Τα ηλικιακά νιάτα διαρκούν όσο τους πρέπει. Τα δικά μας ώριμα “νιάτα” κουβαλούν τα κερδισμένα χρόνια, τη δύναμη και την υπομονή.
Αν δεν είχαμε όλα αυτά τα εφόδια πως θα αντέχαμε σήμερα να ζούμε μέσα σ’ αυτό το ψέμα; Πως θα αντέχαμε να ζούμε σε μια πόλη που βασιλεύουν τα συμφέροντα και ο ατομισμός; Αντέχουμε γιατί γνωρίζουμε και μπορούμε, ακόμα και την επιθυμία να την κάνουμε άρνηση…
Αν δεν είχαμε όλα αυτά τα εφόδια πως θα αντέχαμε σήμερα να ζούμε μέσα σ’ αυτό το ψέμα; Πως θα αντέχαμε να ζούμε σε μια πόλη που βασιλεύουν τα συμφέροντα και ο ατομισμός; Αντέχουμε γιατί γνωρίζουμε και μπορούμε, ακόμα και την επιθυμία να την κάνουμε άρνηση…
Πολλές φορές γκρινιάζουμε, έχοντας γνώση για όλα αυτά τα καλά που ζήσαμε. «Δεν υπάρχουν χρόνια αγάπης και έρωτα χαμένα. Τίποτα δεν χάσαμε, μπορεί να υποφέραμε, αλλά κερδίσαμε. Ότι αγαπήσαμε κυκλοφορεί στο αίμα μας, ανεβοκατεβαίνει στις αρτηρίες, περνάει από τα καρδιά μας. Διεισδύει στα νέα μας συναισθήματα και μας παγιδεύει στο λάθος των συγκρίσεων. Ό,τι αγαπήσαμε ζει πάντα μαζί μας”.
Και όλοι εμείς που ξυπνήσαμε μια μέρα και δεν πιστεύαμε πως μεγαλώσαμε , που βρεθήκαμε ανάμεσα σε δύο βουνά και ρωτήσαμε πόσο χρόνο έχουμε ακόμα, όλοι εμείς κέρδος κουβαλάμε. Μπορεί ο χρόνος να μην φτάνει για να τ’ αλλάξουμε όλα, αυτός όμως που μένει, να μην πάει χαμένος. Στις αποσκευές μας κουβαλάμε λάφυρα της υπομονής και περιμένουμε.
Θα συνεχίσω, τις ενέσεις ηθικού, για μένα και για όλους που είναι σαν και μένα, γιατί αυτός ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού στο μεταίχμιο, μεταξύ καλοκαιριού και φθινοπώρου , παρατηρείται μια έξαρση της κρίσης, της ηλικίας εννοώ.
Δεν υπάρχουν χρόνια αγάπης χαμένα. Και τα δικά μας χρόνια, ήταν παραμυθένια. Από τον Χατζιδάκι, στο Θεοδωράκη, από την «όμορφη πόλη» στην οδό ονείρων». Αν δεν κουβαλούσαμε, αυτά τα πολύτιμα χρόνια, πως θα σιγοψιθυρίζαμε σήμερα τα τραγούδια.
“Και τα δικά μας τραγούδια δεν παλιώνουν, δεν είναι απ’ αυτά που κάνουν μακαρόνια με κιμά, είναι απ΄ αυτά που έγραψαν ποιητές και μεγάλοι συνθέτες, «σ’ αγαπώ μα δε θα ‘ρθω», επιθυμία και άρνηση στο ίδιο ποτήρι νερό, έλξη και άπωση στον ίδιο πόλο του μαγνήτη”. Τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη πριν πενήντα χρόνια.
Πως θα αντέχαμε χωρίς αυτά; Αντέχουμε, γιατί αντέχουμε την επιθυμία να την κάνουμε άρνηση!
Και όλοι εμείς που ξυπνήσαμε μια μέρα και δεν πιστεύαμε πως μεγαλώσαμε , που βρεθήκαμε ανάμεσα σε δύο βουνά και ρωτήσαμε πόσο χρόνο έχουμε ακόμα, όλοι εμείς κέρδος κουβαλάμε. Μπορεί ο χρόνος να μην φτάνει για να τ’ αλλάξουμε όλα, αυτός όμως που μένει, να μην πάει χαμένος. Στις αποσκευές μας κουβαλάμε λάφυρα της υπομονής και περιμένουμε.
Θα συνεχίσω, τις ενέσεις ηθικού, για μένα και για όλους που είναι σαν και μένα, γιατί αυτός ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού στο μεταίχμιο, μεταξύ καλοκαιριού και φθινοπώρου , παρατηρείται μια έξαρση της κρίσης, της ηλικίας εννοώ.
Δεν υπάρχουν χρόνια αγάπης χαμένα. Και τα δικά μας χρόνια, ήταν παραμυθένια. Από τον Χατζιδάκι, στο Θεοδωράκη, από την «όμορφη πόλη» στην οδό ονείρων». Αν δεν κουβαλούσαμε, αυτά τα πολύτιμα χρόνια, πως θα σιγοψιθυρίζαμε σήμερα τα τραγούδια.
“Και τα δικά μας τραγούδια δεν παλιώνουν, δεν είναι απ’ αυτά που κάνουν μακαρόνια με κιμά, είναι απ΄ αυτά που έγραψαν ποιητές και μεγάλοι συνθέτες, «σ’ αγαπώ μα δε θα ‘ρθω», επιθυμία και άρνηση στο ίδιο ποτήρι νερό, έλξη και άπωση στον ίδιο πόλο του μαγνήτη”. Τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη πριν πενήντα χρόνια.
Πως θα αντέχαμε χωρίς αυτά; Αντέχουμε, γιατί αντέχουμε την επιθυμία να την κάνουμε άρνηση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου