Υπήρξαν άνθρωποι που έμοιαζαν ζωντανοί, αλλά μέσα τους είχε προ πολλού καταλυθεί η φλόγα του «Είναι». Αν δεν τους μιλούσαν για τον έρωτα, δεν θα ήξεραν τι είναι . Αν δεν τους δίδασκαν τις λέξεις, δεν θα ένιωθαν τις σημασίες. Γεννήματα μιας εποχής που αποστρέφεται το πάθος και ευαγγελίζεται το μέτριο, έμαθαν να ζουν ανάμεσα: ούτε φως, ούτε σκοτάδι , μονάχα αντηχήσεις τρίτων.
Σαν καθρέφτες θαμπωμένοι, ανέλαβαν να αντανακλούν, όχι να εκπέμπουν. Δεν αναρωτήθηκαν ποτέ τι σημαίνει να είσαι. Αντάλλαξαν το βάθος με το στιλπνό, τον πόνο με το εφέ. Φόρεσαν ρόλους για να πείσουν, να περάσουν απαρατήρητοι ή και να αρέσουν. Κι έγιναν εύπλαστοι, σαν πηλός σε χέρια ξένα, αρκούμενοι σε δανεικές φράσεις, σε επιφανειακές σχέσεις, σε ζωή που δεν απαιτεί τίμημα.
Δεν ένιωσαν ποτέ τον κόμπο του έρωτα να τους σκίζει την ησυχία, ούτε την ευλογία της απώλειας να φωτίζει την αξία του παρόντος. Δεν έμαθαν να ζυγίζουν την ελπίδα με τη ματαίωση, τη χαρά με τη φθορά της. Μπροστά στον χρόνο έστεκαν σαν παιδιά χαμένα σε ενήλικα σώματα: σιωπηλοί, αμήχανοι, άψυχοι.
Κι εγώ; Άργησα, μα γύρισα. Σκαλίζοντας το χώμα της ψυχής, βρήκα ρίζες. Αγάπησα τις ρωγμές μου, τις ανεπάρκειές μου, τον δικό μου, απείθαρχο ρυθμό. Έπαψα να ντρέπομαι για το αδέξιο βλέμμα, για τις λέξεις που δε βρήκαν στόχο, για τα όνειρα που φώναζαν μέσα στη σιωπή. Κι έτσι, για πρώτη φορά, έζησα.
Τώρα ό,τι μεταδίδω δεν είναι είδωλο: είναι κραδασμός. Δικός μου.
Κι αυτοί που αναπαύονται στην αυτάρκεια της ουδετερότητας, δεν θα μάθουν ποτέ την αλήθεια. Γιατί για να γνωρίσεις τη ζωή, πρέπει πρώτα να ρισκάρεις τον εαυτό σου. Κι εκείνοι, δεν τον άγγιξαν ποτέ. Ήταν ζωντανοί, αλλά δεν έζησαν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου