Τα
νέα, τα ξέρετε, τα ίδια… Δευτέρα
φθινόπωρο και βρέχει.
Πάλι
εδώ, γιατί η ψυχή είναι ανήσυχη. Με τα
άκρως απαραίτητα. Απαλλαγμένοι από
όλα εκείνα τα περιττά μιας χρήσης και
εφοδιασμένοι με όλα εκείνα τα χρήσιμα, για
μια ζωή.
Σ’
αυτά θα στηριχτούμε, που δεν ξεβάφουν
με την πρώτη σταγόνα της βροχής. Σ' αυτά,
που μας δίνουν, ταυτότητα και στυλ. Σε
αυτά που δεν τ’ ακούμε στις ειδήσεις,
που έρχεται μια σιωπή και μας τα
ψιθυρίζει, όταν ο θόρυβος της τρέχουσας
επικαιρότητας, μας καλεί να ακολουθήσουμε
το συρμό.
Με
αυτόν το βαρύ οπλισμό των
συναισθημάτων μας πορευόμαστε, που μας
επιτρέπει να διακρίνουμε τον εαυτό μας,
όχι μέσα στον καθρέπτη, αλλά
στα μάτια των άλλων.
Η
αλήθεια είναι ότι καμία
λαμπρή ιδέα, δεν μπορεί να τεθεί σε
κυκλοφορία κατά την διάρκεια των
γεγονότων. Γράφω
καθυστερώντας τις λέξεις…«Λάμπα
σβησμένη που ο χρυσός της λάμπει στο
σκοτάδι χάρη στη μνήμη του φωτός που
χάθηκε… Λέξεις που αφέθηκαν, όχι στον
άνεμο, αλλά στο έδαφος, από τα δάκτυλα
που δεν τις έσφιγγαν, σαν φύλλα ξερά που
είχαν πέσει σ’ αυτά από κάποιο δέντρο
αόρατα ακαθόριστο…»
Αυτό
το διάστημα βυθίζομαι σε μια επιλεγμένη
σιωπή. Παλεύω με τις λέξεις, με τις φωνές
τους, με την εφηβεία τους, που βιάζεται
να αποδώσει δικαιοσύνη.
Ό,τι
γυρίζω στα ίδια είναι γνωστό και
καταγεγραμμένο. Όμως αλλιώς τα κοιτάω
κάθε φορά. Σαν παιγνίδι του μυαλού να
το εκλάβετε. Ψυχοφθόρο όμως. Και μη
νομίζετε ότι μας σώζει η σιγουριά της
σιωπής.
Περασμένα
κείμενα επανέρχονται για να υπενθυμίσουν
ότι εκείνη την στιγμή που γράφτηκαν
κοίταζαν απαισιόδοξα το μέλλον… «Αυτές
τις μέρες μαλώνουν οι λέξεις, κοντά σε
κάθε τελεία μόνο ηρεμούν. Γι΄ αυτό και
συνεχόμενες είναι. Οι τελείες. Όχι οι
λέξεις».
Στο
«Γιατί;» που εμφανίζεται απρόσκλητο
στο φινάλε, για να με προβληματίσει, το
έχω καταργήσει το ερωτηματικό...
“Η
μοναξιά της Κυριακής σε παγώνει” έγραφα
πριν δύο χρόνια.
Μπορεί να είναι και τ’ απογεύματα της
Κυριακής, αυτά που σε κάνουν δίχως
καρδιά. Τις Κυριακές σε μια επαρχιακή
πόλη είναι όλα τόσο σιωπηλά. Θέλεις δεν
θέλεις ακούς τους χτύπους της καρδιάς,
πως γίνεται τις Κυριακές να μη σε
σκέφτομαι; Οι υπόλοιπες μέρες τα κρύβουν,
τα κρύβει η κίνηση τα καταπίνει ο θόρυβος
της πόλης. Τις Κυριακές όμως είναι όλα
σιωπηλά σ’ αδειάζει η πόλη που άδειασε.
Είναι η ώρα που μπορείς να πεθάνεις αν
δεν κτυπήσει το τηλέφωνο, η ώρα που το
καταφύγιο σου γίνεται φυλακή. Πολλοί
είναι εκείνοι που ενδεχομένως αγαπιούνται
για εκείνη την ώρα. Που αντέχουν χρόνια
και χρόνια την έρημο μιας αγάπης μονάχα
για αυτές τις Κυριακές. Όμως η ζωή δεν
είναι μια Κυριακή.”
Δευτέρα
φθινόπωρο και βρέχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου