Είχα ξεκινήσει
ένα
κείμενο, με τίτλο «πλακά έχει η ιστορία».
Και έχει πλάκα αφού με όλους αυτούς που διαχειρίστηκαν τις τύχες αυτής της χώρας,
ως εκ θαύματος, ακόμα υπάρχουμε. Διάβαζα
για τις μέρες και τα έργα, εκείνων που κλήθηκαν ή «αυτοπροτάθηκαν» να ηγηθούν, της
προσπάθειας ανόρθωσης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ιστορίες για γέλια και για κλάματα.
Θέλει χρόνο η συνέχεια που σήμερα δεν έχω. Αντί
αυτού ένα παλαιότερο με τίτλο «Όλα τα γνωρίζει
η ιστορία». Γράφτηκε πριν δώδεκα περίπου χρόνια σε μια μικρή σατυρική εφημερίδα
της Ημαθίας. Αναφέρεται στην εκεί πόλη. Το αφιερώνω σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν
ιστορία, για να τους επισημάνω, ότι η ιστορία τους γνωρίζει και έχει αφήσει
χώρο στις μαύρες σελίδες της.
«Να
πρόκειται για απόπειρα εισαγωγής μιας νέας αντιλήψεως του χρόνου της μικρής
επαρχιακής μας πόλης; Όπως π.χ., επί Κλαυδίου, επί Τιβερίου ή επί Χαλίλ Αλή Μπέη,
που διετέλεσε Δήμαρχος Βεροίας, την τετραετία 1912-1916 και επανεξελέγη
αργότερα της πόλης ήδη ... «ελευθερωθείσης»;
Μήπως πρόκειται για απόπειρα αποθεώσεως του συμπτωματικού;
Μιας μαρμάρινης αθανασίας;
Κάποια προσπάθεια νοσφισμού αιώνιας δόξας;
Μήπως οφείλεται στην περίσσεια μαρμάρου των μαρμαρογλυφείων μιας πρώην δημοτικής επιχείρησης νυν χρεοκοπημένης, ώστε να αποτελέσει μνημείο συμβολισμού και απτό παράδειγμα για τις επερχόμενες γενιές, του πώς μια ολόκληρη πόλη, πληρώνει, υπέρ βωμών και μεγαλοϊδεατισμών, το... μάρμαρο της επιχειρηματικής φαντασιοπληξίας κάποιων δημάρχων;
Ας μην πλανώνται ορισμένοι «πλάνην οικτράν».
Μπορεί οι άνθρωποι να μη γνωρίζουν ιστορία, η ιστορία όμως, γνωρίζει τα πάντα.
Σκεφτείτε για παράδειγμα, ότι η ιστορία γνωρίζει πόσα ακριβώς τάλαντα στοίχιζε κάθε κυβικό μέτρο δρυός, τον 5ο προ Χριστού αιώνα (!), όταν οι Αθηναίοι ζητούσαν ν’ αγοράσουν ξυλεία απ’ τους Μακεδόνες και τους Θράκες, για να κατασκευάσουν τα καράβια τους. Γνωρίζει μέχρι και το ύψος της προμήθειας που καταβάλλονταν στους μεσάζοντες...
Μήπως πρόκειται για απόπειρα αποθεώσεως του συμπτωματικού;
Μιας μαρμάρινης αθανασίας;
Κάποια προσπάθεια νοσφισμού αιώνιας δόξας;
Μήπως οφείλεται στην περίσσεια μαρμάρου των μαρμαρογλυφείων μιας πρώην δημοτικής επιχείρησης νυν χρεοκοπημένης, ώστε να αποτελέσει μνημείο συμβολισμού και απτό παράδειγμα για τις επερχόμενες γενιές, του πώς μια ολόκληρη πόλη, πληρώνει, υπέρ βωμών και μεγαλοϊδεατισμών, το... μάρμαρο της επιχειρηματικής φαντασιοπληξίας κάποιων δημάρχων;
Ας μην πλανώνται ορισμένοι «πλάνην οικτράν».
Μπορεί οι άνθρωποι να μη γνωρίζουν ιστορία, η ιστορία όμως, γνωρίζει τα πάντα.
Σκεφτείτε για παράδειγμα, ότι η ιστορία γνωρίζει πόσα ακριβώς τάλαντα στοίχιζε κάθε κυβικό μέτρο δρυός, τον 5ο προ Χριστού αιώνα (!), όταν οι Αθηναίοι ζητούσαν ν’ αγοράσουν ξυλεία απ’ τους Μακεδόνες και τους Θράκες, για να κατασκευάσουν τα καράβια τους. Γνωρίζει μέχρι και το ύψος της προμήθειας που καταβάλλονταν στους μεσάζοντες...
Γνωρίζει η ιστορία, επομένως, και, κατά μείζονα λόγο!
Ποιος υπήρξε έντιμος!
Ποιος είχε όραμα!
Ποιος ήταν φαύλος και ποιος ενέδωσε στην χρησιμοθηρία της εξουσίας!
Ποιος αλλοτριώθηκε για προσωπικά συμφέροντα και ποιος ήταν δίκαιος και πόσο.
Γνωρίζει πολύ καλά η ιστορία τους άφρονες, αυτούς που επέβαλαν επαχθείς φόρους, τους ακόλαστους, τους συνετούς.
Όλα τα γνωρίζει η ιστορία...
Κι όποιος δεν ενδιαφέρεται για το «τι γνωρίζει η ιστορία», ας το πει ευθέως και ευθαρσώς.
Ας πει, λοιπόν, «Δεν μ’ ενδιαφέρει τι θα γράψει η ιστορία» κι ας ομολογήσει μόνος του τον οπορτουνισμό, τον μηδενισμό ή την ελαφρότητα με την οποία είδε τα πράγματα. Αργά ή γρήγορα θ’ αναγκαστεί να τα ομολογήσει και στη συνείδησή του. Αν έχει.
Επιτέλους κάποιος πρέπει να μιλήσει με λόγια σταράτα για την διασπάθιση του χρήματος, τον ορυμαγδό των κατατμήσεων, των απευθείας αναθέσεων, για τις αδιαφανείς διαδικασίες για τα έργα που γίνονται «μόνο για γίνουν», χωρίς κανένα σχεδιασμό, χωρίς μελέτες με μοναδικό κίνητρο «να βουλώσουν οι τρύπες των προϋπολογισμών και των χρηματοδοτήσεων». Κάποιος πρέπει να περιγράψει το κιτς και τον βιασμό του παρθένου περιβάλλοντος από τον αποικιοκρατικό επεκτατισμό του τσιμέντου. Κι αφού δεν ισχύει πια η τιμωρία της κακογουστιάς όπως στην αρχαία Ελλάδα, ας επιληφθεί ο εισαγγελέας των οικονομικών ατασθαλιών, των πλαστογραφήσεων και των κραυγαλέων παραβάσεων. Είναι ώρα...»
Ποιος υπήρξε έντιμος!
Ποιος είχε όραμα!
Ποιος ήταν φαύλος και ποιος ενέδωσε στην χρησιμοθηρία της εξουσίας!
Ποιος αλλοτριώθηκε για προσωπικά συμφέροντα και ποιος ήταν δίκαιος και πόσο.
Γνωρίζει πολύ καλά η ιστορία τους άφρονες, αυτούς που επέβαλαν επαχθείς φόρους, τους ακόλαστους, τους συνετούς.
Όλα τα γνωρίζει η ιστορία...
Κι όποιος δεν ενδιαφέρεται για το «τι γνωρίζει η ιστορία», ας το πει ευθέως και ευθαρσώς.
Ας πει, λοιπόν, «Δεν μ’ ενδιαφέρει τι θα γράψει η ιστορία» κι ας ομολογήσει μόνος του τον οπορτουνισμό, τον μηδενισμό ή την ελαφρότητα με την οποία είδε τα πράγματα. Αργά ή γρήγορα θ’ αναγκαστεί να τα ομολογήσει και στη συνείδησή του. Αν έχει.
Επιτέλους κάποιος πρέπει να μιλήσει με λόγια σταράτα για την διασπάθιση του χρήματος, τον ορυμαγδό των κατατμήσεων, των απευθείας αναθέσεων, για τις αδιαφανείς διαδικασίες για τα έργα που γίνονται «μόνο για γίνουν», χωρίς κανένα σχεδιασμό, χωρίς μελέτες με μοναδικό κίνητρο «να βουλώσουν οι τρύπες των προϋπολογισμών και των χρηματοδοτήσεων». Κάποιος πρέπει να περιγράψει το κιτς και τον βιασμό του παρθένου περιβάλλοντος από τον αποικιοκρατικό επεκτατισμό του τσιμέντου. Κι αφού δεν ισχύει πια η τιμωρία της κακογουστιάς όπως στην αρχαία Ελλάδα, ας επιληφθεί ο εισαγγελέας των οικονομικών ατασθαλιών, των πλαστογραφήσεων και των κραυγαλέων παραβάσεων. Είναι ώρα...»
Αυτά για την
ιστορία, που έτσι και αλλιώς έχει πλάκα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου