Ακολούθησε
μετά από ένα κείμενο που είχα γράψει
πριν πέντε χρονιά με τίτλο “Μια ζωή
πόσα παράπονα αντέχει;” Καμία σχέση με
το χθεσινό. Άλλο παράπονο. Και αυτό δεν
είναι της στιγμής. Είναι, το γενικότερο
ατομικό, που ρωτάει το συλλογικό, μόνο
που το συλλογικό δεν υπάρχει, και το
παράπονο θα μείνει στη μέση απροσδιόριστο,
να χαλάει την διάθεση στην κάθε ευαίσθητη
ψυχή. Για αυτό το άλλο παράπονο, υπάρχει
λόγος σοβαρός, μόνο που δεν μπορούμε να
τον αναζητήσουμε, ούτε στο άτομο ούτε
στο σύνολο. Που; Σε εκείνες τις χαμένες
πρωτοπορίες! Στην
σκυταλοδρομία που ακολούθησε το λόγο
πήρε μια αναγνώστρια της στήλης και
ιδού:
Τα
πρώτα κάστανα γυαλίζουν πεσμένα στη
Σπιανάδα δίπλα από παγκάκια - αντίκες
νοσταλγίας και βρώμικους πλαστικούς
κάδους. Η πόλη φορά πάλι τα κίτρινα και
τα καφετιά, τα φθινοπωρινά της, όπως
κάθε πόλη τέτοια εποχή. Το ίδιο κάνει
και η Νέα Υόρκη, το Τόκυο, η Λάρισα, το
Ρέθυμνο, κάθε φθινόπωρο. Χώμα, νερό,
αέρας. Ζωή. Άνθρωποι. Κάτοικοι. Κάτοικοι
πόλεων.
Κάτοικοι
στην Κέρκυρα, 2 του Οκτώβρη του ’12. Έτσι
όπως την ξεπλένουν τα πρωτοβρόχια και
ο φθινοπωρινός αέρας την καθαρίζει,
έτσι καθαρίζει και το μυαλό και βλέπει
όσα κάνει πως δε βλέπει όλο το χρόνο.
Και βγαίνει ένα παράπονο μεγάλο, όχι
προσωπικό αλλά συλλογικό, για τους
ανθρώπους, για τους κατοίκους αυτής της
μικρής πόλης που χρόνια τώρα αρνούνται
να ενωθούν για το καλό.
Για
τους κατοίκους που δε χρησιμοποιούν
την εμπειρία και τη γνώση, τοπική ή
έξωθεν για τη βελτίωση της πόλης. Για
τους κατοίκους που δεν τη θεωρούν σπίτι
τους. Που την αφήνουν στην τύχη της. Που
δεν αξιοποιούν τεχνολογίες, γνωριμίες,
διαβάσματα και προγράμματα για την
εξέλιξη της. Που συμβιβάζονται. Με τι
συμβιβάζονται, είναι ζήτημα για άλλη
συζήτηση, μεγάλη. Σήμερα βγήκε το παράπονο
και ρωτάει αθώα: «γιατί δε συνεργάζονται;»
Τους
ξέρω, είναι εδώ. Είναι γνώστες της
ιστορίας, με πολιτική συνείδηση και
θέση. Είναι φίλοι της τέχνης, εραστές
της καλαισθησίας, φορείς του πολιτισμού.
Ζουν στην πόλη, εργάζονται, μελετούν,
γράφουν, δημιουργούν, μεγαλώνουν παιδιά,
εξελίσσονται. Γιατί δε συνεργάζονται
για να εξελίξουν την πόλη;
Ποια
κατάρα σ’ αυτό το νησί οδηγεί τις
δυνάμεις του καλού να διαγράφουν πορείες
παράλληλες και ποτέ να μη συναντιούνται
σ’ ένα δρόμο κοινό για την ωφέλεια της
πόλης;
Αυτό
το παράπονο θα σκεπάζει την πόλη, τους
κατοίκους και τους επισκέπτες της. Μ’
αυτό τον παράπονο θα την κοιτούν όσοι
την αγάπησαν, όσοι την έζησαν, τη ζουν
και όσοι ξένοι τη θαυμάζουν. Με το
παράπονο που κοιτάς ένα μεγάλης αξίας
κόσμημα παλιό, θαμπό, οξειδωμένο και
αδυνατείς να βρεις τη μέθοδο και το
μάστορα για να το γυαλίσεις. Στενοχωριέσαι
αλλά δεν ενεργείς.
Έτσι,
αδρανείς και παραπονεμένοι, εμείς, θύτες
και θύματα, ως πότε θα μένουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου