Είναι στιγμές που χάνουμε τον κόσμο. Εκεί που σκέφτεσαι το χθεσινό, έρχεται το σημερινό και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι δεν έχεις άλλες λέξεις,
τις τελευταίες, που είχαν απομείνει τις ξόδεψες, πριν από λίγο. Κάνεις μια προσπάθεια, πάνω από την υδρόγειο
– μινιατούρα, που βρίσκεται στο γραφείο
σου, να χωρέσεις τον κόσμο στα δυο σου μάτια,
να γίνεις ανεκτικός, συγκαταβατικός. Μεγάλος εσύ και ο κόσμος μια σταλιά. Μόλις απλώσεις το χέρι σου, τον κρύβεις και ψηλά…
μυρμήγκια τα αστέρια. Κάπου εκεί ανάμεσα
λες. Και χαμογελάς.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δίχως κοινωνικές συμπεριφορές της ψευτιάς και κάπως απροσάρμοστα,
πορευτήκαμε χρόνια και χρόνια: με αγαπημένους
ποιητές, και συγγραφείς, που μας ταξίδεψαν,
με έντυπα που εκδίδαμε κατά καιρούς για να βρούμε τους όμοιους. «Σαν τον παράξενο
Τζον του Τζορτζ Στάμπλετον, που εξέπεμπε σήματα ειδικά μέχρι την Κίνα, να συναντήσει
τ’ αδέλφια του.
Ναι και το χωριό μας κουβαλήσαμε στην πόλη,
γιατί στο φινάλε θέλαμε να είμαστε απλώς εμείς. Χωρίς εικόνα γοητευτική και πρότυπο της εποχής, για να τους μοιάσουμε. Δίχως μόδες
ετικετάκια και ταμπέλες, ρούχων και συμπεριφορών.
Θα με ρωτήσετε που ξέρεις, ότι αυτό που υπερασπίζεσαι είναι ο
εαυτός σου! Δεν ξέρω τον αναζητώ. Και εμπιστεύομαι
την εικόνα του και τον αέρα που αποπνέει.
Έτσι, χωρίς βερνίκια και λούστρα. Ανασφαλή και κάθε άλλο παρά αυτάρκη. Με μια τεράστια
ανάγκη να αγαπά και να αγαπιέται.
Με αυτά και με αυτά πορευτήκαμε με τις παρέες να έχουν τον πρώτο
λόγο. Με τις παρέες που ονειρευόμαστε να τις μεγαλώσουμε, έτσι που να γίνουμε όλοι μια παρέα. Και σήμερα
που δεν έχω τι να γράψω «Ήρθε ένας μάγος που έβγαζε ήλιους απ’ τα
μανίκια κι απ’ το καπέλο του έπεφταν νησιά, έκλεισε μες στη χούφτα σου
θαλασσινά χαλίκια άνοιξες και πέταξαν πουλιά
Κι έγινα κι εγώ ένα λαμπάκι πάνω απ’ την υδρόγειο φεγγάρι να βουτήξω στη Μεσόγειο…»
Κι έγινα κι εγώ ένα λαμπάκι πάνω απ’ την υδρόγειο φεγγάρι να βουτήξω στη Μεσόγειο…»
Και ακόμα σήμερα που κρύφτηκαν
οι λέξεις. Kαι ακόμα σήμερα που φαίνονται
όλα χαμένα… ακόμα εκείνο το όνειρο μας ταξιδεύει.
Γι αυτό σου λέω να εμπιστεύεσαι την εικόνα σου και γίνε ο εαυτό
σου. Και ας λένε οι άλλοι. Εσύ φόρεσε το κόκκινο καπέλο που σου πάει και τότε όλα γίνονται εύκολα. Γιατί τα βρίσκεις
ξαφνικά τα βήματα, τις βρίσκεις τις λέξεις
και τους ανθρώπους… Βρίσκεις το ρυθμό σου και αυτόν τα τον χαμένο εαυτό σου.
Γιατί τα σήματα που εκπέμπεις είναι τ’
αληθινά και φτάνουν ως τον προορισμό τους… Γιατί οι κραδασμοί που προκαλείς είναι οι δικοί σου, τελικά...
« Ύστερα ο μάγος έσπασε
δυο γυάλινα ποτήρια κι έφτιαξε από τα θρύψαλα νερό
θα κόβεσαι είπε αν μόνη σου το ακουμπάς στα χείλια θα ξεδιψάς αν πίνετε κι οι δυο».
θα κόβεσαι είπε αν μόνη σου το ακουμπάς στα χείλια θα ξεδιψάς αν πίνετε κι οι δυο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου