Πιο
αργά και πιο βαριά περπάτησα τον ίδιο
δρόμο, που κάποτε πετούσα. Και ήταν τόσο
έντονη η μνήμη, που με ξεγέλασε. Στη
γειτονιά πενήντα χρόνια πίσω που
ζωντάνεψε. Με συντροφεύει γλυκά από
τα μικρά μου χρόνια μέχρι σήμερα. Ο
παράδεισός μου.
Θα
συνεχίσω τη διαδρομή, στην Οδό Ονείρων,
με την βεβαιότητα ότι οι λέξεις δεν θα
μπορέσουν να αποτυπώσουν
το όνειρο.
Θα συνεχίσω όμως, ρίχνοντας λάδι στην φωτιά της ψυχή μου, που έχει ανάγκη απ’ αυτή τη μαγική διαδρομή.
Ο δικός μου δρόμος είχε πόρτες ανοιχτές, φωνές, χαρές, αστεία χωρίς παρεξηγήσεις, Α! είχε και παγωτατζή με το ποδήλατο τον Αλέκο, παγωτά “Άλμα” , είχε αρώματα από φρέσκο ψωμί, από καθαρό χώμα, από τριανταφυλλιές και νεραντζιές, από γιασεμί και καμέλιες. Είχε ποδοσφαιράκια στην πλατεία και σινεμά υπαίθριο τα Σάββατα. Είχε τις γυναίκες στα πεζούλια να γνέθουν και να πλέκουν. Είχε καραγκιόζη πίσω από το άσπρο σεντόνι. Είχε πολλά παιδιά που έπαιζαν χωρίς παιγνίδια. Είχε γλέντια και χορούς και μουσική, πολύ μουσική, κατά τύχη ήταν η ίδια μουσική που ακούγονταν και στην « Οδό Ονείρων».
Θα συνεχίσω όμως, ρίχνοντας λάδι στην φωτιά της ψυχή μου, που έχει ανάγκη απ’ αυτή τη μαγική διαδρομή.
Ο δικός μου δρόμος είχε πόρτες ανοιχτές, φωνές, χαρές, αστεία χωρίς παρεξηγήσεις, Α! είχε και παγωτατζή με το ποδήλατο τον Αλέκο, παγωτά “Άλμα” , είχε αρώματα από φρέσκο ψωμί, από καθαρό χώμα, από τριανταφυλλιές και νεραντζιές, από γιασεμί και καμέλιες. Είχε ποδοσφαιράκια στην πλατεία και σινεμά υπαίθριο τα Σάββατα. Είχε τις γυναίκες στα πεζούλια να γνέθουν και να πλέκουν. Είχε καραγκιόζη πίσω από το άσπρο σεντόνι. Είχε πολλά παιδιά που έπαιζαν χωρίς παιγνίδια. Είχε γλέντια και χορούς και μουσική, πολύ μουσική, κατά τύχη ήταν η ίδια μουσική που ακούγονταν και στην « Οδό Ονείρων».
Ο
δικός μου δρόμος είχε Έρωτες Θεούς να
μας συντροφεύουν και να μας σημαδεύουν
με γλυκές πλέον αναμνήσεις.
Ο δρόμος μου, παραμένει φωτεινός, ευτυχώς δεν το σκίασαν οι πολυκατοικίες, ο ήλιος τον φωτίζει ακόμα, οι άνθρωποι είναι αυτοί που έφυγαν, τον άφησαν μόνο του, χωρίς παιδιά χωρίς λαλιά.
Ο δρόμος μου, παραμένει φωτεινός, ευτυχώς δεν το σκίασαν οι πολυκατοικίες, ο ήλιος τον φωτίζει ακόμα, οι άνθρωποι είναι αυτοί που έφυγαν, τον άφησαν μόνο του, χωρίς παιδιά χωρίς λαλιά.
Υπήρχε
και
ένας άλλος δρόμος του '60 ,που δεν τον
περπάτησα αλλά ακόμα τον ζω. η
“Οδός Ονείρων.
Δεν είχε μεγαλοπρεπή κτίρια. Άλλοτε
φάνταζε με κήπους κι άλλοτε με άσφαλτο
και μια μικρή πλατεία. Η οδός ονείρων
είχε ελάχιστα αυτοκίνητα ένα φωτογράφο,
μια μαύρη Φορντ, χορευτές που ξύπναγαν
στις 8. Είχε ένα γαλακτοπωλείο. Μαρκίζες.
Φωτεινές επιγραφές . Μουσικές που ακούγαν
οι γείτονες. Ναι, δεν τους ενοχλούσαν.
Στα όνειρα τους, την Οδό ονείρων έβλεπαν.
Όλα συμβαίνουν μπροστά τους. Δεν υπήρχαν
μυστικά δεν υπήρχε αμαρτία.”
Αυτός
ο δρόμος μέσα μου έχει καταγραφεί σαν
μια ανεκπλήρωτη ηδονή. Σήμερα θα αρκεστώ
στον πρόλογο του Δημιουργού.
«Γεια
σας. Ήρθα για να σας δείξω το δρόμο, την
Οδό Ονείρων. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας
δρόμος σαν όλους τους δρόμους της Αθήνας.
Είναι, ας πούμε, ο δρόμος που κατοικούμε,
Μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός,
μα κι απέραντα ευγενικός. έχει πολύ
χρώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες,
πολλές ελπίδες και πολλή σιωπή. Κι όλα
σκεπασμένα από ένα τρυφερό, μα κι
αβάσταχτο ουρανό.
Εδώ
σ’ αυτό το δρόμο γεννώνται και πεθαίνουν
τα όνειρα τόσων παιδιών, ίσαμε τη στιγμή
που η αναπνοή τους ενωθεί με τ’ ανοιξιάτικο
αεράκι του επιταφίου και θα χαθεί. Όμως
τη νύχτα δεν τους πιάνει ο ύπνος, κι όταν
δεν ονειρεύονται, τραγουδούν…"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου