Ένα ποίημα. Δυο διαφορετικές μεταφράσεις. Ίδιο νόημα. Άλλο ποίημα. Για τη γλώσσα ο λόγος. Για τη γλώσσα μας, που μπορεί να περιορίζεται η διδασκαλία της, ανά την υφήλιο, εμείς εδώ όμως χωρίς αυτήν, πώς να ζήσουμε πραγματική ζωή. Γιατί η γλώσσα όπως έγραφε σε ένα παλαιότερο κείμενο η φίλη μου η Ελένη, «Η γλώσσα είναι ο Θεός», αφορμή ένα βιβλίο του Θοδωρή Καλλιφατίδη, που μετά από τριάντα πέντε χρόνια στη Σουηδία και τριάντα βιβλία στα Σουηδικά, επέστρεψε στην Ελλάδα. «Τα ελληνικά του έδωσαν πίσω την αυθεντική του φωνή. Η ζωή ξανάγινε αυτονόητη.
Μονάχα στη γλώσσα μας, άλλωστε, μπορεί να μας συμβούν τα πιο βαθιά και αληθινά μας: να ερωτευθούμε, να σταθούμε απέναντι στη γέννηση και το θάνατο, να τραγουδήσουμε τον καημό μας και τη χαρά μας, να κάνουμε τέχνη αναζητώντας το απόλυτο. Νανουρίσματα, μοιρολόγια, δημοτικό τραγούδι και αμανέδες, ραβασάκια, προσευχές και ποίηση μονάχα στη γλώσσα μας μπορούμε να κάνουμε.
Και αν η γλώσσα μας δεν είναι τα γαλλικά, τα γερμανικά ή τα πανταχού παρόντα κι επιβληθέντα αγγλικά, εμείς δεν γίνεται παρά να υπεραμυνθούμε, του δικαιώματός μας να γεννιόμαστε, να ερωτευόμαστε, να ελπίζουμε, να διεκδικούμε και να πεθαίνουμε μονάχα στη γλώσσα μας.
Γιατί και τα τραγούδια διαμαρτυρίας δεν γίνεται παρά να είναι στη γλώσσα μας.
Γιατί ακόμα και η σιωπή σε άλλη γλώσσα γίνεται, εν τέλει, άλλη σιωπή. Και η αλήθεια, ξέρετε, καμία φορά κρύβεται εκεί, στη σιωπή. Η ψυχή μας στο ρυθμό και η άδηλη αλήθεια στη σιωπή και στην αθέατη πλευρά της ζωής μας.
Κι η γλώσσα, το παντοτινό λιμανάκι μας, εμπεριέχοντας την εσαεί επιστροφή μας: «Ήταν ώρα να ξαναγυρίσω στο γραφείο μου και να ξαναπιάσω το σκάψιμο στο μόνο χωράφι που είχα ποτέ στην Ελλάδα: τα ελληνικά μου».Διότι σε ένα χωράφι μπορεί ν’ ανθίσει κανείς.