Τα
πιο όμορφα,
τα πιο σπουδαία, τα μαγικά της
ζωής δεν
βρίσκονται στα παραμύθια. Εδώ πλάι μας
μας είναι,
μπροστά
στα μάτια μας,
σε απόσταση μιας αγκαλιάς.
Υπάρχουν μέρες που δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω, η απογοήτευση μεγαλώνει όταν η αλληλουχία των προβλημάτων δεν σου επιτρέπει να επικεντρωθείς σε κάποιο μέτωπο. Ευάλωτοι από παντού με τα νώτα ακάλυπτα συμμετέχουμε σε μια κατάσταση πανικού.
Θα συνεχίσω με τα καλοκαίρια. Θα κρυφτώ πίσω από τον ανεμιστήρα. Εδώ κουμαντάρω το θύμο μου και το λίγο παράπονο που προσπαθεί να μου ξεφύγει.
Έχουν μαζευτεί πολλά όπως τα σκουπίδια που μας πνίγουν και τότε δεν μπορείς να ξεφορτωθείς από πάνω σου άλλη μια σακούλα ευθύνης, γιατί αυτό που θα πετύχεις είναι να μεγαλώσεις ακόμα περισσότερο το ψηλό βουνό των προβλημάτων, που απειλεί να μας πλακώσει.
Να πάρουμε τις ευθύνες μας, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί. Μήπως και αναστήσουμε, αυτόν τον τόπο που μας γέννησε και μας ανέχεται ακόμα.
Θα συνεχίσω με τα καλοκαίρια, περπατώντας σε κείνη τη μαγική διαδρομή με πέδιλα παιδικά για να αντέξω. Θα συνεχίσω τη διαδρομή, στην Οδό Ονείρων, με την βεβαιότητα ότι οι λέξεις δεν θα μπορέσουν να αποτυπώσουν το όνειρο.
Θα συνεχίσω, όμως ρίχνοντας λάδι στην φωτιά της ψυχή μου, που το έχει ανάγκη.
Ο δικός μου δρόμος τα καλοκαίρια, είχε πόρτες ανοιχτές, φωνές, χαρές, αστεία χωρίς παρεξηγήσεις, Α! είχε και παγωτατζή με το ποδήλατο, είχε αρώματα από φρέσκο ψωμί, από καθαρό χώμα από τριανταφυλώνες και νεραντζιές, από γιασεμί και καμέλιες. Είχε τις γυναίκες στα πεζούλια να γνέθουν και να πλέκουν. Είχε καραγκιόζη πίσω από το άσπρο σεντόνι. Είχε πολλά παιδιά που έπαιζαν χωρίς παιγνίδια. Είχε γλέντια και χορούς και μουσική, πολύ μουσική, κατά τύχη ήταν η ίδια μουσική που ακούγονταν και στην « Οδό Ονείρων». Ο δικός μου δρόμος είχε Έρωτες Θεούς να μας συντροφεύουν και να μας σημαδεύουν με γλυκές πλέον αναμνήσεις.
Είχε και εικόνες που θυμάμαι μόνο, όταν κάποιο σημερινό απομεινάρι μου τις θυμίσει.
“Το καλοκαίρι είναι μια εποχή, δεν είναι διαρκής συνθήκη”, γράφει ο Νίκος Ξυδάκης “ είναι και υλικότητα εκτός από μεταφυσική. Μαζί με την παρηγοριά φέρνει και γνώση: μας κάνει να ξαναδούμε τον τόπο, τους ανθρώπους, ασυνάρτητα τοπία και αντινομίες, κακίες και λανθάνοντες θησαυρούς. Μας φέρνει στην επίνοια: ότι ο πλούτος που χάθηκε είναι πάντα μπροστά μας, και θα μας ξαναδοθεί εν ετέρα μορφή, με εργασία και σκέψη, με αλήθεια, με συμπόνια για τον ίδιο μας τον εαυτό.
[Κι οι μέρες αργοσταλάζουν. Το αστικό θέρος εξουθενώνει και επιβραδύνει, τσιτώνει τις αισθήσεις, ωθεί στην αναδίπλωση και την ενδοβολή, και ταυτοχρόνως με μια σπρωξιά σε πετάει έξω: να ιερουργείς με βότκες παγωμένες, ιδρωκοπώντας ασκόπως πάνω σε απώλειες και νοσταλγίες αλλοτινών καλοκαιριών, να εξοκέλλεις (ασκόπως, πάντα ασκόπως) αλκοολούχος σε ημίφωτα, να κουτρουβαλάς σε ζεσταμένους δρόμους εξάρχειους, θερισμένος.Κι αργοσταλάζει η νύχτα, μία τεράστια, ενωμένες όλες οι σύντομες νυχτιές σε μία· με φίλους σποραδικούς, σε αποσπασματικά τραπέζια, με κορωμένες κουβέντες, και πολύσημους ψίθυρους.]
Υπάρχουν μέρες που δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω, η απογοήτευση μεγαλώνει όταν η αλληλουχία των προβλημάτων δεν σου επιτρέπει να επικεντρωθείς σε κάποιο μέτωπο. Ευάλωτοι από παντού με τα νώτα ακάλυπτα συμμετέχουμε σε μια κατάσταση πανικού.
Θα συνεχίσω με τα καλοκαίρια. Θα κρυφτώ πίσω από τον ανεμιστήρα. Εδώ κουμαντάρω το θύμο μου και το λίγο παράπονο που προσπαθεί να μου ξεφύγει.
Έχουν μαζευτεί πολλά όπως τα σκουπίδια που μας πνίγουν και τότε δεν μπορείς να ξεφορτωθείς από πάνω σου άλλη μια σακούλα ευθύνης, γιατί αυτό που θα πετύχεις είναι να μεγαλώσεις ακόμα περισσότερο το ψηλό βουνό των προβλημάτων, που απειλεί να μας πλακώσει.
Να πάρουμε τις ευθύνες μας, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί. Μήπως και αναστήσουμε, αυτόν τον τόπο που μας γέννησε και μας ανέχεται ακόμα.
Θα συνεχίσω με τα καλοκαίρια, περπατώντας σε κείνη τη μαγική διαδρομή με πέδιλα παιδικά για να αντέξω. Θα συνεχίσω τη διαδρομή, στην Οδό Ονείρων, με την βεβαιότητα ότι οι λέξεις δεν θα μπορέσουν να αποτυπώσουν το όνειρο.
Θα συνεχίσω, όμως ρίχνοντας λάδι στην φωτιά της ψυχή μου, που το έχει ανάγκη.
Ο δικός μου δρόμος τα καλοκαίρια, είχε πόρτες ανοιχτές, φωνές, χαρές, αστεία χωρίς παρεξηγήσεις, Α! είχε και παγωτατζή με το ποδήλατο, είχε αρώματα από φρέσκο ψωμί, από καθαρό χώμα από τριανταφυλώνες και νεραντζιές, από γιασεμί και καμέλιες. Είχε τις γυναίκες στα πεζούλια να γνέθουν και να πλέκουν. Είχε καραγκιόζη πίσω από το άσπρο σεντόνι. Είχε πολλά παιδιά που έπαιζαν χωρίς παιγνίδια. Είχε γλέντια και χορούς και μουσική, πολύ μουσική, κατά τύχη ήταν η ίδια μουσική που ακούγονταν και στην « Οδό Ονείρων». Ο δικός μου δρόμος είχε Έρωτες Θεούς να μας συντροφεύουν και να μας σημαδεύουν με γλυκές πλέον αναμνήσεις.
Είχε και εικόνες που θυμάμαι μόνο, όταν κάποιο σημερινό απομεινάρι μου τις θυμίσει.
“Το καλοκαίρι είναι μια εποχή, δεν είναι διαρκής συνθήκη”, γράφει ο Νίκος Ξυδάκης “ είναι και υλικότητα εκτός από μεταφυσική. Μαζί με την παρηγοριά φέρνει και γνώση: μας κάνει να ξαναδούμε τον τόπο, τους ανθρώπους, ασυνάρτητα τοπία και αντινομίες, κακίες και λανθάνοντες θησαυρούς. Μας φέρνει στην επίνοια: ότι ο πλούτος που χάθηκε είναι πάντα μπροστά μας, και θα μας ξαναδοθεί εν ετέρα μορφή, με εργασία και σκέψη, με αλήθεια, με συμπόνια για τον ίδιο μας τον εαυτό.
[Κι οι μέρες αργοσταλάζουν. Το αστικό θέρος εξουθενώνει και επιβραδύνει, τσιτώνει τις αισθήσεις, ωθεί στην αναδίπλωση και την ενδοβολή, και ταυτοχρόνως με μια σπρωξιά σε πετάει έξω: να ιερουργείς με βότκες παγωμένες, ιδρωκοπώντας ασκόπως πάνω σε απώλειες και νοσταλγίες αλλοτινών καλοκαιριών, να εξοκέλλεις (ασκόπως, πάντα ασκόπως) αλκοολούχος σε ημίφωτα, να κουτρουβαλάς σε ζεσταμένους δρόμους εξάρχειους, θερισμένος.Κι αργοσταλάζει η νύχτα, μία τεράστια, ενωμένες όλες οι σύντομες νυχτιές σε μία· με φίλους σποραδικούς, σε αποσπασματικά τραπέζια, με κορωμένες κουβέντες, και πολύσημους ψίθυρους.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου