«Κουράστηκα». Μια λέξη σαν σπασμένη ανάσα, σαν πληγή ανοιγμένη στο φως της μοναξιάς. Ξερή, βουβή, γραμμένη με αίμα σε κόκκινο φόντο. Ένας ψίθυρος που έγινε κραυγή σε έναν κόσμο που έμαθε να μην ακούει.
Ήθελε κάποιον να σταθεί για λίγο απέναντί του, να δει, να νιώσει, να σιωπήσει μαζί του. «ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ». Το έγραψε με κεφαλαία, σαν να φώναζε μέσα από τα κάγκελα μιας σιωπηλής φυλακής. Δεν ζητούσε λύση. Δεν ήθελε παρηγοριά. Ήθελε να υπάρξει. Να ακουστεί για μια φορά, έστω και από το τίποτα. Και πού να τα πει...
«Τα καφενεία όλα κλειστά». Όχι από νόμους αλλά από την αποξένωση των καιρών... Από σιωπές που έγιναν συνήθεια. Οι φίλοι διασκορπίζονται σε προγράμματα και ραντεβού και η κουβέντα γίνεται μια φωνή που χάνει το νόημά της. Η ζωή έγινε πρόγραμμα. Η κουβέντα υποχρέωση. Κι η θλίψη… κάτι που δεν λέγεται, γιατί μοιάζει με αδυναμία.
Έκανε ένα βήμα να μιλήσει. Όχι με φωνή, με μια λέξη, κραυγή απόγνωσης στο Facebook. «Έκανα ένα like. Μαύρη καρδιά. Τι ειρωνεία… Να μοιράζεσαι μια πληγή με ένα εικονίδιο.
Πίσω από μια οθόνη, ένας άνθρωπος με βλέμμα κουρασμένο, κρατάει όχι μόνο χέρια, αλλά φορτία: μνήμες που πονάνε, ερωτήσεις που δεν έχουν απαντηθεί. Η λέξη του, «Κουράστηκα», δεν ήταν παρά μια φλόγα που αντιστέκεται στην αφωνία.
Γιατί το «κουράστηκα», δεν είναι παραίτηση, αλλά αντίσταση. Είναι το σημάδι εκείνων που συνεχίζουν να ζουν μέσα στην κόπωση, που ζητούν απλά να μην είναι αόρατοι. Σε έναν ψηφιακό κόσμο όπου η σιωπή βάφεται κόκκινη, μια σπίθα συμπόνιας μπορεί να γίνει η μικρή επανάσταση που χρειάζεται ο άνθρωπος.
Μέσα στη σιωπή, η φωνή συνεχίζει να αντηχεί, πιο δυνατή, πιο αληθινή από ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου