζωές, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα συνειδήσεις. Στο φινάλε μετράει τα κέρδη και τις ζημιές: τόσα για τα όνειρα άλλα τόσα για το θαύμα. Βάλε και την αυτοθυσία, γράψε για τον συμβιβασμό, μέτρησε και τον φόβο, αφαίρεσε την ελπίδα, πολλαπλασίασε την με τ’ απογεύματα που ζήσαμε διαίρεσε τα με το ταξίδι… μια η άλλη! Ο εαυτός μας ξανά. Σε μια ισορροπία εύθραυστη και προσποιούμενη και με τη θεωρία πάντοτε στο τσεπάκι. Να ντύνει την πράξη, να μας δικαιολογεί τα βήματα. Που δεν τα μετρήσαμε και τα κάναμε. Που όλα τα λογαριάσαμε, φοβηθήκαμε τελικά και δεν τα κάναμε. Μια η άλλη! Κι η ανεκπλήρωτη εκδοχή που χρονίζει και εκείνη στο χαρτί, πράξη εν δυνάμει γιατί είναι η θεωρία συμπυκνωμένη πράξη...
Όμως όσο η ψυχή να θέλει να το κρύψει, «Το σώμα, είναι που, εντέλει, διαθέτει μπέσα κι ειλικρίνεια. Μου το έγραψε η Ελένη Γκίκα πριν πολλά χρόνια, και ύστερα το έκανε βιβλίο, «Χαίρε παραμύθι μου» ο τίτλος.
«Τουλάχιστον, εγώ, το σώμα είναι αυτό που ακούω κι εμπιστεύομαι και όχι τη ψυχή, την άκρως παραπλανητική και ψεύτρα. Κι ας την φορτώνουμε μια ζωή ιδεαλισμούς και γενναιότητες, μεγαλοθυμίες και άκρως ωφελιμιστικές καλοσύνες, δικαιοσύνες και ευγένειες. Διότι όλα αυτά μπορεί κάλλιστα και να είναι υποκριτικά το αντίθετό τους». Το κορμί όμως; Το κορμί κιτρινίζει και κοκκινίζει, πετσί και κόκαλο ή μπαλόνι γίνεται, βγάζει φουσκάλες, σπυράκια, μπλαβιάζει και μελανιάζει και κάποια στιγμή και μετά, ο χάρτης της ψυχής μας γίνεται. Ο αδιαμφισβήτητος χάρτης της ψυχής.
Δεν έχεις προσέξει, αλήθεια ότι ο άνθρωπος μετά τα τριάντα ομορφαίνει ή ασκημαίνει;
Πόσα ολόφρεσκα κοριτσάκια και αγόρια όταν τριανταρίσουν βλακεύουν και για τούτο και ασχημαίνουν ξαφνικά; Πριν τα τριάντα, άγραφος χάρτης το πρόσωπο, έχει μονάχα τη φρεσκάδα της νιότης. Κι αυτό το ωραίο «απέξω απέξω». Που δεν αρκεί να χρωματίσει, να δώσει ατμόσφαιρα, να σμιλέψει ή και να σφραγίσει..
Γι’ αυτό - και ολότελα ξαφνικά - ο όμορφος γίνεται ασήμαντος κι εκείνος ο μέχρι χθες «άνευ σημασίας», αποκτά εντελώς ξαφνικά γοητεία, ενδιαφέρον και όλη την σαγήνη του κόσμου. Διότι ο χάρτης του κορμιού κάνει τη δουλειά του κι εμείς τίποτε άλλο, από το να ακολουθούμε.
«Δεν μετανιώνω για τίποτα» λέμε, όμως το αντίθετο με μεγάλα γράμματα στο μέτωπο μας, μας διαψεύδει.

Ο Helias Doulis τράβηξε φωτογραφία στα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης.

Δεύτερη φορά δεν έχει...

Τη δεύτερη φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Αρχές καλοκαιριού με τα γεγονότα να καίνε περισσότερο από τον ήλιο. Ας τα προσπεράσω. Που είχαμε μείνει; Στο χρόνο, στο χρόνο, που μας εκδικείται όταν επαναλαμβάνει μια χαμένη στιγμή.


Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, όμως μια ανεκπλήρωτη στιγμή παραμένει ακόμα ζωντανή. Θυμάμαι είχα διστάσει να προχωρήσω σε ένα ερωτικό κάλεσμα, ένα αυγουστιάτικο απόγευμα σε μια παραλία. Πέρασαν αρκετά χρόνια από εκείνη τη στιγμή, σε πιο εύκολες συνθήκες, η επιθυμία μου εκπληρώθηκε. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και σήμερα πενθώ τη στιγμή που έχασα, σε κείνο το χρόνο, σε εκείνο τον τόπο με κείνα τα νιάτα. Στην ίδια παραλία, με την ίδια γυναίκα, τον ίδιο μήνα και απόγευμα με διαφορά κάποια χρόνια, ήταν μια άλλη στιγμή, που δεν κατάφερε να καλύψει την απώλεια. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, αυτή τη φορά σαν φάρσα.
Και μια άλλη ερμηνεία από την μεταμεσονύχτια ραδιοφωνική φωνή, που μάλλον δεν πιστεύει στις συμπτώσεις...
«Μην ψάχνεις τον κόσμο να βρεις τίποτα. Ο,τι είναι να βρεθεί, βρίσκεται ήδη κοντά σου, δίπλα σου, στο απέναντι μπαλκόνι. Όταν πρόκειται να συμβεί η συνάντηση, οι δρόμοι, λες και έχουν συνεννοηθεί, αν και παράλληλοι, προσποιούνται ότι τέμνονται και έρχονται τα βήματα κοντά. Σαν να υπάρχει ένας αόρατος κόσμος μέσα στον κόσμο που κινεί νήματα κι εμείς σαν μαριονέτες οδεύουμε σ΄ αυτό που νομίζουμε τυχαίο και τελικά είναι μοίρα. Κι ύστερα; Κι ύστερα όλα σαν όνειρο περνούν, αν δεχτούμε ότι τα όνειρα δε μένουν πιστά στο δημιουργό τους κι όταν ξημερώνει φοράνε τα ρούχα μας και βγαίνουν στους δρόμους αναζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία σ’ ένα δεύτερο κορμί. Που επιστρέφει κανείς όταν πρέπει;» 

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...