Τις
περισσότερες φορές παίρνουμε τοις
μετρητοίς τις λέξεις, χωρίς να λογαριάζουμε
τις σιωπές. Οι λέξεις δικάζουν,
καταδικάζουν, αθωώνουν. Και αυτή η άτιμη
η δικαιοσύνη, θέλει ζύγια σωστά. Που να
τα βρεις όμως, για να κερδίσεις την
ισορροπία. Πολλές φορές οι λέξεις δεν
αντιπροσωπεύουν την ουσία, γίνονται
στρατιωτάκια πήλινα στην υπηρεσία της
σκοπιμότητας. Για τη σιωπή όμως που
φωτίζει το πρόσωπο, δεν υπάρχουν λέξεις
να τη διαψεύσουν.
Εδώ που φτάσαμε δεν ξέρω τι να πω. Ξεχάσαμε να περπατάμε. Τα «δύο βήματα μπρος και ένα πίσω», ακούγεται δογματικό γι’ αυτό πήγαμε πίσω ολοταχώς. Υπάρχουν κάποια κείμενα που αποτελούν τα δικά μας ευαγγέλια. Και σαν ευαγγέλια τα διαβάζουμε και τα ξαναδιαβάζουμε με αφορμές που μας δίνει ο χρόνος. Μπορεί ο ήλιος να καίει ακόμα, ο χρόνος όμως δεν αστειεύεται, ήδη έκλεψε μια ώρα από το φως και την έκανε σκοτάδι. Φθινόπωρο, δεν υπάρχει αμφιβολία.
Μπορεί κάποια πράγματα να αλλάζουν, οι εποχές όμως, είναι πιστές στο ραντεβού τους. Ένα κείμενο αισιόδοξο, γεμάτο μελαγχολία, του δικού μου φθινοπώρου.
Να φορέσουμε τη φθινοπωρινή στολή και να βγάλουμε τη γλώσσα έξω κοροϊδευτικά, στα γκρίζα σύννεφα, πριν προφθάσουν να μας σκεπάσουν. Στόχος είναι να πιάσουμε τη θέση της μελαγχολίας, βάζοντας εκεί που ετοιμάζεται να στρογγυλοκαθίσει, μια ψεύτικη που μόνο εμείς θα ξέρουμε.
Κυριακή απόγευμα Βρέχει, βρέχει συνεχώς. Νατες πάλι οι Κυριακές μετά το μεσημέρι, ώρες - λαιμητόμοι. Νάτες πάλι οι Κυριακές και πριν και τώρα ίδιες σκληρές και αδυσώπητες. «Κυριακή απόγευμα. Ο ουρανός είναι βαθύγκριζος και σε μεριές – μεριές έχει κόκκινες θαμπάδες. Ο χρόνος σε μια απεριόριστη διαδρομή γεμάτος αγωνία. Δεν είχα τύψεις, γυρνούσα πίσω αναζητώντας σταθερές. Μ’ αυτά και μ’ αυτά άντεχα... Όταν δεν φαίνεται διέξοδος, ο πόνος φώτιζε σαν βεγγαλικό. Γράφω για να ξορκίσω το κακό. Ο υπαρξιακός προβληματισμός σε συνέχεια, βάλθηκα μέσα από μια στήλη να στοιχειώσω την εικόνα μου. Γράφω την πάσα αλήθεια σαν ψέμα. Κανείς δεν με πιστεύει.
Πολύ θα ήθελα να είχα την απαραίτητη ανθεκτικότητα και να ξανάρχιζα. Έχω μπει σε ένα ρόλο και χρησιμοποιώ όλη μου την ενέργεια για να σκοτώσω τον καιρό μου. Υπαινίσσομαι την απογοήτευση μου, μέσα σε κοινές φράσεις, «δεν γίνεται τίποτα» η «τώρα είναι αργά». Μια αόριστη επιπόλαιη δυσαρέσκεια, που μου κρατά συντροφιά στις επιτόπιες διαδρομές μου.
Kάτι τέτοιες ώρες καταλαβαίνω γιατί ορισμένοι άνθρωποι προτιμούν την τρέλα, είναι ο μόνος τρόπος να κρατήσεις τη εικόνα σου, το μαγικό κουτί να ξαναβρείς τον χαμένο σου καιρό.
Δεν ξέρω, δεν ξέρω πράγματι τι να σκεφτώ και τι να πω με όλα αυτά. Δεν με διακατέχουν συναισθήματα αυτολύπησης. Δεν γυρίζω την πλάτη στη ζωή, αλλά να, αυτές οι βόλτες τις κρύες φθινοπωρινές νύχτες, είναι αυτό που μπορώ να αφήσω. Αυτό είναι όλο και όλο. Επιτόπιες διαδρομές μέσα στη νύχτα, σκοτεινές τρύπες παρανοϊκές και ματωμένες, άσκοπες βόλτες, παρέα με τα παράλογα όνειρα μας.
Εκ των υστέρων μετράμε τα κέρδη και τις φθορές, από τα συντρίμμια αναζητάμε τον χαμένο χρόνο και την απούσα αγαπημένη, αυτά είναι τα πιο σημαντικά που έχω να εκθέσω, όλα τα άλλα χάρτινες πανοπλίας, καρναβαλίστικες φορεσιές».
Εδώ που φτάσαμε δεν ξέρω τι να πω. Ξεχάσαμε να περπατάμε. Τα «δύο βήματα μπρος και ένα πίσω», ακούγεται δογματικό γι’ αυτό πήγαμε πίσω ολοταχώς. Υπάρχουν κάποια κείμενα που αποτελούν τα δικά μας ευαγγέλια. Και σαν ευαγγέλια τα διαβάζουμε και τα ξαναδιαβάζουμε με αφορμές που μας δίνει ο χρόνος. Μπορεί ο ήλιος να καίει ακόμα, ο χρόνος όμως δεν αστειεύεται, ήδη έκλεψε μια ώρα από το φως και την έκανε σκοτάδι. Φθινόπωρο, δεν υπάρχει αμφιβολία.
Μπορεί κάποια πράγματα να αλλάζουν, οι εποχές όμως, είναι πιστές στο ραντεβού τους. Ένα κείμενο αισιόδοξο, γεμάτο μελαγχολία, του δικού μου φθινοπώρου.
Να φορέσουμε τη φθινοπωρινή στολή και να βγάλουμε τη γλώσσα έξω κοροϊδευτικά, στα γκρίζα σύννεφα, πριν προφθάσουν να μας σκεπάσουν. Στόχος είναι να πιάσουμε τη θέση της μελαγχολίας, βάζοντας εκεί που ετοιμάζεται να στρογγυλοκαθίσει, μια ψεύτικη που μόνο εμείς θα ξέρουμε.
Κυριακή απόγευμα Βρέχει, βρέχει συνεχώς. Νατες πάλι οι Κυριακές μετά το μεσημέρι, ώρες - λαιμητόμοι. Νάτες πάλι οι Κυριακές και πριν και τώρα ίδιες σκληρές και αδυσώπητες. «Κυριακή απόγευμα. Ο ουρανός είναι βαθύγκριζος και σε μεριές – μεριές έχει κόκκινες θαμπάδες. Ο χρόνος σε μια απεριόριστη διαδρομή γεμάτος αγωνία. Δεν είχα τύψεις, γυρνούσα πίσω αναζητώντας σταθερές. Μ’ αυτά και μ’ αυτά άντεχα... Όταν δεν φαίνεται διέξοδος, ο πόνος φώτιζε σαν βεγγαλικό. Γράφω για να ξορκίσω το κακό. Ο υπαρξιακός προβληματισμός σε συνέχεια, βάλθηκα μέσα από μια στήλη να στοιχειώσω την εικόνα μου. Γράφω την πάσα αλήθεια σαν ψέμα. Κανείς δεν με πιστεύει.
Πολύ θα ήθελα να είχα την απαραίτητη ανθεκτικότητα και να ξανάρχιζα. Έχω μπει σε ένα ρόλο και χρησιμοποιώ όλη μου την ενέργεια για να σκοτώσω τον καιρό μου. Υπαινίσσομαι την απογοήτευση μου, μέσα σε κοινές φράσεις, «δεν γίνεται τίποτα» η «τώρα είναι αργά». Μια αόριστη επιπόλαιη δυσαρέσκεια, που μου κρατά συντροφιά στις επιτόπιες διαδρομές μου.
Kάτι τέτοιες ώρες καταλαβαίνω γιατί ορισμένοι άνθρωποι προτιμούν την τρέλα, είναι ο μόνος τρόπος να κρατήσεις τη εικόνα σου, το μαγικό κουτί να ξαναβρείς τον χαμένο σου καιρό.
Δεν ξέρω, δεν ξέρω πράγματι τι να σκεφτώ και τι να πω με όλα αυτά. Δεν με διακατέχουν συναισθήματα αυτολύπησης. Δεν γυρίζω την πλάτη στη ζωή, αλλά να, αυτές οι βόλτες τις κρύες φθινοπωρινές νύχτες, είναι αυτό που μπορώ να αφήσω. Αυτό είναι όλο και όλο. Επιτόπιες διαδρομές μέσα στη νύχτα, σκοτεινές τρύπες παρανοϊκές και ματωμένες, άσκοπες βόλτες, παρέα με τα παράλογα όνειρα μας.
Εκ των υστέρων μετράμε τα κέρδη και τις φθορές, από τα συντρίμμια αναζητάμε τον χαμένο χρόνο και την απούσα αγαπημένη, αυτά είναι τα πιο σημαντικά που έχω να εκθέσω, όλα τα άλλα χάρτινες πανοπλίας, καρναβαλίστικες φορεσιές».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου