…Το
ταραγμένο καλοκαίρι του 1974, η μεταπολίτευση
κι εμείς. Εμείς ολομόναχοι στον έρωτα,
στη ζωή, στον θάνατο και στους μεγάλους
αποχαιρετισμούς. Τότε που ήμασταν
ακόμη νέοι, αλλά έπρεπε να αποκτήσουμε
γρήγορα τη σοφία των δοκιμασμένων –
και περισσότερο εγώ που, όπως έλεγε
και η Φανή, κυνηγούσα τα φαντάσματα
της αγάπης μέσα στα παραμύθια μιας
ένοχης αθωότητας… Μα δεν γινόταν ν’
απαρνηθώ τη ζωή μου στο άψε σβήσε, τόσο
γρήγορα, με το πρόσχημα της ενηλικίωσης.
Κι εξάλλου ήθελα να ζήσω το δράμα αυτής
της περίφημης «ενηλικίωσης» σ’ όλη
του την έκταση, για να μάθω, επιτέλους,
ποιο ήταν το άλλοθι για τόσα «συναισθηματικά
τιμήματα». Κάποτε, όμως, άρχισα να
μεγαλώνω πραγματικά και μόνο τότε
ταξινόμησα εκείνες τις σκόρπιες μέρες
του «Χάρτινου Σεπτέμβρη», που πέρασε
κι έφυγε μέσα απ’ τα πιο λαμπερά
καλοκαίρια μας, λογαριάζοντάς τον σαν
μήνα του φθινοπώρου από συνήθεια
ημερολογιακή…
Απόσπασμα
από τον “χάρτινο Σεπτέμβρη της καρδιά
μας” του Γιάννη Ξανθούλη
Κάποιες
φορές το χαρτί μας δίνει ζωή και κάποιες
άλλες γκρεμίζει τα όνειρά μας. Το
παρακάτω περσινό, που συνεχίζει το
παραπάνω, σε άλλο χρόνο και τόπο, με την
ίδια όμως γλυκιά μελαγχολική διάθεση.
Πριν
κάποια χρόνια περιμένοντας τις εκλογές,
ο Σεπτέμβρης πέρασε καλυπτόμενος από
προεκλογικές αφίσες. Ευχή κάθε
χρόνο να μην είναι χάρτινος.
Τα πράγματα είναι απλά, ένα και ένα κάνουν δύο και όχι έντεκα όπως, καθοδηγούμενοι από την αγωνία της πλειοδοσίας προσπαθούν να μας πλασάρουν.
Πάμε λίγο πίσω, να κάνουμε ένα διάλειμμα.
Τις μέρες του απόλυτου ψεύδους, που τα συνθήματα έχουν αντικαταστήσει το διάλογο και οι όποιες φιλότιμες απόπειρες ειλικρινείας, αντιμετωπίζονται με καχυποψία, η οικονομία του λόγου αποτελεί την πιο επιθετική συμπεριφορά.
Τώρα που το σκέφτομαι, ξέρεις πόσους Σεπτέμβρηδες, μου έχουν κλέψει; Αυτόν το μήνα, με αρκετή δόση γλυκιάς μελαγχολίας και ανασφάλειας έκανα σχέδια, όχι για το χειμώνα που έρχεται αλλά για το επόμενο καλοκαίρι…
Είναι πολύ, πότε για το βασιλιά, πότε για το βουλευτή, πότε για το δήμαρχο , να χάνουμε τους μισούς πιο γλυκούς μήνες της ζωής μας.
Ευτυχώς που υπάρχει και το ραδιόφωνο... “και όταν πέφτει το σκοτάδι, που οι συνοικισμοί των ανθρώπων γίνονται ένα σιωπηλό ερημητήριο, οι ανήσυχες ζωές φλερτάρουν με το μπαλκόνι, τη θάλασσα, τα δέντρα πού φοράνε τα καφέ κουστούμια, γλυκές φωνές σφηνώνουν ανάμεσα σε μουσικά ταξίδια και πάμε…”
«Πάντα εκεί. Στην πρώτη αγάπη, στο πρώτο φιλί, στην πρώτη προδοσία, στο πρώτο χαστούκι, στην πρώτη ηδονή, στο πρώτο τσάκισμα. Μια είναι η πρεμιέρα και τα περιλαμβάνει όλα. Μετά ο ηθοποιός ψιλοβαριέται. Μπερδεύει το ρόλο του, επαναλαμβάνει στη ζωή πράξεις της σκηνής και ανάποδα... Μέχρι που ξεριζώνει τα μάτια του και, όταν συνέρχεται στο νοσοκομείο, οι φίλοι με τρόπο του εξηγούν πως δεν το λένε Οιδίποδα, παρά Μάκη, μόνο Μάκη, τα άλλα που αισθάνθηκε ήταν από τη ζωή ενός άλλου. Πάντα εκεί στις μικρές πόλεις που δέχτηκαν να μας αναθρέψουν με αντάλλαγμα ένα κομμένο ορίζοντα.»
Συνεχίζουμε με εκείνο το χαρτί που δεν μας κοροϊδεύει, με κείνο που απ' τα μικρά μας, μας ταξιδεύει.
"Ένας άνθρωπος", γράφει ο Μπόρχες στον Επίλογο του "Ποιητή", "βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του".
Από Σεπτέμβρη σε Σεπτέμβρη. Όμορφα καραβάκια! Κι ας είναι χάρτινα, έρχονται όμως. Πάντα βρίσκουν το δρόμο τους.
Τα πράγματα είναι απλά, ένα και ένα κάνουν δύο και όχι έντεκα όπως, καθοδηγούμενοι από την αγωνία της πλειοδοσίας προσπαθούν να μας πλασάρουν.
Πάμε λίγο πίσω, να κάνουμε ένα διάλειμμα.
Τις μέρες του απόλυτου ψεύδους, που τα συνθήματα έχουν αντικαταστήσει το διάλογο και οι όποιες φιλότιμες απόπειρες ειλικρινείας, αντιμετωπίζονται με καχυποψία, η οικονομία του λόγου αποτελεί την πιο επιθετική συμπεριφορά.
Τώρα που το σκέφτομαι, ξέρεις πόσους Σεπτέμβρηδες, μου έχουν κλέψει; Αυτόν το μήνα, με αρκετή δόση γλυκιάς μελαγχολίας και ανασφάλειας έκανα σχέδια, όχι για το χειμώνα που έρχεται αλλά για το επόμενο καλοκαίρι…
Είναι πολύ, πότε για το βασιλιά, πότε για το βουλευτή, πότε για το δήμαρχο , να χάνουμε τους μισούς πιο γλυκούς μήνες της ζωής μας.
Ευτυχώς που υπάρχει και το ραδιόφωνο... “και όταν πέφτει το σκοτάδι, που οι συνοικισμοί των ανθρώπων γίνονται ένα σιωπηλό ερημητήριο, οι ανήσυχες ζωές φλερτάρουν με το μπαλκόνι, τη θάλασσα, τα δέντρα πού φοράνε τα καφέ κουστούμια, γλυκές φωνές σφηνώνουν ανάμεσα σε μουσικά ταξίδια και πάμε…”
«Πάντα εκεί. Στην πρώτη αγάπη, στο πρώτο φιλί, στην πρώτη προδοσία, στο πρώτο χαστούκι, στην πρώτη ηδονή, στο πρώτο τσάκισμα. Μια είναι η πρεμιέρα και τα περιλαμβάνει όλα. Μετά ο ηθοποιός ψιλοβαριέται. Μπερδεύει το ρόλο του, επαναλαμβάνει στη ζωή πράξεις της σκηνής και ανάποδα... Μέχρι που ξεριζώνει τα μάτια του και, όταν συνέρχεται στο νοσοκομείο, οι φίλοι με τρόπο του εξηγούν πως δεν το λένε Οιδίποδα, παρά Μάκη, μόνο Μάκη, τα άλλα που αισθάνθηκε ήταν από τη ζωή ενός άλλου. Πάντα εκεί στις μικρές πόλεις που δέχτηκαν να μας αναθρέψουν με αντάλλαγμα ένα κομμένο ορίζοντα.»
Συνεχίζουμε με εκείνο το χαρτί που δεν μας κοροϊδεύει, με κείνο που απ' τα μικρά μας, μας ταξιδεύει.
"Ένας άνθρωπος", γράφει ο Μπόρχες στον Επίλογο του "Ποιητή", "βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του".
Από Σεπτέμβρη σε Σεπτέμβρη. Όμορφα καραβάκια! Κι ας είναι χάρτινα, έρχονται όμως. Πάντα βρίσκουν το δρόμο τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου