Σε εθνικό θέμα τείνει να εξελιχθεί η τηλεοπτική διαμάχη Λαζόπουλου - Καρβέλα. Η Ελλάδα ζει περιμένοντας, το επόμενο κτύπημα του ενός προς τον άλλο. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί, με απληστία αναπαράγουν τον «καβγά», με την ελπίδα να εισπράξουν και αυτοί με τη σειρά τους ένα κομμάτι θεαματικότητας, με ακραίο παράδειγμα τη «ζούγκλα» του κ. Τριανταφυλλόπουλου, που φιλοξένησε κεκλεισμένων των θυρών τον κ. Καρβέλα. Η παραπάνω αναφορά γίνεται για να δείξουμε την βουλιμική λειτουργία της τηλεόρασης και όχι για να μειώσουμε την πολύ καλή εκπομπή του κ. Λαζόπουλου, επίσης για να συμφωνήσουμε με τον Παντελή Μπουκάλα που σε παλαιότερο άρθρο του, υποστηρίζει ότι η τηλεόραση δεν αρκείτε στον επικοινωνιακό της ρόλο, αλλά επιδιώκει η ίδια να γίνει πλήρης κοινωνία στη θέση της κοινωνίας.
Δεν τείνει να υποκαταστήσει μόνο τη Bουλή η τηλεόραση και να γίνει το μοναδικό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης (ενός ξεθυμασμένου ομοιώματός της δηλαδή). Bουλιμική καθώς είναι (πώς αλλιώς, όταν τόσα κανάλια λειτουργούν σε εικοσιτετράωρη βάση, ενώ η καθαυτό παραγωγή τους με το ζόρι θα κάλυπτε ένα οχτάωρο, σε ορισμένα δε ούτε καν ένα τρίωρο;), δεν της αρκεί ο επικοινωνιακός της ρόλος αλλά επιζητεί να γίνει η ίδια πλήρης κοινωνία στη θέση της κοινωνίας· δεν της αρκεί να είναι καταγραφέας κοινωνικών συμβάντων αλλά επιζητεί να γίνει και παραγωγός τους, κι όχι από ανιδιοτελές ενδιαφέρον παρά από τον ανίατο καημό της θεαματικότητας. Eπιζητεί δηλαδή να υποκαταστήσει τα συνδικάτα, τα κόμματα, τις πολιτικές ενώσεις, τους ποικιλώνυμους συλλόγους, όλους τέλος πάντων τους «πληθυντικούς» σχηματισμούς διά των οποίων το άτομο και οι ομάδες διεκδικούν τα δικαιώματά τους (και οι οποίοι, κακά τα ψέματα, στην πλειονότητά τους εμφανίζονται ήδη ενδοτικοί, αν όχι εκμαυλισμένοι).
Tο τηλεοπτικό δόγμα είναι απλό, και για τούτο παντοδύναμο: «Φαίνομαι, άρα υπάρχω». Kαι φαίνομαι όταν με δείχνουν, όταν με παίζουν στην τηλεόραση, δημιουργώντας μου έξυπνα (ή ύπουλα) την αίσθηση πως είμαι πρωταγωνιστής, μολονότι δεν είμαι άλλο από άθυρμα. Eχουμε ήδη προσέξει πολλές φορές πόσο πιο δυνατά φωνάζουν οι συγκεντρωμένοι (αγρότες, μαθητές, γονείς και κηδεμόνες κ.τ.λ.) μόλις εμφανιστεί η κάμερα. Eχουμε επίσης προσέξει άλλες τόσες φορές πως η κάμερα καταφθάνει «στον τόπο» πριν από την αστυνομία, την πυροσβεστική, την EMAK, την EYΔAΠ κ.τ.λ., προφανώς επειδή οι «αυτόπτες» έκριναν ότι το μείζον είναι να ειδοποιήσουν πάραυτα ένα κανάλι· πού να θυμάσαι άλλωστε τόσο δύσκολους τηλεφωνικούς αριθμούς, 100, 199 κ.ο.κ.
Aναρίθμητοι άνθρωποι έχουν πειστεί ότι τίποτε δεν μπορούν να κάνουν μόνοι τους, με το σταυρό στο χέρι, κι ότι για να βρουν το δίκιο τους, το προσωπικό ή το συλλογικό, πρέπει να φωνάξουν τον ένα ή τον άλλον εφημερεύοντα αστέρα (της πρωινής ιδίως ζώνης) για να «κάνει αυτοψία», ή απλώς να απειλήσουν ότι θα τον φωνάξουν και να τρομάξουν έτσι τον «άκαρδο γραφειοκράτη». Kαι ιδού ο δημοσιογράφος (αν πια ταιριάζει αυτός ο χαρακτηρισμός) σαν εισαγγελέας, σαν βουλευτής, σαν δήμαρχος ή νομάρχης, σαν διοικητής κάποιας κρατικής υπηρεσίας, να αποφασίζει, να απειλεί, να επιβάλλει. Aκούμε έπειτα στο δελτίο ειδήσων ότι «χάρη στην εκπομπή του Tάδε βρήκε δουλειά ή θέση στο νοσοκομείο ο Δείνα» και ησυχάζουμε, σίγουροι ότι τα «συμφέροντα του λαού» βρήκαν επιτέλους άγρυπνους φρουρούς.
Δεν τείνει να υποκαταστήσει μόνο τη Bουλή η τηλεόραση και να γίνει το μοναδικό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης (ενός ξεθυμασμένου ομοιώματός της δηλαδή). Bουλιμική καθώς είναι (πώς αλλιώς, όταν τόσα κανάλια λειτουργούν σε εικοσιτετράωρη βάση, ενώ η καθαυτό παραγωγή τους με το ζόρι θα κάλυπτε ένα οχτάωρο, σε ορισμένα δε ούτε καν ένα τρίωρο;), δεν της αρκεί ο επικοινωνιακός της ρόλος αλλά επιζητεί να γίνει η ίδια πλήρης κοινωνία στη θέση της κοινωνίας· δεν της αρκεί να είναι καταγραφέας κοινωνικών συμβάντων αλλά επιζητεί να γίνει και παραγωγός τους, κι όχι από ανιδιοτελές ενδιαφέρον παρά από τον ανίατο καημό της θεαματικότητας. Eπιζητεί δηλαδή να υποκαταστήσει τα συνδικάτα, τα κόμματα, τις πολιτικές ενώσεις, τους ποικιλώνυμους συλλόγους, όλους τέλος πάντων τους «πληθυντικούς» σχηματισμούς διά των οποίων το άτομο και οι ομάδες διεκδικούν τα δικαιώματά τους (και οι οποίοι, κακά τα ψέματα, στην πλειονότητά τους εμφανίζονται ήδη ενδοτικοί, αν όχι εκμαυλισμένοι).
Tο τηλεοπτικό δόγμα είναι απλό, και για τούτο παντοδύναμο: «Φαίνομαι, άρα υπάρχω». Kαι φαίνομαι όταν με δείχνουν, όταν με παίζουν στην τηλεόραση, δημιουργώντας μου έξυπνα (ή ύπουλα) την αίσθηση πως είμαι πρωταγωνιστής, μολονότι δεν είμαι άλλο από άθυρμα. Eχουμε ήδη προσέξει πολλές φορές πόσο πιο δυνατά φωνάζουν οι συγκεντρωμένοι (αγρότες, μαθητές, γονείς και κηδεμόνες κ.τ.λ.) μόλις εμφανιστεί η κάμερα. Eχουμε επίσης προσέξει άλλες τόσες φορές πως η κάμερα καταφθάνει «στον τόπο» πριν από την αστυνομία, την πυροσβεστική, την EMAK, την EYΔAΠ κ.τ.λ., προφανώς επειδή οι «αυτόπτες» έκριναν ότι το μείζον είναι να ειδοποιήσουν πάραυτα ένα κανάλι· πού να θυμάσαι άλλωστε τόσο δύσκολους τηλεφωνικούς αριθμούς, 100, 199 κ.ο.κ.
Aναρίθμητοι άνθρωποι έχουν πειστεί ότι τίποτε δεν μπορούν να κάνουν μόνοι τους, με το σταυρό στο χέρι, κι ότι για να βρουν το δίκιο τους, το προσωπικό ή το συλλογικό, πρέπει να φωνάξουν τον ένα ή τον άλλον εφημερεύοντα αστέρα (της πρωινής ιδίως ζώνης) για να «κάνει αυτοψία», ή απλώς να απειλήσουν ότι θα τον φωνάξουν και να τρομάξουν έτσι τον «άκαρδο γραφειοκράτη». Kαι ιδού ο δημοσιογράφος (αν πια ταιριάζει αυτός ο χαρακτηρισμός) σαν εισαγγελέας, σαν βουλευτής, σαν δήμαρχος ή νομάρχης, σαν διοικητής κάποιας κρατικής υπηρεσίας, να αποφασίζει, να απειλεί, να επιβάλλει. Aκούμε έπειτα στο δελτίο ειδήσων ότι «χάρη στην εκπομπή του Tάδε βρήκε δουλειά ή θέση στο νοσοκομείο ο Δείνα» και ησυχάζουμε, σίγουροι ότι τα «συμφέροντα του λαού» βρήκαν επιτέλους άγρυπνους φρουρούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου