Συνήθως χρησιμοποιώ τη φωτογραφία για να στολίσω το
κείμενο, σήμερα ξεκινάω ανάποδα. Ένα κείμενο για να στολίσω μια
φωτογραφία. Χθες το είδα με τα μάτια μου, μέσα
από τo αυτοκίνητο. Φευγαλέα. Σήμερα το έχω μπροστά μου, ασπρόμαυρο όπως του αξίζει. Να είναι καλά ο Στέφανος, που με ταξιδέψε.
Ένα κουρασμένο γερμένο σκαρί, κόντρα
στην εποχή του μέσου όρου, και της ουδετερότητας. Κόντρα σ’ αυτούς που απαρνούνται τον εαυτό
τους και προσπαθούν με βερνίκια και
λούστρο να γίνουν άλλοι. Να γίνουν λίγο
απ’ όλα, δηλαδή τίποτα. Έτσι οι άλλοι
εμπιστεύονται την εικόνα μας . Έτσι ακατέργαστη, αδέξια δίχως βερνίκια και
λούστρο. Έτσι ανασφαλή και κάθε άλλο παρά αυτάρκη.
Έτσι εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας. Με ανάγκες
πολλές, με επιθυμίες. Ελεύθερο να βλέπει, να αγγίζει, να μυρίζει, να γράφει, να
διαβάζει, να αγωνιά, να ψάχνεται , να θορυβείται να μπερδεύεται.
Έτσι όλα γίνονται εύκολα, γιατί τα βρίσκεις ξαφνικά τα βήματα, βρίσκεις τις λέξεις και τους ανθρώπους, βρίσκεις τον ρυθμό σου.
Έτσι όλα γίνονται εύκολα, γιατί τα βρίσκεις ξαφνικά τα βήματα, βρίσκεις τις λέξεις και τους ανθρώπους, βρίσκεις τον ρυθμό σου.
Είναι καιρός τώρα που προσπαθώ να δώσω
μια εξήγηση. Μια φωτογραφία είναι ικανή, όχι να μου δώσει μόνο χίλιες λέξεις. Να μου δώσει χίλιες ζωές, που φαντάστηκα ότι έζησα. Και τις έζησα.
Τελικά κάθε δευτερόλεπτο ζωής είναι
μοναδικό. Δεν είναι αποτέλεσμα
έμπνευσης αυτό που αποτυπώνεται στο
χαρτί, είναι η στιγμή που το κάνει
μοναδικό. Το «Για Πάντα», μπορεί να απαγορεύεται στους ανθρώπους, το δικό μας
εφήμερο, όμως έχει κάτι απ’ τους ημίθεους και διαθέτει έναν ηρωισμό… να χτίζεις
στην άμμο σα να ’ναι στην πέτρα. Να υπόσχεσαι για πάντα, με την σιγουριά ότι θα
το υποστηρίξεις και πέρα από τη ζωή.
Καταστρέφω κύκλους και κάθε πλαίσιο
που στάθηκε εμπόδιο στην ανάσα μου. Εκεί που νοιώθω ότι στερεύω πάλι γεμίζω.
Όσο μεγαλώνω, το ελάχιστο γίνεται αρκετό. Η μνήμη φιλτράρει τα γεγονότα μέσα
από τις αισθήσεις, και έρχονται όλα μαγικά να σου φανερώσουν τη διάθεση της
στιγμής, τους φόβους, τις αγωνίες, τη μουσική, τα αρώματα, τα μαύρα σύννεφα
εκείνης της ημέρας, που ακόμα δεν είμαι βέβαιος αν σκέπαζαν τον ουρανό της Β..Δ Κέρκυρας, ή ήταν στον ουρανό της Άγριας Δύσης του
«Μικρού Σερίφη».
Πολλά μαζεμένα αυτές τις τελευταίες μέρες και νύχτες, με αναμονές και προσμονές, που επιμηκύνουν το διάστημα, σχεδόν το ακινητοποιούν. Δεν περνάει με τίποτα. Είναι και η βροχή… Και ένα βάρος, σε απροσδιόριστο σημείο, από μια ζωή, που την κυνηγούν οι μήνες. Βγήκα στη ταράτσα του σπιτιού μου, Απέναντι φωτισμένα μικροαστικά μπαλκόνια με καθημερινές ζωές. Με παιδικά τσιρίγματα και μουσική, που δεν ξέρω αν κάτω από άλλες συνθήκες θα μου άρεσε Γελάω με την εικόνα, για να μην αφήσω τη ζήλια να εκδηλώσει καμία αξίωση. «Θέλω να μείνω μόνος». Επακόλουθο, μιας αμυντικής λειτουργίας, με τον εγωισμό να θριαμβεύει. Τη μάχη απέναντι σε όλους τους άλλους, που μου φταίνε, πάντα με ένα πικρό παράπονο την κερδίζω, όπλο δοκιμασμένο και αποτελεσματικό. Η όποια φωνή αυτοκριτικής, που επιχειρεί να ψελλίσει κάτι, πνίγεται εν τη γενέσει της.Δεν έχει σημασία πως, δυνατός ή ηττημένος, πικραμένος ή χαρούμενος. Σημασία έχει ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά, κατάφερα να μείνω μόνος εδώ στο κέντρο της ταράτσα μου, στο κέντρο του κόσμου. Από εδώ στριφογυρίζοντας, γύρω από τον άξονα μου, αρχίζω να κτίζω τον τοίχο προστασίας μου. Κάθε πέτρα και παράπονο και πάντα μπροστά ένα «Εγώ», όπως αυτό του Καζαντζίδη: Εγώ περπάτησα γυμνός εγώ βαδίζω μόνος μου `γινε ρούχο ο σπαραγμός και σπίτι μου ο πόνος
Δεν ξέρεις τι `ναι μοναξιά καρδιά που κλαίει τη νύχτα όσα τραγούδια σου `γραψα
στην κρύα νύχτα ρίχ΄ τα
Και συνεχίζει το παράπονο να γκαζώνει, να τα σκεπάζει όλα σαν δέκα μέτρα χιόνι.
Πολλά μαζεμένα αυτές τις τελευταίες μέρες και νύχτες, με αναμονές και προσμονές, που επιμηκύνουν το διάστημα, σχεδόν το ακινητοποιούν. Δεν περνάει με τίποτα. Είναι και η βροχή… Και ένα βάρος, σε απροσδιόριστο σημείο, από μια ζωή, που την κυνηγούν οι μήνες. Βγήκα στη ταράτσα του σπιτιού μου, Απέναντι φωτισμένα μικροαστικά μπαλκόνια με καθημερινές ζωές. Με παιδικά τσιρίγματα και μουσική, που δεν ξέρω αν κάτω από άλλες συνθήκες θα μου άρεσε Γελάω με την εικόνα, για να μην αφήσω τη ζήλια να εκδηλώσει καμία αξίωση. «Θέλω να μείνω μόνος». Επακόλουθο, μιας αμυντικής λειτουργίας, με τον εγωισμό να θριαμβεύει. Τη μάχη απέναντι σε όλους τους άλλους, που μου φταίνε, πάντα με ένα πικρό παράπονο την κερδίζω, όπλο δοκιμασμένο και αποτελεσματικό. Η όποια φωνή αυτοκριτικής, που επιχειρεί να ψελλίσει κάτι, πνίγεται εν τη γενέσει της.Δεν έχει σημασία πως, δυνατός ή ηττημένος, πικραμένος ή χαρούμενος. Σημασία έχει ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά, κατάφερα να μείνω μόνος εδώ στο κέντρο της ταράτσα μου, στο κέντρο του κόσμου. Από εδώ στριφογυρίζοντας, γύρω από τον άξονα μου, αρχίζω να κτίζω τον τοίχο προστασίας μου. Κάθε πέτρα και παράπονο και πάντα μπροστά ένα «Εγώ», όπως αυτό του Καζαντζίδη: Εγώ περπάτησα γυμνός εγώ βαδίζω μόνος μου `γινε ρούχο ο σπαραγμός και σπίτι μου ο πόνος
Δεν ξέρεις τι `ναι μοναξιά καρδιά που κλαίει τη νύχτα όσα τραγούδια σου `γραψα
στην κρύα νύχτα ρίχ΄ τα
Και συνεχίζει το παράπονο να γκαζώνει, να τα σκεπάζει όλα σαν δέκα μέτρα χιόνι.
Τι να γραφτεί στην επόμενη λευκή
σελίδα, στο χιόνι; Τιποτα. Είναι αυτά που κρατάμε, και τα σιγοψιθυρίζουμε με κλειστό το
στόμα για να τ’ ακούμε μόνοι μας. Είναι αυτά που αν ξεφύγουν από την ψυχή μας,
εξαερώνονται. Είναι αυτά που δεν χωράνε στην πραγματικότητα.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου