Μπορεί να μη καταγράφω γεγονότα, να πηδάω ημερομηνίες, να βρίσκομαι πολλές φορές έξω, από τα μικρά που συμβαίνουν στον τόπο μας, κατά κάποιο τρόπο όμως, τον μετράω τον χρόνο. Τον μετράω και όταν βρω την ευκαιρία τον κλέβω.
Σε αυτό το καθημερινό ανακάτεμα του πραγματικού με το φανταστικό, του ονείρου με την καθημερινότητα, επιχειρώ ανεπιτυχώς, να δώσω και να πάρω. Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια τίποτα δεν έμαθαν από τη μεταξύ τους σχέση. Δεν συγκινείται η πραγματικότητα με την φαντασία, θέλει να σε κατεβάσει στο βούρκο της, να γίνεις ένα με τα παιδιά της, για να μπορέσει να σε καταλάβει.
Γι' αυτόν τον κλεμμένο χρόνο θέλω να σας πω, αυτόν που κρατάει ζωντανή τη ψυχή μας. Αυτόν το χρόνο που αναζητάμε και αυτόν που χαρίζουμε σε όσους αγαπάμε.
“Πάνω απ’ όλα θα έβαζα τον χρόνο”, γράφει ο Νίκος Ξυδάκης “Τον χρόνο της σχόλης, τον χρόνο των επισκέψεων και των τραπεζωμάτων, τον χρόνο που παγώνει για λίγο και αργοκυλάει και σταλάζει σε καναπέδες και φορτωμένες ροτόντες, σε καφενεία και φωτεινούς πεζοδρόμους, που καθυστερεί γενναιόδωρα”.
«Στα υπαρξιακά μαθηματικά - επιμένει ο κύριος Κούντερα - η εμπειρία της ζωής λαμβάνει τη μορφή δύο στοιχειωδών εξισώσεων: ο βαθμός της βραδύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της μνήμης. Ο βαθμός της ταχύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της λήθης»
Ο χρόνος τελικά είναι αυτός που μας λείπει περισσότερο και χτίζει ένα κόσμο που χάνει την μνήμη του. Η ζωή αποκτά την ταχύτητα του φωτός, γίνεται δηλαδή ένα τίποτα.
Δυστυχώς αυτός ο χρόνος, στριμώχνεται σε μεσοδιαστήματα στην σύντομη ζωή μας. Ο πολύς χρόνος ρουφιέται από την ανάγκη, τη ρουτίνα, τον μόχθο, την υποταγή.
Τώρα ο χρόνος είναι συμπιεσμένος. Όμως πόση συμπίεση να αντέξει η ζωή;
Πόσο να συμπυκνώσουμε τις εμπειρίες, να στριμώξουμε αισθήματα, όνειρα, ομιλίες, παραμιλητά; Πώς να καταργήσουμε το χάσιμο, το άδειασμα, το χασομέρι, τη φυγή;
Πώς να χτίσεις τη ζωή χωρίς κενά. Δεν ζεις χωρίς άδειο χρόνο
“Πάνω απ’ όλα θα έβαζα τον χρόνο”, γράφει ο Νίκος Ξυδάκης “Τον χρόνο της σχόλης, τον χρόνο των επισκέψεων και των τραπεζωμάτων, τον χρόνο που παγώνει για λίγο και αργοκυλάει και σταλάζει σε καναπέδες και φορτωμένες ροτόντες, σε καφενεία και φωτεινούς πεζοδρόμους, που καθυστερεί γενναιόδωρα”.
«Στα υπαρξιακά μαθηματικά - επιμένει ο κύριος Κούντερα - η εμπειρία της ζωής λαμβάνει τη μορφή δύο στοιχειωδών εξισώσεων: ο βαθμός της βραδύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της μνήμης. Ο βαθμός της ταχύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της λήθης»
Ο χρόνος τελικά είναι αυτός που μας λείπει περισσότερο και χτίζει ένα κόσμο που χάνει την μνήμη του. Η ζωή αποκτά την ταχύτητα του φωτός, γίνεται δηλαδή ένα τίποτα.
Δυστυχώς αυτός ο χρόνος, στριμώχνεται σε μεσοδιαστήματα στην σύντομη ζωή μας. Ο πολύς χρόνος ρουφιέται από την ανάγκη, τη ρουτίνα, τον μόχθο, την υποταγή.
Τώρα ο χρόνος είναι συμπιεσμένος. Όμως πόση συμπίεση να αντέξει η ζωή;
Πόσο να συμπυκνώσουμε τις εμπειρίες, να στριμώξουμε αισθήματα, όνειρα, ομιλίες, παραμιλητά; Πώς να καταργήσουμε το χάσιμο, το άδειασμα, το χασομέρι, τη φυγή;
Πώς να χτίσεις τη ζωή χωρίς κενά. Δεν ζεις χωρίς άδειο χρόνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου