
Το Ιόνιο μπροστά, γαλαζοπράσινο, απλώνεται σαν αιώνιο σκηνικό, με τους «Έρμονες» να μένουν εκεί, αμετακίνητοι, να φυλάνε τις βουτιές του παρελθόντος, τις πρώτες, άτριχες βουτιές, που φώτισαν την αθωότητα μιας νιότης, που έγινε καταγωγή. Το πρώτο βράχινο άλμα στο «κασάρι», τον θρύλο του «Τούρκου» απέναντι, παγωμένος σαν ιδέα που δεν εκπληρώθηκε ποτέ.
Σήμερα δεν τρέχω. Αλλά η μνήμη, σαν σώμα που ξύπνησε από λήθαργο, περπατά δίπλα μου. Παρέες ιδρωμένες από ήλιο και ποδαρόδρομο, κορμιά που μυρίζουν Ambre Solaire και αμηχανία. Πρώτα βλέμματα, πρώτες ήττες, πρώτες λάμψεις επιθυμίας. Ο έφηβος εαυτός μου τρέχει και πάλι προς το νερό. Φωνάζει «πάμε», κι ας μην τον ακολουθεί κανείς. Η φωνή του όμως μένει.
Μια νύχτα στους Έρμονες, το σώμα συνάντησε τον εαυτό του, όχι μέσω της επιθυμίας αλλά μέσω του ξαφνιάσματος: αυτή η ντροπή της πρώτης αφύπνισης, αυτός ο κόμπος στη φωνή. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι ενηλικίωση δεν είναι στιγμή, είναι χάραγμα.
Και μετά, η επιστροφή. Η απόσταση που μετριέται όχι σε βήματα, αλλά σε ρήγματα ανάμεσα στο τώρα και το τότε.
Οι Έρμονες εκεί, οι πέτρες όμως πιο μικρές, η θάλασσα πιο ρηχή, οι φωνές των παιδιών σιωπηλές. Δεν είναι ο τόπος που άλλαξε. Εμείς είμαστε που τον πληγώσαμε με τις αναμνήσεις μας, με τις συγκρίσεις μας, με την απώλεια εκείνου που ήμασταν. Καθώς ο ήλιος δύει, η σκιά μου απλώνεται πάνω στον βράχο που κάποτε στάθηκα ατρόμητος. Τώρα, κάθομαι και αφήνω τον αέρα να με διαπεράσει. Ίσως αυτή να είναι η ωριμότητα: να μένεις ακίνητος, ενώ μέσα σου όλα ταξιδεύουν.
Ίσως αυτό είναι το αρχιπέλαγος της καταγωγής μας. Στιγμές που μας συνθέτουν. Και επιστρέφουν. Όχι για να τις ζήσουμε ξανά, μα για να μας θυμίσουν ποιοι είμαστε όταν σταματά η βεβαιότητα και αρχίζει η απουσία. Η επιστροφή δεν είναι πράξη. Είναι συνθήκη. Δεν σε περιμένει τίποτα, αλλά εσύ κουβαλάς όλα όσα δεν συνέβησαν ποτέ. Και αυτά είναι τα πιο βαριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου