Είναι η ασφάλεια της ρίζας, που σου διώχνει τις
ανασφάλειες. Είναι το στερέωμα, της γης, που σε μεγάλωσε. Είναι το πρώτο και το τελευταίο καταφύγιο, όταν
γκρεμίζονται οι ουρανοξύστες. Η αφετηρία και ο τερματισμός. Για τη μάννα γη
το παρακάτω, από τη Σταματέλα.
"Τη θυμάμαι.
Πάντα. Με αγάπη. Με αυτή τη ζεστασιά που νιώθει κανείς όταν σκέφτεται πρόσωπα
αγαπημένα που έφυγαν, αλλά άφησαν εικόνες, παραστάσεις, λόγια και στιγμές που
δε σβήνουν, που μπήκαν στην καρδιά μόνιμοι μουσαφιραίοι. Η γιαγιά μου. Μου
έλεγε πάντα παραμύθια, που κι εκείνη τα θυμόταν από τη δική της γιαγιά ή της
μάνα της. Για τους «Δώδεκα Μήνες», για τον «Ράλλη που έστειλε προξενιά σε μια
Κυρά Μεγάλη» και ιστορίες περασμένες. Πολλές φορές απλώς μου άρεσε να την παρατηρώ.
Πάντα μαυροντυμένη – τον παππού τον χάσαμε νωρίς – με μαντήλι που στεφάνωνε το
κεφάλι , καδράροντας τη γλύκα του προσώπου. Κι έπειτα τα χέρια της. Πόσο μου άρεσαν
τα χέρια της. Τα χάιδευα, τα παίδευα μέσα στα δικά μου και έκανα στα ψέματα πως
ισιώνω τα μισόκλειστα από τα αρθριτικά δάχτυλα. Κι εκείνη τα άπλωνε, κρατούσε
ανάμεσα τους τα μάγουλα μου και με φιλούσε στο μέτωπο λέγοντας μου «σύρε τώρα
να μου φέρεις τον κροσέ να κάμουμε και τα προικιά σου».
Από αυτή την
εικόνα της γιαγιάς μου πάντα κάτι μου έλειπε όμως . Στο δάχτυλο της ποτέ δεν
φορούσε βέρα. Μήπως την έβγαλε όταν πέθανε ο παππούς. Μια μέρα, διέκοψα
αιφνίδια το προξενιό του Ράλλη σε μια Κυρά Μεγάλη και τη ρώτησα. «Που είναι η
βέρα σου γιαγιά;». Κοίταξε το χέρι της σαν να το κατάλαβε μόλις εκείνη τη
στιγμή και μου απάντησε. «Α, ψυχή μου
την έχω χαμένη πολλά χρόνια». Πόσο κρίμα σκέφτηκα. Πρώτα να χάνει τον άντρα της
νωρίς κι ύστερα να χάνει το σύμβολο που τους έδεσε.
Ένα πρωινό
καλοκαιριού, οι γονείς μας θα πήγαιναν στο κτήμα για δουλειές και όπως συνήθως
ακολουθήσαμε με τον αδελφό μου για να
παίξουμε «περιπέτεια», δηλαδή ότι μας ερχόταν
στο κεφάλι. Ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο για να μεταφέρει το φόρτωμα κι εμείς
εννοείται καβάλα στο γάιδαρο, ενώ η μάνα
μας πεζοπορία, πλοηγός του ζωντανού για να μη βρεθούμε σε κανένα γκρεμό. Η
αποστολή αυτού του ετερόκλητου λόχου ήταν να βγάλουμε πατάτες.
Η μέρα στο κτήμα
προχωρούσε με πολύ σκάψιμο για τους γονείς, ενώ με τον αδελφό μου είχαμε
καβαλήσει το σαμάρι του γαϊδάρου και παίζαμε καουμπόηδες. Ξαφνικά ακούμε τη
μάνα μου να φωνάζει μια εμάς, μια τον πατέρα μας και ύστερα να κλείνει το
κρεσέντο με επίκληση στο Θεό. Τρέχουμε και τη βλέπουμε σε κατάσταση ενθουσιώδη να
κρατά κάτι ανάμεσα στα χέρια. «Εκεί που τσάπιζα, πετάχτηκε και με χτύπησε στο
μέτωπο». Άνοιξε τα χέρια και μέσα από το χωμάτινο κουκούλι άστραψε λίγος χρυσός.
Ήταν η βέρα της γιαγιάς μου. Τόσα χρόνια τη φιλοξενούσε η γη, αλλά νισάφι ,
είπε να γυρίσει σπίτι της. Και γύρισε! Η επιστροφή μας στο σπίτι έγινε με
ανείπωτη χαρά και ανυπομονησία. Η μάνα μου πλησίασε τη γιαγιά και με δυο μάτια
μεγάλα έβγαλε μπροστά της τον ανεκτίμητο θησαυρό. Η γιαγιά διάβασε στο
εσωτερικό της βέρας της το όνομα του παππού και τη φόρεσε στο δάχτυλο της για να
ξεκουραστεί από τις περιπέτειες. Τι στιγμές αιώνιες κι ας κρατούν λίγα λεπτά.
Αυτό το κομμάτι
χρυσού, που κάποτε το έχασες, έμελλε να το ξαναβρείς και όταν μόνη σου το
έβγαλες από το δάχτυλο σου, τη στερνή σου ώρα, «για την κοπέλα μας», όπως είχες πει, τότε ρίζωσες για πάντα στην
καρδιά μου. Τώρα που με τα ενήλικα πια χέρια μου βάλθηκα να δουλέψω το ίδιο
χώμα που κάποτε κατάπιε τη βέρα σου, θυμήθηκα τα λόγια σου από τότε. «Η γη
βγάνει χρυσάφι». Άλλωστε το είδα με τα μάτια μου!"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου