Δεν μπορεί να
γίνεται πόλεμος και συ να γράφεις για
τον ήχο της βροχής που σου διέκοψε τη βραδινή σιωπή. Εμείς που μάθαμε να δίνουμε σημασία
στα ψηλά γράμματα και στις
υποσημειώσεις, η καυτή επικαιρότητα μας αποπροσανατολίζει. Όσο και αν
προσπαθούμε να γράψουμε στο περιθώριο,
μακριά από κραυγές και πολυχρησιμοποιημένες λέξεις, έρχονται στιγμές που
καταθέτουμε τα όπλα. Προοίμιο χειμώνα
με σκέψεις φθοράς. Όχι, δεν
γράφω από υποχρέωση. Στην αναμονή της επόμενης λέξης, ανακαλύπτω.
«Χωρίς βουλή χωρίς
Θεό» που λέει και ο Σαββόπουλος, μελοποιώντας έτσι την αταξία του νου του και
δίνοντας με αυτόν τον τρόπο διάσταση στις σκέψεις, που ξεπερνούσαν το εφήμερο
του παρόντος του.Γράφω γιατί δεν
έχω τι να πω, είναι και οι απέναντι τοίχοι, που όχι μόνο δεν ακούν αλλά είναι
και ανίκανοι να προκαλέσουν αντίλαλο. Αυτές οι λέξεις όμως της αταξίας του
μυαλού, φεύγουν σε άγνωστους προορισμούς δημιουργώντας προϋποθέσεις για κάποια
συνάντηση.
Καμία λαμπρή ιδέα, δεν μπορεί να τεθεί
σε κυκλοφορία κατά την διάρκεια των
γεγονότων. Γράφω
καθυστερώντας τις λέξεις…«Λάμπα σβησμένη που ο χρυσός της λάμπει στο σκοτάδι
χάρη στη μνήμη του φωτός που χάθηκε… Λέξεις που αφέθηκαν, όχι στον άνεμο, αλλά
στο έδαφος, από τα δάκτυλα που δεν τις έσφιγγαν, σαν φύλλα ξερά που είχαν πέσει
σ’ αυτά από κάποιο δέντρο αόρατα ακαθόριστο…»
Γράφω
γιατί δεν έχει νόημα να πω, κανείς δεν θα με ακούσει. Γράφω για να μπορώ να ονειρευτώ απόψε άλλους προορισμούς.
Όπως τότε εκεί στον πεθαμένο όρμο…
«Μια μέρα μόνος
μου μακριά από τις κραυγές της τηλεόρασης , όπου κανόνας είναι το ψέμα, άντε
και καμιά φορά οι μισές αλήθειες…
Εδώ στον πεθαμένο όρμο, όλα είναι πραγματικά...
Είναι όμορφο να αφουγκράζεσαι σιωπές. Είναι ωραίο να ζεις εδώ αδέσποτος και ευάλωτος. Η λήθη και η μοναξιά έχει το χρώμα του νερού.
Μια ζωή άμετρος, πρέπει επιτέλους να παραδεχτώ, ότι ο κύκλος μιας εποχής πήρε τέλος. Ο χρόνος, η έκταση, ο χώρος και η αίσθηση χωρίς τελεία και παύλα, χωρίς στόχο. Μόνη τροχοπέδη ένα ηλίθιο συναίσθημα και το καθήκον. Αμάν πια αυτό το καθήκον...
Μέσα μου ένας ερημίτης ζητάει δικαιώματα και εγώ συνεχώς αναβάλλω. Η ιερότητα της μοναξιάς όπου δεν έχει πλαίσιο χλευάζει ξένα ότι προκύπτει σαν παραλλαγή. Και ο πεθαμένος όρμος ήταν μια παραλλαγή. Δεν μπορούσε να είμαι ποτέ μόνος σ’ αυτό το πραγματικό και ζωντανό τόπο με μνήμες αιώνων. Ποτέ δεν θα μπορούσα να νοιώσω τη μοναξιά με φιλικά φαντάσματα που με συντρόφευαν και μου έλεγαν αλήθειες…»
Εδώ στον πεθαμένο όρμο, όλα είναι πραγματικά...
Είναι όμορφο να αφουγκράζεσαι σιωπές. Είναι ωραίο να ζεις εδώ αδέσποτος και ευάλωτος. Η λήθη και η μοναξιά έχει το χρώμα του νερού.
Μια ζωή άμετρος, πρέπει επιτέλους να παραδεχτώ, ότι ο κύκλος μιας εποχής πήρε τέλος. Ο χρόνος, η έκταση, ο χώρος και η αίσθηση χωρίς τελεία και παύλα, χωρίς στόχο. Μόνη τροχοπέδη ένα ηλίθιο συναίσθημα και το καθήκον. Αμάν πια αυτό το καθήκον...
Μέσα μου ένας ερημίτης ζητάει δικαιώματα και εγώ συνεχώς αναβάλλω. Η ιερότητα της μοναξιάς όπου δεν έχει πλαίσιο χλευάζει ξένα ότι προκύπτει σαν παραλλαγή. Και ο πεθαμένος όρμος ήταν μια παραλλαγή. Δεν μπορούσε να είμαι ποτέ μόνος σ’ αυτό το πραγματικό και ζωντανό τόπο με μνήμες αιώνων. Ποτέ δεν θα μπορούσα να νοιώσω τη μοναξιά με φιλικά φαντάσματα που με συντρόφευαν και μου έλεγαν αλήθειες…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου