«Αρκεί να πονέσουμε ξανά», θα μπορούσε να είναι ο τίτλος, στο παρακάτω
κείμενο της αναγνώστριας και φίλης, που θυμήθηκε τον Καραγάτση, με αφορμή τη σημερινή
πραγματικότητα. Εκείνα τα συναισθήματα τα ακουμπισμένα στο ράφι ύστερα από την ανάγνωση,
μπορεί, να γίνονταν αέρας και καπνός την επόμενη στιγμή, βοήθησαν
όμως τη μνήμη και τη ψυχή, να μην γίνει λήθη
και πέτρα. Σήμερα η πραγματικότητα ξεπερνάει
τη φαντασία, το παραμύθι έχει δράκο, όχι
ζωγραφιστό και δεν είναι παραμύθι:
«Τον Καραγάτση τον διαβάσαμε
νωρίς, κι όπως ακουμπούσαμε το βιβλίο στο ράφι, ακουμπούσαμε και την ντροπή,
τον πόνο, τον πόθο, την ταπείνωση. Ακουμπούσαμε και τον έρωτα μαζί και το
θάνατο στο ράφι, γιατί δεν είχαμε γνωριστεί τότε ούτε με τον ένα ούτε με τον
άλλο. Το γιάπικο κουστούμι και η τσάντα με μονόγραμμα παριζιάνικο, δε χωρούσε
καραγατσικά συναισθήματα. Οι βουτιές στα βαθιά, οι λάσπες και οι μπόρες, ήταν
άγνωστα εδάφη και μακρινά. Άλλωστε η ευεξία και η ησυχία αγοράστηκε με πολλές
πιστωτικές κάρτες για δεκαετίες.
Η είδηση διαδόθηκε από οθόνη πλάσμα,
σε στέρεο απόδοση. Εμείς αλλάξαμε λίγο στάση στο σουηδικής εταιρίας καναπέ μας
και την επικοινωνήσαμε από τα iphone,
ipad, άη στο καλό μας.
Όμως ναι, το θυμηθήκαμε, είμαστε
απόγονοι του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, ελάχιστα νεότεροι του Καραγάτση.
Τραγικοί Έλληνες, που όσα τους έμοιαζαν μακρινά μπήκαν στη ζωή τους με φόρα.
Ήρθαν, η ξενιτιά και ο θάνατος, παρόντες στην κάθε μας μέρα. Καμία σχέση με το
παρών του Κουβέλη και της Γκερέκου. Άλλο παρών. Αληθινό, απελπιστικό, τραγικό.
Ο γείτονας αυτοκτόνησε, η Μαριάνθη φεύγει για Αυστραλία, ο Σταύρος δεν βρίσκει
φάρμακα. Οι Έλληνες πεινούν και κρυώνουν. Στους δρόμους πέφτει ξύλο. Τα
Πανεπιστήμια είναι κλειστά. Φτάνει… Πάγωσα. Φτάνει, ούτε ο Καραγάτσης δε με
θέλει.
Πού τον θυμήθηκες και κόλλησες,
μου λέω. Η αλήθεια μου τον θύμισε αλλά οι ήρωες οι δικοί του είχαν συνείδηση
της απελπισίας τους. Εμείς, όσο και όσοι ακόμα έχουμε αναμμένο καλοριφέρ,
φαγητό, βενζίνη, σχολεία, δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την κατάσταση μας.
Προσποιούμαστε πως πονάμε και αγωνιζόμαστε με πολλά like και πολλά share στην πλασματική διαδικτυακή επικοινωνία μας με τους άλλους.
Μια οθόνη μας συνδέει με την έξω κακομοιριά και καμωνόμαστε πως συμμετέχουμε.
Μα δεν έχει από μηχανής θεό εδώ. Οι
έτοιμες λύσεις τέλειωσαν και η θεά Αθηνά κρύφτηκε. Μόνος θεός, ο εαυτός μας.
Εσύ, εμείς, εκείνοι, εγώ είμαστε η λύση. Όχι απ’ το διαδίκτυο, με like και κουραφέξαλα, ούτε βρίζοντας
την λαμπερή τηλεπαρουσιάστρια των ειδήσεων.
Με όποιο κόστος, με όποιο πόνο, πρέπει
να δούμε και να ομολογήσουμε την αλήθεια. Να καταγγείλουμε τη σαπίλα, να
σαμποτάρουμε τη διαφθορά, να ξεμπροστιάσουμε την υποκρισία, και κυρίως να μην
ανεχτούμε άλλα, να μην συγκαλύψουμε. Η ανοχή έγινε ο χειρότερος εχθρός μας,
χρόνια τώρα. Διπλωμάτες και ευγενικοί, βλέπαμε και βλέπουμε το έγκλημα και το
βουλώνουμε. Μαθαίνουμε και τα παιδιά μας να το βουλώνουν και να ακολουθούν το
σίγουρο ρυάκι της ησυχίας. «Μη ρισκάρετε, μην μπλέξετε, μην εκτίθεστε» τους
λέμε. Παρόντες χωρίς κατάφαση και χωρίς άρνηση. Βασικά παρόντες για μια
ολόκληρη εποχή που κατέληξε σαν τραγικό μυθιστόρημα πόνου, θανάτου και
ξενιτιάς.
Το είπαμε, ο από μηχανής θεός, δε
θα’ρθει. Μήπως να έρθει η Κάθαρση;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου