Tην περασμένη Παρασκευή είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά το Βασίλη Αλεξάκη, επισκέφτηκε την πόλη μας για την παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου «μ.Χ».
«Τον συγγραφέα τον πρωτογνώρισα, από τα κορίτσια του Σίτυ - Μπουμ - Μπουμ, απ’ αυτήν εδώ την στήλη έχω να αναφερθεί πολλές φορές στα βιβλία του, σήμερα έχω ένα λόγο παραπάνω. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικός απ’ αυτό που φανταζόμουνα και δεν διαψεύστηκα. Έχει ενδιαφέρον να δούμε, πως ερμηνεύει, ο ίδιος την ανάγκη να γράφει μυθιστορήματα
«Στην ουσία είναι κάτι που θέλω ν’ ανακαλύψω. Δεν το αντιμετωπίζω σαν διασκέδαση, σαν μια φοβερή δουλειά το αντιμετωπίζω. Είναι, όμως, και κάτι που έχω ανάγκη. Καθώς περνάει η ζωή ταυτόχρονα να προχωρά και μια ιστορία! Δηλαδή έχω την ανάγκη να κάνω δύο ζωές, μια κανονική και μία μέσα απ’ τα βιβλία μου. Η ζωή η ίδια δεν μου αρκεί, μου φαίνεται λίγη. Όταν γράφω έχω μια τεράστια σκοτούρα, αλλά όταν δεν γράφω, έχω αυτή την έλλειψη. Μου φαίνεται ανεπαρκής η ζωή.Τα θέματα που διαλέγω είναι θέματα τα οποία ανοίγουν ένα δρόμο. Η Αφρική είναι ένας δρόμος, το Άγιο Όρος είναι ένας δρόμος. Το έψιλον των Δελφών στην «Μητρική γλώσσα» είναι ένας δρόμος. Το να μιλήσω με την πεθαμένη μητέρα μου δεν ήξερα πού θα με βγάλει, άσχετα αν έχει τόσο έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ήταν όμως ένας δρόμος, δεν ήξερα πώς θα τελειώσει αυτή η κουβέντα με τη μάνα μου. Θα την χάσω ξανά; Κάθε φορά γράφοντας, κάτι ανακαλύπτω, κάτι μαθαίνω, κάπου πάω. Είναι λοιπόν ένα ταξίδι και το χρειάζομαι αυτό το ταξίδι. Έως ότου ναυαγήσω, οπότε θα διηγηθώ ένα ναυάγιο. Είναι κι αυτό ένα είδος ταξιδιού.Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι γράφουμε επειδή σκοτεινιάζει, επειδή φοβόμαστε το σκοτάδι, επειδή χρειαζόμαστε τα παραμύθια που μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί για να κοιμηθούμε! Μπορεί αυτήν την διαδικασία να συνεχίζω και επειδή δεν υπάρχει κανείς να μου διηγηθεί κανένα παραμύθι, τα λέω ο ίδιος στον εαυτό μου και επειδή είμαι και πολύ αφελής, τα πιστεύω».Επειδή όμως το θέμα είναι το τελευταίο του βιβλίο ας πάρουμε μια γεύση από τον ίδιο το συγγραφέα
«Δεν αμφισβητώ ότι οι πατέρες της Εκκλησίας δανείστηκαν κάποια ρητορικά σχήματα από τους αρχαίους συγγραφείς, απάντησε ο Βεζιρτζής. Υπήρξαν ωστόσο θανάσιμοι εχθροί της κλασικής παιδείας και του πολιτισμού των αρχαίων. [...] Ο διασυρμός του ελληνισμού από την Εκκλησία υπήρξε τόσο συστηματικός ώστε οι Έλληνες αναγκάστηκαν ν' αλλάξουν όνομα, να μετονομαστούν σε Ρωμαίους, Ρωμιούς ή Γραικούς. Σε ορισμένες τοιχογραφίες του Αγίου Όρους απεικονίζονται μαζί με τους αγίους και τους αγγέλους διάφοροι φιλόσοφοι, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Πυθαγόρας. Όλοι φορούν στέμμα, έχουν μακριές γενειάδες και είναι ντυμένοι σαν Βυζαντινοί πρίγκιπες. Βαστούν ο καθένας τους έναν πάπυρο όπου είναι γραμμένη μια πλασματική φράση, που διακηρύσσει, για παράδειγμα, την τρισυπόστατη φύση του Θεού. Είναι γνωστό ότι η Εκκλησία επιδίωξε να προσεταιριστεί τους αρχαίους σοφούς, αυτούς τουλάχιστον που δεν κατάφερε να θάψει, παραποιώντας τη σκέψη τους. Αυτό άλλωστε δεν διδάσκονται οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ότι η αρχαιότητα παρέδωσε τη σκυτάλη του πολιτισμού στο Βυζάντιο; Ο χριστιανισμός, αγαπητέ μου φίλε, δεν συνεχίζει την αρχαιότητα, απλά την ακολουθεί όπως η νύχτα ακολουθεί τη μέρα. Η θεολογία αναιρεί τη φιλοσοφία. Η πρώτη απαντά σε όλα, ενώ η δεύτερη ξέρει κυρίως να ρωτά." Τι άραγε θα θυμάμαι μετά από μερικά χρόνια από το βιβλίο αυτό; Ότι κέρδισε το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 2007; Αλλά αυτό δεν αποτελεί μέρος του βιβλίου. Ίσως θυμάμαι τη Ναυσικά, την ευγενέστατη αυτή γυναίκα που έχασε προ ετών το φως της και που αναθέτει στον νεαρό συγκάτοικό της να μάθει τα πάντα για το Αγιο Όρος. Είναι πιθανό να επιζήσουν και άλλα πρόσωπα του μυθιστορήματος: ο μοναχός που χαιρετά τα αεροπλάνα σείοντας μια βυζαντινή σημαία, ο Γάλλος ερημίτης που ονειρεύεται να επιστρέψει στη Νορμανδία, στο σπίτι όπου ο αβάς Πρεβό έγραψε τη Μανόν Λεσκό, ο καθηγητής Βεζιρτζής που ισχυρίζεται ότι το Βυζάντιο δεν συνεχίζει την αρχαιότητα αλλά την ακολουθεί όπως η νύχτα την ημέρα, ο Δημήτρης ίσως, ο χαμένος αδελφός της Ναυσικάς που επανεμφανίζεται στο τέλος της ιστορίας και τραγουδάει ένα νησιώτικο τραγούδι. Θα θυμάμαι σίγουρα ότι το Βυζάντιο επέβαλε με άκρα βιαιότητα το χριστιανισμό, ότι οι μοναχοί και οι κληρικοί έσφαξαν πλήθη κόσμου, ότι ο μονοθεϊσμός εισήγαγε τον θρησκευτικό φανατισμό που ήταν άγνωστος στην Αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη. Θεωρώ ελάχιστα πιθανό να ξεχάσω ότι ο Ιουστινιανός έκλεισε τη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας και ότι ακολούθησαν για τη χώρα μας δεκατρείς αιώνες πνευματικής νάρκης. Ίσως ξεχάσω τον αφηγητή του έργου, το συγκάτοικο της Ναυσικάς, που αναλαμβάνει βαρυγκομώντας την έρευνα για τον Αθω, δεδομένου ότι ασχολείται μόνο με την αρχαία ιστορία και την προσωκρατική φιλοσοφία. Το ενδιαφέρον του όμως μεγαλώνει όταν ανακαλύπτει ότι η Ελλάδα είναι δύο χώρες που δεν έχουν σχεδόν τίποτε κοινό μεταξύ τους, και ακόμη περισσότερο όταν μαθαίνει ότι υπήρχαν πέντε πόλεις στη χερσόνησο του Αθω, τις οποίες γκρέμισαν ολοσχερώς οι μοναχοί για να χτίσουν τα γιγαντιαία μοναστήρια τους. Θα πάει στο Όρος όχι μόνο με την ελπίδα να βρει εκεί τον Δημήτρη, αλλά και να εντοπίσει κατάλοιπα του αρχαίου πολιτισμού. Θα ανακαλύψει έτσι ένα άγαλμα, θαμμένο μέσα σε μια κάβα κρασιών. Θα ανακαλύψει επίσης τον αμύθητο πλούτο των μοναστηριών, τον καιροσκοπισμό των ηγουμένων, που είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν με κάθε αρχή, μηδέ της χιτλερικής εξαιρουμένης, προκειμένου να διατηρήσουν τα εξωφρενικά οικονομικά τους προνόμια, το μίσος που εξακολουθεί να τους διακατέχει απέναντι στην Αρχαία Ελλάδα και το γυναικείο φύλο. Θα διαπιστώσει ακόμη ότι κυκλοφορούν αναρίθμητα φαντάσματα γυναικών στο Αγιο Όρος. Το μυθιστόρημα έχει και μια αστυνομική διάσταση, αλλά αυτήν είναι πολύ πιθανό να την ξεχάσω».
2 σχόλια:
Του είπες φιλιά και χαιρετίσματα, τουλάχιστον? Οτι σου κουβαλούσα το βιβλίο με την αφιέρωση... βυζί, του το 'πες? Καλέ ότι ήμουν στο Παρίσι και τον έψαχνα, του το 'πες? Μπα, ε?
«Δεν αμφισβητώ ότι οι πατέρες της Εκκλησίας δανείστηκαν κάποια ρητορικά σχήματα από τους αρχαίους συγγραφείς, απάντησε ο Βεζιρτζής. Υπήρξαν ωστόσο θανάσιμοι εχθροί της κλασικής παιδείας και του πολιτισμού των αρχαίων. [...]»
ώστε "κάποια ρητορικά σχήματα", λοιπόν:
«Πρώτον, αν και η ελληνική παιδεία δεν κρίθηκε ποτέ, ούτε από τον Χριστό ούτε από τους Αποστόλους του θεόπνευστη, οπωσδήποτε δεν απορρίφθηκε από αυτούς ως βλαβερή. Δεύτερον, πολλοί από τους έλληνες φιλοσόφους δεν απέχουν πολύ από τη γνώση του αληθούς Θεού», Σωκράτης ο Βυζάντιος, τον 5ο αι. (Εκκλ. Ιστ., 3, 16).
«Νομίζω ότι όλοι όσοι είναι μυαλωμένοι ομολογούν ότι η παιδεία είναι το πρώτιστο αγαθό μας. Και δεν εννοώ μόνο την ευγενέστερη δική μας παιδεία, δηλαδή τη Χριστιανική, αλλά και την Εθνική, την οποία πολλοί από τους Χριστιανούς, κακώς γνωρίζοντες τα πράγματα, απορρίπτουν ως επίβουλη και εσφαλμένη και απομακρύνουσα από το Θεό. Δεν πρέπει να μην τιμάμε την παιδεία, όπως νομίζουν μερικοί, τους οποίους πρέπει να θεωρούμε σκαιούς και απαίδευτους», άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον, 11 (PG 36, 508)).
«Προςήκει μὴ καμεῖν πανταχόθεν ἀνιχνεύοντας τὴν ἀλήθειαν», άγιος Γρηγόριος Νύσσης (Περί της Εξαημέρου (PG 44, 27A)).
«Καὶ πρῶτον τῶν πὰρ’ Ἕλλησι σοφῶν τὰ κάλλιστα παραθήσομαι εἰδὼς, ὡς εἴ τι ἀγαθόν, ἄνωθεν παρὰ Θεοῦ τοῖς ἀνθρώποισι δεδώρηται» (άγιου Ιωάννη Δαμασκηνού, Πηγή γνώσεως, PG 94, 524C).
«Ἧν μὲν οὖν πρὸ τῆς τοῦ Κυρίου παρουςίας εἰς δικαιοςύνην Ἕλλησιν ἀναγκαία φιλοσοφία, νυνὶ δὲ χρηςίμη πρὸς θεοςέβειαν γίνεται, προπαιδεία τις οὖσα τοῖς τὴν πίστιν δι’ ἀποδείξεων καρπουμένοις, (...) πάντων μὲν γὰρ αἴτιος τῶν καλῶν ὁ θεός, ἀλλὰ τῶν μὲν κατὰ προηγούμενον ὡς τῆς τε διαθήκης τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς νέας, τῶν δὲ κατ’ ἐπακολούθημα ὡς τῆς φιλοσοφίας. Τάχα δὲ καὶ προηγουμένως τοῖς Ἕλλησιν ἐδόθη τότε πρὶν ἢ τὸν Κύριον καλέσαι καὶ τοὺς Ἕλληνας˙ ἐπαιδαγώγει γὰρ καὶ αὕτη τὸ Ἑλληνικὸν ὡς ὁ νόμος τοὺς Ἑβραίους εἰς Χριστόν», άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωματείς, 1, 5). Επίσης «[Η ελληνική φιλοσοφία] προπαιδεύει εἰς τὴν διὰ Χριστὸ τελείωσιν, ὅσοι ἀξιοῦσι μήτε φιλοσοφίας ἅπτεσθαι μήτε διαλεκτικῆς, μόνην δὲ καὶ ψιλὴν τὴν πιστὴν ἀπαιτοῦσιν οὐδεμίαν ἐπιμέλειαν ποιησάμενοι τῆς ἀμπέλου, ἀξιοῦσιν εὐθὺς ἐξ’ ἀρχῆς τοὺς βότρυας λαμβάνειν (…) Τα μαθήματα γίνονται συνεργοί της φιλοσοφίας και η ίδια η φιλοσοφία βοηθάει στο να κατανοήσουμε την αλήθεια»
«Αν υπάρχει κάποια ομοιότητα μεταξύ των εθνικών κειμένων και των χριστιανικών, θα μας ήταν χρήσιμη η γνώση και των δύο. Και στην αντίθετη περίπτωση όμως, η παράλληλη και συγκριτική μελέτη και γνώση της διαφοράς τους δεν είναι ασφαλώς μικρή ωφέλεια για την αναγνώριση με βεβαιότητα της καλύτερης και ανώτερης απ' τις δυό», Μέγας Βασίλειος («Προς τους νέους, για την επωφελή μελέτη των ελληνικών κειμένων», 2).
«Και οι διαβιώσαντες συμφώνως προς τον Λόγον είναι Χριστιανοί, ακόμη και αν θεωρήθηκαν άθεοι, όπως εις τους Έλληνες μεν ο Σωκράτης και ο Ηράκλειτος και οι όμοιοι με αυτούς» (Άγιου Ιουστίνου, Απολογία Α΄, 46,3).
«το μεν εξεταστικόν τε και θεωρητικόν δεξάμεθα, όσον δε εις δαίμονας φέρει, και πλάνην και απώλειας βυθόν, διεπτύσαμεν» (PG, 36, 508).
«Ο διασυρμός του ελληνισμού από την Εκκλησία υπήρξε τόσο συστηματικός ώστε οι Έλληνες αναγκάστηκαν ν' αλλάξουν όνομα, να μετονομαστούν σε Ρωμαίους, Ρωμιούς ή Γραικούς.»
παραμύθια της Χαλιμάς. Γραικοί ονομάζονταν πάντοτε από τους Λατίνους, Ρωμαίοι ονομάστηκαν ηθελημένα οι ίδιοι Αρχαίοι Έλληνες πριν τα 212, όταν φιλούσαν κατουρημένες ποδιές ώστε να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, και μετά το 212, όταν όλοι τους απέκτησαν το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη.
«Σε ορισμένες τοιχογραφίες του Αγίου Όρους απεικονίζονται μαζί με τους αγίους και τους αγγέλους διάφοροι φιλόσοφοι, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Πυθαγόρας. Όλοι φορούν στέμμα, έχουν μακριές γενειάδες και είναι ντυμένοι σαν Βυζαντινοί πρίγκιπες. Βαστούν ο καθένας τους έναν πάπυρο όπου είναι γραμμένη μια πλασματική φράση, που διακηρύσσει, για παράδειγμα, την τρισυπόστατη φύση του Θεού. Είναι γνωστό ότι η Εκκλησία επιδίωξε να προσεταιριστεί τους αρχαίους σοφούς, αυτούς τουλάχιστον που δεν κατάφερε να θάψει, παραποιώντας τη σκέψη τους.»
Κοινότοπες μπαρούφες. «ας μη φτάνει στην ακοή επικούρειος ή πυρρώνειος λόγος. Τώρα αλήθεια, οι θεοί κάνοντας καλά κατέστρεψαν τα έργα τους, έτσι ώστε τα περισσότερα από τα βιβλία τους χάθηκαν» Ιουλιανός, Επιστολή 89β Προς αρχιερέα Θεόδωρο, 301c. Στην ίδια: «ο ιερέας [των ειδώλων] δεν πρέπει να διαβάζει ούτε Αρχίλοχο ούτε Ιππώνακτα ούτε κανέναν απ’ αυτούς που γράφουν τέτοια πράγματα. Ας αποφεύγει επίσης από την παλιά κωμωδία όσα ειναι τέτοιου είδους, και καλύτερα, είναι να τα αποφεύγει όλα».
«Αυτό άλλωστε δεν διδάσκονται οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ότι η αρχαιότητα παρέδωσε τη σκυτάλη του πολιτισμού στο Βυζάντιο; Ο χριστιανισμός, αγαπητέ μου φίλε, δεν συνεχίζει την αρχαιότητα, απλά την ακολουθεί όπως η νύχτα ακολουθεί τη μέρα. Η θεολογία αναιρεί τη φιλοσοφία. Η πρώτη απαντά σε όλα, ενώ η δεύτερη ξέρει κυρίως να ρωτά."
Απίστευτες ανακρίβειες, θλιβερό επίπεδο γνώσης της Ύστερης Αρχαιότητας και όχι μόνο της Ύστερης. Δείγμα των ανταγωνιστικών προς το Χριστιανισμό Παγανιστών φιλοσόφων τής εποχής του 4ου αι., των οποίων η φιλοσοφία "αναιρέθηκε" από τον Χριστιανισμό:
«Ο μέγας [νεοπλατωνικός] Ισίδωρος ήταν ευλογημένος από τη φύση και την τύχη με προφητικά όνειρα» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 9C, επιμέλεια Π. Αθανασιάδη, εκδ. Απάμεια).
«Καθώς ο δαίμονας δεν μπορούσε να πεισθεί με ευγενικά λόγια να αφήσει τη σύζυγο, ο [νεοπλατωνικός] Θεοσέβιος τον εξανάγκασε να βγει με έναν εξορκισμό» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 46B).
«[Ο νεοπλατωνικός Ηραΐσκος] προέλεγε το μέλλον σύμφωνα με την απόρρητη θέαση» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 76A).
«Ο νεκρός [του Πρόκλου] παρουσιάστηκε σε μένα πολύ καθαρά ενόσω ξάπλωνα στο κρεββάτι αυτό» ισχυρίζεται ο Δαμάσκιος (Φιλόσοφος Ιστορία, 98A).
«Δεν συνδέει η νόηση τους τελετουργούς με τους θεούς. Γιατί τι θα εμπόδιζε αυτούς που φιλοσοφούν θεωρητικά να έχουν την τελετουργική ένωση με τους θεούς; Η τελετουργία των αρρήτων πράξεων, που πραγματοποιούνται θεοπρεπώς υπεράνω κάθε νόησης, καθώς και η δύναμη των μυστικών συμβόλων που νοούνται μόνο από τους θεούς, εισάγει την τελετουργική ένωση. (…) Ακόμη κι αν δεν νοούμε εμείς, τα ίδια τα σύμβολα πραγματοποιούν από μόνα τους το δικό τους έργο» (Ιάμβλιχου, Περί μυστηρίων, Β’, 11). Ο Ιάμβλιχος την ώρα που προσευχόταν στους θεούς, μετεωριζόταν περίπου δέκα πήχεις πάνω από τη γη (Ευνάπιου, Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών, Ιάμβλιχος, 1, 8), έκανε θαύματα (Ευνάπιου, ό.π., 2, 4 κ.ε.), αποκάλυψε ότι το πνεύμα κάποιου, το οποίοι είχαν καλέσει, ήταν ενός μονομάχου και όχι του Απόλλωνα (Ευνάπιου, ό.π., 11, 11).
Ένα φως περιέβαλε το κεφάλι του Πρόκλου, όταν αυτός δίδασκε (Μαρίνου, Βίος Πρόκλου, 23).Ο Πρόκλος «έβλεπε με τα μάτια του τα εκεί αληθινά μακάρια θεάματα˙ χωρίς να συμπεραίνει με σταδιακούς και αποδεικτικούς συλλογισμούς τη γνώση τους» (Μαρίνου, Βίος Πρόκλου, 22).
Ο Πορφύριος «κάποτε έδιωξε και απέβαλε από κάποιο λουτρό ένα δαιμόνιο» (Ευνάπιου, Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών, Πορφύριος, 1, 12).
Η, σύγχρονη του Ιουλιανού, Σωσιπάτρα μάντευε επιτυχώς το μέλλον (Ευνάπιου, Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών, Αιδέσιος, 7, 4˙ 8, 3˙ 9, 7 και 12).
Ο Εθνικός Αντωνίνος (†390 μ.Χ.) «περιφρόνησε το σώμα του, απαλλάχθηκε από τις σωματικές ηδονές» (Ευνάπιου, Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών, Αιδέσιος, 10, 6).
Ο Εθνικός αρχιερέας της Λυδίας, δάσκαλος του Ιουλιανού, Χρυσάνθιος, απέφευγε τελείως το χοιρινό και «σπάνια πήγαινε στα λουτρά» (Ευνάπιου, ό.π., Χρυσάνθιος, 3, 10 και 13).
Ο Πρόκλος «ως επί το πλείστον αποδεχόταν την αποχή από το κρέας», και «νήστευε κάποιες προσωπικές ημέρες» (Μαρίνου, Βίος Πρόκλου, 19).
«Ενώ απαρνιόταν όλες τις αισθήσεις [ο Ισίδωρος] αποκήρυξε την αίσθηση της αφής περισσότερο από τις άλλες, γιατί είναι γήινη και στερεά, και τραβάει την ψυχή προς τα κάτω» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 12C ).
«[Ο Μαρίνος] έδειξε στον Ισίδωρο έναν ογκώδη σχολιασμό που είχε κάνει για τον πλατωνικό διάλογο Φίληβο, ζητώντας του να το διαβάσει, ώστε να του πει αν θα έπρεπε να τον δημοσιεύσει. Ο Ισίδωρος τον διάβασε προσεκτικά και μη κρύβοντας τίποτα από ό,τι σκέφτηκε, είπε απλώς ότι τα σχόλια του δασκάλου [Πρόκλου] στον διάλογο ήταν επαρκή. Ο Μαρίνος κατάλαβε το νόημα και αμέσως έκαψε το βιβλίο» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 38Α).
«Ο Θεοσέβιος, ο πιο σώφρων από τους ανθρώπους, είχε συμφωνήσει να έχει σεξουαλικές σχέσεις με μια γυναίκα με σκοπό την τεκνογονία. Ωστόσο, καθώς δεν γεννιόνταν παιδιά, ο Θεοσέβιος εμφάνισε την ζώνη εγκράτειας [σωφροσύνης δακτύλιον] και είπε στη γυναίκα του: "γυναίκα, πριν από καιρό σου έδωσα ένα δακτυλίδι, για να κυβερνά μια ένωση προορισμένη για τεκνογονία˙ τώρα σου δίνω αυτήν την ζώνη εγκράτειας, η οποία θα σε βοηθήσει να ζήσεις στο εξής μια αγνή ζωή (…)»(Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 46E).
«Ο Ηραΐσκος είχει το έμφυτο δώρο να διακρίνει ανάμεσα σε ζωντανά [ζώντων] και άψυχα [μὴ ζώντων] ιερά αγάλματα. Δεν έπρεπε να κάνει κάτι άλλο παρά να το κοιτάξει και αμέσως η καρδιά του επηρεαζόταν από τον θεϊκό παροξυσμό ενώ το σώμα και η ψυχή του χοροπήδαγαν σαν να κατέχονταν από το θεό. Αλλά αν δεν επηρεαζόταν έτσι, το άγαλμα ήταν άψυχο και κενό από θεϊκή επίπνοια. Με αυτόν τον τρόπο αναγνώρισε ότι το άρρητο άγαλμα του Αώνα κατεχόταν από τον θεό που λατρευόταν από τους Αλεξανδρινούς. (…) Αν [ο Ηραΐσκος] άκουγε οπουδήποτε βρισκόταν τη φωνή γυναίκας η οποία βρισκόταν σε κατάσταση ακαθαρσίας, αμέσως υπέφερε από πονοκέφαλο˙ κι αυτό ήταν σημάδι ότι αυτή είχε περίοδο. (….) Όταν πέθανε, μυστικά σημεία [ἀπόρρητα διαγράμματα] λουσμένα στο φως εμφανίστηκαν παντού στα [νεκρικά] σεντόνια και γύρω από αυτά θεϊκά οράματα [θεοπρεπῆ φάσματα] που έδειχναν καθαρά τους θεούς με τους οποίους η ψυχή του τώρα ήταν μαζί» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 76E).
«[Ο Μαρίνος] παρέμεινε μέχρι να πεθάνει δίχως να έχει καμμία σεξουαλική επαφή» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 97B).
«[Ο Πρόκλος] προκάλεσε υπερφυσικό σεισμό, ο οποίος δεν ήταν έργο της φύσης» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 104A).
«Τόσο μεγάλη ήταν η περιφρόνηση [του Σαραπίωνα] για τα υλικά αγαθά που (…) έμεινε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του αδιάφθορος από σεξουαλική επαφή» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 111).
«Τι άραγε θα θυμάμαι μετά από μερικά χρόνια από το βιβλίο αυτό; Ότι κέρδισε το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 2007; Αλλά αυτό δεν αποτελεί μέρος του βιβλίου. Θα θυμάμαι σίγουρα ότι το Βυζάντιο επέβαλε με άκρα βιαιότητα το χριστιανισμό,»
απίστευτες ανακρίβειες. Προκατασκευασμένες κοινοτοπίες.
«ότι οι μοναχοί και οι κληρικοί έσφαξαν πλήθη κόσμου,»
τα εξής "πλήθη": την Υπατία, την οποία υποστήριζαν οι άλλοι μισοί Χριστιανοί (Ορέστης, Συνέσιος, Σωκράτης) της εποχής.
«ότι ο μονοθεϊσμός εισήγαγε τον θρησκευτικό φανατισμό που ήταν άγνωστος στην Αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη.»
Κοινοτοπίες που θεωρούνται αυτονόητες αλήθειες μεταξύ των "μορφωμένων" τύπου Αλεξάκη. Άγνωστος στην Αρχαία Ελλάδα ο θρησκευτικός φανατισμός, λοιπόν:
-«Εξαιτίας της δήλωσης του Πρωταγόρα στο βιβλίο του Περί θεών ότι δεν ξέρει αν υπάρχουν θεοί, οι Αθηναίοι τον έδιωξαν από την πόλη και έκαψαν τα βιβλία του στην Αγορά, αφού πρώτα έβγαλαν κήρυκα και τα μάζεψαν ένα-ένα από όσους είχαν αντίτυπα» Διογένης Λαέρτιος, IX, 52). «Κι ο Πρωταγόρας ως γνωστόν εξορίστηκε» (Πλούταρχου, Νικίας, 23). Το ίδιο λένε και οι: Φιλόστρατος, Βίοι Σοφιστών, I 10, 3˙ Ησύχιος, Ονοματολόγος˙ Σέξτος Εμπειρικός, Προς μαθηματικούς, IX 55.
-Ο Σωκράτης εξοντώθηκε με κώνειο επειδή, δεν πίστευε στους θεούς της πόλης.
-«Ο Πρόδικος ο Κείος, φιλόσοφος και σοφιστής, σύγχρονος του Δημοκρίτου, μαθητής του Πρωταγόρα, πέθανε στην Αθήνα, αφού του έδωσαν να πιεί κώνειο, με το αιτιολογικό ότι διέφθειρε τους νέους» (Σούδα). Σχετικά πρβ. Αριστοφάνης, απ. 490: τοῦτον τὸν ἄνδρ’ ἢ βυβλίον διέφθορεν ἢ Πρόδικος ἢ τῶν ἀδολεσχῶν εἷς γέ τις. Ο Πλάτων στο διάλογο Ερυξίας 399a λέει πως κάποτε οι Αθηναίοι έδιωξαν τον Πρόδικο από το Λύκειο, γιατί δίδασκε στους νέους πράγματα που δεν έκανε.
-Ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος, ο επονομαζόμενος Άθεος, που έζησε στο α΄ μισό του 3ου π.Χ. αι. κατά τον Διογένη Λαέρτη (II, 101-102) αφού εξορίστηκε για τη διδασκαλία του από την Αθήνα, κατέφυγε στην αυλή του Πτολεμαίου, και έπειτα στην Κυρήνη, ξανά εξορίστηκε, για να καταφύγει ξανά στην Ελλάδα: «Κάποτες που ο Θεόδωρος είχε καθίσει πλάι στον ιεροφάντη Ερυκλείδη, τον ρώτησε: "δε μου λες, Ευρυκλείδη, ποιοι είναι οι ασεβείς προς τα μυστήρια;". Και αφού αυτός του απάντησε "εκείνοι που τα αποκαλύπτουν στους αμύητους", "κι εσύ", του είπε, "είσαι ασεβής, αφού τα εξηγείς στους αμύητους". Παρά λίγο να προσαχθεί στον Άρειο Πάγο, αν δεν τον γλίτωνε ο Δημήτριος ο Φαληρεάς. Ο Αμφικράτης όμως, στο Περί ενδόξων ανδρών βιβλίο του, λέει ότι καταδικάστηκε να πιεί το κώνειο. (...) "Δεν μου λες, Θεόδωρε", του είπε, "εσύ δεν είσαι που σ’ έδιωξαν από την Αθήνα;". "Σωστά είσαι πληροφορημένος", του είπε˙ "πράγματι η πόλη των Αθηναίων, επειδή δεν μπορούσε να με υποφέρι, με πέταξε, όπως η Σέμελη τον Διόνυσο". (...) Την πρώτη φορά που τον εξόρισαν είπε τούτο: "καλά κάνετε, άνδρες Κυρηναίοι, που με εξορίζετε από τη Λιβύη στην Ελλάδα"» Έκανε ένα αστείο με τον ιεροφάντη ο φιλόσοφος Θεόδωρος κι αμέσως εξορίστηκε (Διογένης Λαέρτιος, II, 103).
-Ένας μαθητής του Θεόδωρου του Άθεου, ο Ηγησίας, δίδασκε στην Αλεξάνδρεια, αλλά ο Πτολεμαίος Β’ απαγόρευσε τις διαλέξεις του (βλ. Κικέρ., Tusc., I, 34, 83) (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 282).
-Ο Διαγόρας ο Μήλιος εξορίστηκε από τους Αθηναίους επειδή έλεγε πως οι θεότητες του Ολύμπου είναι ανύπαρκτες και επειδή διακωμωδούσε τα απόκρυφα των μυστηρίων και «ασέβησε με λόγια απένταντι στις τελετές και τις γιορτές», και τον καταδίκασαν σε θάνατο, επικηρύσσοντας το κεφάλι του με ανταμοιβή ένα τάλαντο. «Τούτος μάλιστα έχει γίνει πολύ ασεβέστερος από τον Διαγόρα. Διότι εκείνος [= ο Διαγόρας ο Μήλιος] διέπραξε ασέβεια δια του λόγου εναντίον ξένων ιερών και γιορτών» (Λυσία, Κατ’ Ανδοκίδου ασεβείας, 17). «Ο Διαγόρας, που επονομάστηκε άθεος, επειδή συκοφαντήθηκε για ασέβεια και φοβήθηκε την απόφαση του δήμου, έφυγε από την Αττική. Οι Αθηναίοι τον επικήρυξαν και όρισαν ένα τάλαντο αμοιβή για το κεφάλι του Διαγόρα» (Διόδωρος Σικελιώτης, 13, 6, 7). «Σήμερα κι όλας φέρνουμε πρώτη-πρώτη εμπρός σας την προκήρυξη που λέει: "Αν κάποιος από σας σκοτώση τον Διαγόρα τον Μήλιο, να παίρνει αμοιβή ένα τάλαντο"..» (Αριστοφάνη, Όρνιθες, στ. 1071-1073). «Τὰ δὲ μυστήρια [ὁ Διαγόρας] οὕτως ηὐτέλιζεν ὡς πολλοὺς ἐκτρέπειν τῆς τελετῆς. τοῦτο οὖν ἐκήρυξαν κατ’ αὐτοῦ Ἀθηναῖοι, καὶ ἐν χαλκῇ στήλῃ ἔγραψαν τῷ μὲν ἀποκτείναντι τάλαντον λαμβάνειν, τῷ δὲ ἄγοντι δύο. (...) ἐκυρχήχθη δὲ τοῦτο διὰ τὸ ἀσεβὲς αὐτοῦ, ἐπεὶ τὰ μυστήρια πᾶσι διηγεῖτο, κοινοποιῶν αὐτὰ καὶ μικρὰ ποιῶν, καὶ τοὺς βουλομένυς μυεῖσθαι ἀποτρέπων» (Σούδα, λ. Διαγόρας).
-Ο Στίλπων ο Μεγαρεύς δικάστηκε και καταδικάστηκε για ασέβεια προς τα μνημεία των θεών, και η ποινή ήταν εξορία: «Αυτός, λένε, ρώτησε κάποτε έτσι για το άγαλμα της Αθηνάς που είχε φτιάξει ο Φειδίας: "Είναι θεός η Αθηνά, η κόρη του Δία;", και σαν του είπαν "ναι", "μα αυτή δεν είναι του Δία, είναι του Φειδία", αποκρίθηκε. Και καθώς συμφωνούσαν, συμπέρανε: "άρα δεν είναι θεός". Αλλά για την κουβέντα του αυτή προσήχθη ενώπιον του Αρείου Πάγου, όπου δεν αρνήθηκε ότι τα είπε, αλλά υποστήριξε ότι σωστά μίλησε: "γιατί πράγματι δεν είναι θεός, αλλά θεά, αφού μόνον οι άρρενες είναι θεοί". Πλην όμως οι Αρεοπαγίτες τον διέταξαν να φύγει αμέσως από την πόλη. Τότε και ο Θεόδωρος τον ρώτησε κοροϊδευτικά: "Κι από πού το ξέρεις αυτό, Στίλπωνα; Μήπως της σήκωσες το φουστάνι και είδες;"» (Διογένης Λαέρτιος, II, 116).
-Η Ασπασία κατηγορήθηκε (δικάστηκε) για ασέβεια προς την πολυθεϊστική κρατική θρησκεία της Αθήνας (Πλούταρχου Περικλής, 32).
-Ο Ευριπίδης κατηγορήθηκε για ασέβεια από τον Κλέωνα (Σάτυρου, Βίος Ευριπίδου, απ. 39• Αριστοτέλη, Ρητορική, 1416a• Πλούταρχου, Περί ποιημ ακούειν, 19• Σένεκας, επιστολή 116).
-Ο Αριστοτέλης. «Στην αρχή του Λαμιακού πολέμου, βρήκαν την ευκαιρία οι θρησκόληπτοι Αθηναίοι, που δε χώνευαν τον Αριστοτέλη για τις επιστημονικές του έρευνες, να τον κατηγορήσουν για άθεο. Έτσι, ο Αριστοτέλης, για να μην αναγκαστεί να πιεί το κώνειο, αναγκάστηκε να φύγει από την Αττική» (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, σ. 340) «Το ιερατείο εκπροσωπούμενοι από τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα και η σχολή του Ισοκράτους δια του Δημοφίλου, υιού του ιστορικού Εφόρου υπέβαλον καταγγελίαν κατά του Αριστοτέλους επί ασεβεία. Η κατηγορία πιθανώς θα ανεφέρετο και εις φιλοσοφικάς δοξασίας περιεχόμενας εις το Περί ευχής σύγγραμμά του, εν ώ εδιδάσκετο ότι η προσευχή ουδέν αποτέλεσμα δύναται να αποφέρει» (Κων. Δ. Γεωργούλη, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, σ. 47). «Ο Αριστοτέλης ήρθε στην Αθήνα και ήταν επικεφαλής της σχολής του για δεκατρία χρόνια και μετά αποσύρθηκε στη Χαλκίδα, επειδή κατηγορήθηκε από τον Ευρυμέδοντα τον ιεροφάντη για ασέβεια, ή, σύμφωνα με τον Φαβωρίνο στην Παντοδαπή ιστορία του, από τον Δημόφιλο» (Διογένης Λαέρτιος, V, 5). Ο Αριστοτέλης έφυγε, για να μη δώσει, όπως είπε, την ευκαιρία στους Αθηναίους να χτυπήσουν τη φιλοσοφία για δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν με το Σωκράτη).
-Ο διάδοχος του Αριστοτέλη στο Λύκειο, ο Θεόφραστος, επίσης κατηγορήθηκε για ασέβεια (Διογένης Λαέρτιος, V, 37).
-Ο Αισχύλος κατηγορήθηκε για ασέβεια, επειδή αποκάλυψε μερικά από τα μυστικά των Μυστηρίων σε κάποιο από τα έργα του. (Αριστ. Ηθικά Νικομάχεια 1111a 9-10). «Ο Αισχύλος ο τραγωδός κρίθηκε ένοχος για ασέβεια, λόγω ενός δράματός του. Κι ενώ ήταν έτοιμοι οι Αθηναίοι να τον λιθοβολήσουν, ο Αμεινίας, ο νεώτερος αδερφός του, τους έδειξε το χέρι του, το οποίο δεν είχε καρπό. Είχε αριστεύσει στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ο Αμεινίας χάνοντας τον καρπό του και ήταν πρώτος των Αθηναίων. Επειδή είδαν οι δικαστές το πρόβλημά του, θυμήθηκάν τα κατορθώματά του και άφησαν τον Αισχύλο» (Αιλιανού Ποικίλη Ιστορία, 5, 19) . Δεν αθωώθηκε ο Αισχύλος – απλώς του χάρισαν τη θανατική ποινή.
-Σε πολλές περιοχές, όπως στη Λύκτο της Κρήτης και στην Αρκαδία, οι Επικούρειοι, όχι μόνο καταδιώχτηκαν, μα και πέρασαν από βασανιστήρια, όπως μάς πληροφορεί κάποιο απόσπασμα του Αιλιανού (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, σ. 431). «Στην Κρήτη, οι Λύκτιοι έδιωξαν μερικούς από τους Επικουρείους που ήταν εκεί, και ψηφίστηκε νόμος στην τοπική διάλεκτο για αυτούς που επινόησαν την θηλυκή και αγεννή και αισχρή σοφία και έχουν κηρυχθεί δημόσια εχθροί των θεών της Λύκτου. Και αν κάποιος έφτανε έχοντας θράσσος και δεν έδινε καμιά σημασία σε όσα έλεγε ο νόμος, έπρεπε αυτός να δεθεί στο ζυγό κοντά στο βουλευτήριο (διοικητήριο) για είκοσι ημέρες αφού είχε αλειφθεί γυμνός με γάλα και μέλι,ώστε να γίνει δείπνο για τις μέλισσες και τις μύγες και να τον σκοτώσουν στο χρόνο που αναφέρθηκε. Κι αν αφού είχε περάσει αυτός ο χρόνος ζούσε ακόμα έπρεπε να τον ρίξουν στον γκρεμό αφού τον έντυναν με γυναικείο ένδυμα» (Αιλιανού Αποσπάσματα 39) .
-Οι Επικούρειοι διώχτηκαν κακήν κακώς από τη Ρώμη και από τους πολυθεϊστές Μεσσήνιους. «Έδιωξαν τους Επικούρειους από τη Ρώμη με κοινή απόφαση της βουλής. Και οι Μεσσήνιοι της ίδιας φιλοσοφικής σχολής τους οπαδούς τούς έδιωξαν, αποκαλώντας τους διαφθορείς των νέων και κηλίδα της φιλοσοφίας εξαιτίας της αθεότητάς τους. Και τους πρόσταξαν να φύγουν έξω από τα όρια της Μεσσηνίας πριν δύσει ο ήλιος» (Αιλιανού Αποσπάσματα 39) . Τα ίδια αναφέρει κι ο Αθηναίος (XII, 547ab).
-Ο Πρόκλος ήθελε να αποσύρει από την κυκλοφορία όλα τα βιβλία εκτός από τα Τίμαιος και Χαλδαϊκά Λόγια, ώστε να εμποδίσει να βλάψουν τους ανεκπαίδευτους (Μαρίνου, Βίος Πρόκλου, 38).
-«[Ο Μαρίνος] έδειξε στον Ισίδωρο έναν ογκώδη σχολιασμό που είχε κάνει για τον πλατωνικό διάλογο Φίληβο, ζητώντας του να το διαβάσει, ώστε να του πει αν θα έπρεπε να τον δημοσιεύσει. Ο Ισίδωρος τον διάβασε προσεκτικά και μη κρύβοντας τίποτα από ό,τι σκέφτηκε, είπε απλώς ότι τα σχόλια του δασκάλου [Πρόκλου] στον διάλογο ήταν επαρκή. Ο Μαρίνος κατάλαβε το νόημα και αμέσως έκαψε το βιβλίο» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 38Α).
-«Όταν βρήκε (ο Αλέξανδρος) τις Κύριες Δόξες του Επίκουρου, που (...) περιέχει συνοπτικά τα βασικά σημεία της φιλοσοφίας του, το πήγε στο κέντρο της αγοράς και το έκαψε πάνω σε ξύλα συκιάς καίγοντας έτσι δήθεν και τον ίδιο. Μετά έριξε τη στάχτη στη θάλασσα λέγοντας μάλιστα το χρησμό: ξορκίζω τις αντιλήψεις του τυφλού γέροντα πυρπολώντας τες» (Λουκιανού, Αλέξανδρος ή ψευδομάντης, 47 )
Στην Αθήνα ο νόμος τιμωρούσε αυστηρά όσους αρνούνταν να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα (Αθηναίος, 6, 26˙ επίσης Πολυδεύκης, 8, 46˙ Ουλπιανός, σχόλ. στο Δημοσθένη Κατά Μειδίου). Στην Αρχαία Σπάρτη όποιος δεν έπαιρνε μέρος σ’ αυτά τα ιερά δείπνα (που διεξάγονταν καθημερινά), έστω και παρά τη θέλησή του, έπαυε αμέσως να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πολίτες (Αριστοτέλη, Πολιτικά, 2, 6, 2). Κατά την τελετή της ενηλικίωσής του, όταν γινόταν δεκτός ως πολίτης του κράτους, ο νέος έπρεπε να ορκιστεί ότι θα σέβεται πάντα τη θρησκεία της πόλης (Πολυδεύκης, 8, 106). Ακόμη και οι νεοαγορασμένοι δούλοι ενός σπιτιού έπρεπε να ασπαστούν την οικογενειακή λατρεία (Δημοσθένη, Κατά Στεφάνου, 1, 74˙ Αριστοτέλη, Οικονομικά, 1, 5˙ Κικέρωνα, De legibus, 2, 8 και 2, 11). Στην πολυθεϊστική Αρχαιότητα συνιστούσαν ποινικά κολάσιμες πράξεις η αμφισβήτηση και η απιστία προς τον πολιούχο θεό, την επίσημη θρησκεία της αρχαίας Πόλης-Κράτους. Ο κάθε πολίτης «έπρεπε να πιστεύει και να υποτάσσεται στη θρησκεία της πόλης. Μπορούσαν, ωστόσο, να περιφρονούν ή να μισούν τους θεούς της γειτονικής πόλης (...) δεν έχουν δικαίωμα όμως ούτε να σκεφτούν ακόμη την αμφισβήτηση της Πολιούχου Αθηνάς ή του Ερεχθέα ή του Κέκροπα. Η ελευθερία της σκέψης σχετικά με τη θρησκεία ήταν κάτι εντελώς άγνωστο στους Αρχαίους» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, σ. 349). Γι’ αυτό άλλωστε, ο Σωκράτης κατηγορήθηκε πως δεν πίστευε ως θεούς τους θεούς που δεχόταν η Αθήνα («Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 1). Η αρχαία θρησκεία κρατική και υποχρεωτική για τους πολίτες. Συνιστούσε αδίκημα η προσωπική εισαγωγή στην πόλη μιας μη αναγνωρισμένης από το Κράτος ξένης τελετουργίας ή λατρείας προς ξένη θεότητα: «Καταδικάστηκε σε θάνατο κάποια ιέρεια που ονομαζόταν Νίνος. Το κύριο αδίκημά της φαίνεται ότι υπήρξε μια απόπειρα να συγκροτήσει μια νέα θρησκευτική αίρεση ή μια τελετουργία προς τιμήν κάποιας νέας θεότητας (Δημ. 19, 281)» (Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, σ. 304). Αυτά λεν για τη Νίνο ο Δημοσθένης (Περί της παραπρεσβείας, 281• Προς Βοιωτόν περί προικός μητρώας, 9• Προς Βοιωτόν περί του ονόματος, 2) και ο Διον. Αλικαρνασσεύς (Περί Δεινάρχου, 11). «Η αθηναϊκή νομοθεσία προέβλεπε ποινές για όσους αρνιόυνταν να τιμήσουν θρησκευτικά μια εθνική εορτή (Πολυδεύκης, 8, 46 – Ουλπιανός, Σχολ. στο Δημοσθένη, Κατά Μειδίου)» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, σ. 349).
Η έννοια της ασέβειας ήταν τόσο ασαφής, που ο καθένας κινδύνευε για το παραμικρό να καταδικαστεί σε θάνατο ή πρόστιμο. «Ο Ανδοκίδης είχε επισύρει κάποια ποινή θέτοντας "ικετηρία" στο βωμό του Ελευσίνιου κατά τη διάρκεια των Μυστηρίων, χωρίς να γνωρίζει ότι υπήρχε νόμος που το απαγόρευε αυτό (Ανδ. 1, 113). (...) Ο Ανδοκίδης αποτελεί πιο αξιόπιστη πηγή απ’ ό,τι το σχετικό με τον Αισχύλο ανέκδοτο, και είναι προτιμότερο να δεχθούμε ότι στο αθηναϊκό δίκαιο μια πράξη μπορούσε να θεωρηθεί ως ασεβής, ακόμη κι αν ο δράστης δεν γνώριζε, όταν τη διέπραττε, ότι ήταν ασεβής. (...) Φαίνεται απίθανο να είχαν ασπαστεί οι Αθηναίοι την άποψη ότι μια πράξη δεν μπορούσε να είναι ασεβής, αν κανείς νομοθέτης δεν είχε σκεφθεί να την απαγορεύσει» (Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, σ. 306-307).
ο Τιβέριος «απαγόρευσε τις ξένες λατρείες ιδιαίτερα τις αιγυπτιακές και εβραϊκές τελετουργίες, και εξανάγκασε εκείνους που είχαν σχέση με αυτές να κάψουν τα θρησκευτικά ενδύματα και εξαρτήματά τους» (Σουετώνιου, Τιβέριος, 36).
Ο Κλαύδιος «εξαφάνισε εντελώς από τη Γαλατία τη σκληρή και απάνθρωπη θρησκεία των Δρυιδών, που στα χρόνια του Αυγούστου είχε απαγορευτεί για τους Ρωμαίους πολίτες» (Σουετώνιου, Κλαύδιος, 24) .
Γενικότερα ήταν παράβαση νόμου η εισαγωγή ξένης θρησκείας που δεν εγκρίθηκε από τη ρωμαϊκή Γερουσία, όπως αναφέρει ο Κικέρωνας (De legibus, 2, 8: nemo habesset deos sive novow dive advenas nissi publice adsvitos), και ο παραβάτης τιμωρούνταν με θάνατο.
Πριν αναλάβουν οι Εννιά άρχοντες της αρχαίας Αθήνας τα καθήκοντά τους, εξετάζονταν από επιτροπές, οι οποίες τους ρώταγαν, μεταξύ άλλων, αν πιστεύουν στους θεούς: «Όταν οι άρχοντες υποβάλλονται σε εξέταση, τους ρωτούν πρώτα (...). Κατόπιν τους ρωτούν αν πιστεύουν στον Απόλλωνα τον πατρώο και στο Δία τον έρκειο και πού βρίσκονται τα ιερά τους» (Αριστοτέλη, Αθηναίων πολιτεία, 55, 3).
«Θεωρώ ελάχιστα πιθανό να ξεχάσω ότι ο Ιουστινιανός έκλεισε τη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας και ότι ακολούθησαν για τη χώρα μας δεκατρείς αιώνες πνευματικής νάρκης.»
Σε εποχή παρακμής λοιπόν ζούσαν και πνευματικά ναρκωμένοι ήταν ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Φώτιος, ο Λέων, ο Αρέθας, ο Μετοχίτης, ο Πανσέληνος, ο Ψελλός, η Άννα Κομνηνή, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης,ο Ιωάννης ΓΕωμέτρης, ο Χριστόφορος Μυτιληναίος, ο Ανθέμιος, ο Στέφανος Αλεξανδρέας, ο Αλέξανδρος Τράλλεων, ο Βάσσος Κασσιανός.
«υπήρχαν πέντε πόλεις στη χερσόνησο του Αθω, τις οποίες γκρέμισαν ολοσχερώς οι μοναχοί για να χτίσουν τα γιγαντιαία μοναστήρια τους».
«Κατά την αρχαιότητα, πέντε ή έξι μικρές πόλεις είχαν αναπτυχθεί στον Άθω. Όλες εξαφανίστηκαν ή ερημώθηκαν στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Η τελευταία γνωστή σε μας μνεία κατοίκων είναι το 203 μ.Χ.: ο Γερμανός, ένας ειδωλολάτρης, γιος του Ηρακλά, κατασκεύασε μια σαρκοφάγο, η οποία θα δεχόταν το σώμα το δικό του και της συζύγου του ((4) Η σαρκοφάγος φυλάσσεται στο Βατοπέδι (πρβλ. Σμυρνάκης, σελ. 14, όπου πρέπει να διορθωθεί «Ηρακλά» αντί «Ηρακλάς»). Η επιγραφή της φέρει χρονολογία: έτους αντ’ μηνός Πανήμου β’. Πρόκειται, όπως είναι φυσικό, για το Μακεδονικό ημερολόγιο, κατά το οποίο ο μήνας Πάνημος (ή Πάνεμος) συμπίπτει περίπου με τον Ιούνιο. Ο πρώτος εκδότης της επιγραφής, W.M. Leake (Travels in Nothern Greece, III, Λονδίνο 1835, σε. 140 σημ. 2 και πίνακας XXV, αρ. 124), ακολουθούμενος από τον A. Boeckh (Corpus Inscriptionum Graecorum, Βερολίνο 1843, ανατ. Hildesheim – Νέα Υόρκη 1977, II, σελ. 994, αρ. 2007 m), την χρονολογεί το 321 μ.Χ., ξεκινώντας από τη νεότερη μακεδονική χρονολόγηση, που αρχίζει με τη μάχη του Ακτίου (31 π.Χ., σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο 32 π.Χ.). Αλλά ο Μ. Δήμιτσας (Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις, Αθήνα 1896, αρ. 781) παρατηρεί πολύ σωστά ότι στην επιγραφή δεν υπάρχει η λέξη «σεβαστού» δίπλα στη λέξη «έτους». Πρέπει λοιπόν να δεχτούμε ότι η χρονολογία ακολουθεί το κοινό Μακεδονικό ημερολόγιο, που αρχίζει το 148 π.Χ., και ότι το 351 της επιγραφεί αντιστοιχεί με το έτος 203 μ.Χ.). Η γενική παρακμή της Χαλκιδικής, που άρχισε ήδη από την ελληνιστική εποχή ((5) Το πρώτο δυνατό χτύπημα καταφέρθηκε το 348 π.Χ., όταν ο Φίλιππος Α’ της Μακεδονίας κατέσκαψε την Όλυνθο, διασκορπίζοντας τον πληθυσμό της, και υπέταξε με τη βία ή την προδοσία τις άλλες πόλεις της Ολυνθιακής ομοσπονδίας. Οι πόλεις της Χαλκιδικής δεν ξαναβρήκαν ποτέ την παλαιά τους αίγλη: πρβλ. L. Bürchner, Real-Encyclopädie III, 1899, στήλη 2074• Δ. Ζαγκλή, Χαλκιδική, Θεσσαλονίκη 1956) και συνεχίστηκε στη ρωμαϊκή ((6) Πρβλ. Fanula Papazoglu, Makedonski gradovi u Rimsko doba, Σκόπια 1957, σελ. 303-308, 357), ευθύνεται πιθανότατα για την παρακμή των αθωνικών πόλεων, οι οποίες, λόγω της μειονεκτικής γεωγραφικής θέσης τους, είχαν και λιγότερες πιθανότητες να αποφύγουν τη φθορά. Από τον 3ο αιώνα η Μακεδονία υφίσταται επιδρομές και λεηλασίες από διάφορα βαρβαρικά έθνη ((7) Η Μακεδονία μαζί με την Παννονία και τη Θράκη υπέστησαν τις περισσότερες καταστροφές από τις επιδρομές και εγκαταστάσεις των Γότθων: πρβλ. π.χ. E. Stein, Histoire du Bas Empire I, Παρίσι 1959, σελ. 191, 193, 194, 228, 229, 362• II, Παρίσι 1949, σελ. 12-14, 18, 309), και η αναστάτωση που επέφερε η μαζική εισβολή των σλαβικών φύλων άρκεσε, κατά τη γνώμη μου, να εξαφανίσει και τα τελευταία ίχνη αστικής ζωής στον Άθω, πιθανώς γύρω στον 5ο αιώνα ((8) Οι πόλεις του Άθω δεν σημείωσαν ποτέ μεγάλη εξέλιξη. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του J. Beloch (Die Bevölkerung der griechisch-römischen Welt, Λιψία 1886, σελ. 204), ο συνολικός πληθυσμός τους την εποχή της μεγαλύτερης ακμής τους (5ος – 4ος αι. π.Χ.) ανερχόταν σε χίλιους κατοίκους). Το ότι ο Ερμόλαςος, τον 6ο αιώνα, στην επιτομή του Στεφάνου Βυζαντίου αναγράφει τέσσερις πόλεις στον Άθω ((9) Εκ των Εθνικών Στεφάνου κατ’ επιτομήν, έκδ. A. Meinke, Βερολίνο 1849), ανατ. Graz 1958, σελ. 36: Άθως, σελ. 63: Ακρόθωοι, σελ. 232: Δίον, σελ. 490: Ολόφυξος) δεν είναι στέρεη απόδειξη ότι επιζούσαν ακόμη εκείνη την εποχή, γιατί συνήθως οι κατάλογοι των πόλεων αντιγράφονταν χωρίς αναθεώρηση και προσαρμογή ((10) Για τη χρονολόγηση του Στεφάνου, τις πηγές και την ιστορική αξία του έργου πρβλ. E. Honigmann, Real-Encyclopädie, 2η σειρά, VI, 1929, στήλες 2369-2399). Ορισμένοι ερευνητές συμπεραίνουν την ύπαρξη πόλεων την εποχή του Ιουστινιανού Α’ στηριζόμενοι στον Προκόπιο, ο οποίος αναγράφει μέσα στις μακεδονικές οχυρωμένες πόλεις την πόλη Χάραδρος. Αλλά η ταύτιση που κάνουν με την αθωνική πόλη Χαραδρούς, την οποία αναφέρει ο Ψευδοσκύλαξ ((13) Σκύλακος Καρυανδέως, Περίπλους, έκδ. C. Müllerus, Geographi graeci minores I, Παρίσι 1855, ανατ. Hildesheim 1965, σελ. 53 και κριτικό υπόμνημα), φαίνεται άστοχη: είναι ο μόνος, τον 6ο αιώνα, που μιλά γι’ αυτήν την αθωνική πόλη. Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης δεν την γνωρίζουν, αλλά ούτε και οι νεότεροι γεωγράφοι, Στράβων, Πλίνιος, Πτολεμαίος, πράγμα που ενισχύει την άποψη ότι,και αν υπήρξε ποτέ μια τέτοια πόλη, είχε εξαφανιστεί πολύ πριν από την πρωτοβυζαντινή εποχή. Και αναφέρουμε μόνο πληροφοριακά την έυκολη εξήγηση που δίνουν μερικοί για την ερήμωση του Άθω από τους κατοίκους: τους μετέφεραν όλους στην Πελοπόννησο με διαταγή που δόθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο ή τον Κωνσταντίνο τον Πωγωνάτο ή ακόμη από τον Αλέξιο Α’ Κομνηνο• αυτό δεν αποτελεί παρά μια μοναστική παράδοση αρκετά μεταγενέστερη ((15) Στον Μεγάλο Κωνσταντίνο ρίχνει την ευθύνη ο Λόγος ιστορικός του Κασταμονίτου (για τον οποίο βλ. παρακάτω, σελ. 30 και σημ. 28-30)• ο Uspenskij, Istorija II, σελ. 136 παραθέτει το σχετικό χωρίο: «Ο Μέγας Κωνσταντίνος εις τον καιρόν της βασιλείας του εξώρισεν απ’ εδώ τους Τζακωνίτας εις την Πελοπόννησον ως λέγουσιν οι ιστορικοί» (sic). Στον Αλέξιο Α’ Κομνηνό, δύο πλαστόγραφα χρυσόβουλλα της μονής Βατοπεδίου (πρβλ. W. Regel, Χρυσόβουλλα και γράμματα της... μονής του Βατοπεδίου, Πετρούπολη 1898, αρ. 1, σελ. 4, και Βατοπέδι, αρ. 13, σελ. 232), τα οποία εμπνέει ίσως η Διήγησις Μερική (έκδ. Meyer, Haupturkunden, σελ. 163-184), η οποία τοποθετεί την απομάκρυνση από τον Άθω των Βλάχων βοσκών επί βασιλείας του Αλεξίου Α’. ‘Οσο για τον Κωνσταντίνο Πωγωνάτο, το όνομά του το προβάλλει ο Uspenskij (ό.π., σελ. 43, 126-127), γιατί βοηθά στο σκηνικό που πλάθει σχετικά με την εξέλιξη της μοναστικής ζωής στον Άθω). Το μόνο εξακριβωμένο γεγονός είναι ότι οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει τον Άθω πολύ πριν από την εγκατάσταση μοναχών. Οι αρχαιότερες αθωνικές πηγές δεν κάνουν μνεία για παλαιές κατοικίες, που θα χρησιμοποίησαν οι νεοφερμένοι, και ακόμη λιγότερο για παλαιές ερειπωμένες εκκλησίες, που ασφαλώς οι μοναχοί θα τις ανακαίνιζαν, αν βέβαια υπήρχαν. Άλλωστε, στα μέσα του 9ου αιώνα, για να περιποιηθούν τον άρρωστο μοναχό Θεόδωρο, τον μετέφεραν έξω από τον Άθω και τον εκγατέστησαν «πλησίον των χωρίων», όπου μπορούσε να προμηθευτεί την κατάλληλη τροφή ((16) Βίος Ευθυμίου, σελ. 32-33), και στα μέσα του 10ου αιώνα ο Άθως χαρακτηρίζεται «επιμιξίας ανθρώπων πόρρω» ((17) Βίος Αθανασίου Α’, σελ. 15 στ. 13 (= Noret, σελ. 18). (...) Η αθωνική παράδοση θεωρεί τον Μεγάλο Κωνσταντίνο ιδρυτή των πρώτων μοναστηριών στον Άθω• τα μοναστήρια που έκτισε τα κατέστρεψε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, τα ξανάχτισε ο ευσεβής αυτοκράτορας Θεοδόσιος, για να ξανακαταστραφούν από τους εικονομάχους αυτοκράτορες. Η διαδικασία αυτή δεν αντέχει στην ελάχιστη κριτική: ο Κωνσταντίνος δεν έκτισε μοναστήρια ούτε στην Κωνσταντινούπολη ((38) Πρβλ. G. Dragon, “Les moines et la Ville. Le monachisme à Constantinople jusq’au concile de Chalcédoine”, Centre de Recherche d’ Histoire et Civilisation de Byzane. Travauz et Mémoires 4, 1970, σελ. 229-230), ούτε πολύ περισσότερο στον Άθω, ώστε ο Ιουλιανός δεν είχε τίποτα να καταστρέψει. Ούτε ο Θεοδόσιος ασχολήθηκε με τον Άθω, και η δεύτερη καταστροφή είναι το ίδιο φανταστική όσο και η πρώτη – χρειάστηκε μόνο για να εξηγήσει τη σιωπή των πηγών όσον αφορά τα μοναστήρια στον Άθω ώς το τέλος του 9ου αιώνα. Ο μόνος σύγχρονος μελετητής που προσπάθησε να συμφιλιώσει παράδοση και ιστορία ((39) Ο Κ. Φρεαρίτης («Περίπλους Μακεδονίας και Ελάσσονος Ασίας», Πανδώρα 15, 1864/65, σελ. 194-195) παραδέχεται την ύπαρξη μοναχών στον Άθω από τον 4ο αιώνα, δεν προσπαθεί ωστόσο να εξηγήσει τη σιωπή των πηγών, παρόλο που την αναγνωρίζει) υπήρξε ο Πορφύριος Ουσπένσκη ((40) Ο ρώσος επίσκοπος Πορφύριος Ουσπένσκη αφιέρωσε στην ιστορία του αθωνικού μοναχισμού τρεις τόμους: Istorija II, III1, III2. Ο Γεράσιμος Σμυρνάκης άντλησε απ’ αυτόν πολλά στοιχεία, κυρίως για το ιστορικό του τμήμα και την παλαιότερη περίοδο), ο οποίος, χωρίς αποδείξεις, βεβαιώνει ότι ο Άθως εκχριστιανίστηκε από τον επίσκοπο Κλήμεντα που ήλθε από την Ιερουσαλήμ, ότι υπήρχαν εκεί τον 4ο – 5ο αιώνα «μοναστήρια λαϊκά» για τους κληρικούς ((41) Στην Ανατολή τέτοιου είδους μοναστήρια είναι γνωστά μόνο στη Συρία: πρβλ. A. Vööbus, History of ascetism in the Syrian Orient II. Early Monasticism in Mesopotamia and Syria, CSCO, Subsidia 17, Louvain 1960, σελ. 331-342), ότι Πελοποννήσιοι μετανάστευσαν στον Άθω και ξαναγύρισαν αργότερα στην Πελοπόννησο και ότι μια ειρά καταστροφές έπληξαν το Όρος ((42) Ολόκληρο σχεδόν το βιβλίο Istorija II αποτελείται από τέτοιες διαβεβαιώσεις, που πολύ λίγη σχέση έχουν με την πραγματικότητα). Τίποτα βέβαια από αυτά δεν ευσταθεί». (Διονυσία Παπαχρυσάνθου, Ο Αθωνικός μοναχισμός, αρχές και οργάνωση, σ. 24-33)
«Οι ιστορικές μαρτυρίες που έχουμε δεν μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε την εμφάνιση του αθωνικού μοναχισμού πριν από τα τέλη του 8ου και τις αρχές του 9ου αι. (…) Ο πρώτος ασκητής του Όρους, για τον οποίο διαθέτουμε κάποιες πληροφορίες είναι ο Πέτρος ο Αθωνίτης (…) Ο Πέτρος έζησε στον Άθω κατά τα τέλη του 8ου και στις πρώτες δεκαετίες του 9ου αι. Την ίδια εποχή πιθανότατα ήταν εγκατεστημένοι και διαβιούσαν στο Όρος και άλλοι ασκητές» (Χαριζάνης Γ. Χρ., Η ίδρυση και οι απαρχές λειτουργίας της Αθωνικής Πολιτείας, σ. 35-39).
αέρας κοπανιστός τα περί κατεστραμμένων πόλεων. ξεκαρδιστικές ανακρίβειες ή ξεδιάντροπα ψεύδη, τυφλών οδηγούμενων από τυφλούς. όχι, δε θα τα ξεχάσουμε.
Ευχαριστώ για τη δημοσίευση του σχολίου.
Δημοσίευση σχολίου