Πάντα Μεγάλη Παρασκευή μου συμβαίνει. Φυσάει ένας αέρας και σβήνει χρόνια. Φέρνει μυρωδιές από τριανταφυλλώνες ψηλά και νεραντζιές.
Η γλύκα της Μεγάλης Παρασκευής του 1972, επίστρωση από
μέλι, στις αποθήκες της ψυχής μου.
Αν το Τζουκ - μποξ είχε σε δισκάκι το «Ω γλυκύ μου
έαρ… γλυκύτατόν μου τέκνο, που έδει σου το κάλος…» το χαρτζιλίκι μου, μόνο γι’
αυτό θα ήταν διαθέσιμο, να παίζει και ξαναπαίζει για να μου δίνει φτερά και να
κόβω βόλτες στον αέρα. Θυμάμαι έσπασα το πένθιμο κερί που φάνταζε αναστάσιμη
λαμπάδα, όταν τα παιδικά βλέμματα συναντηθήκαν, ενώ θα έπρεπε να κοιτάζουν
ταπεινά προς τα κάτω τι στιγμή, που ο παπάς θυμιάτιζε. Και ξαφνικά αυτή η ιερή
ζεστή σιωπή, η ντυμένη μόνο ανάσες και συρίγματα και μυρωδιές αγγελικές
μεταμορφώνεται… Ξαφνικά ρίχνεται με πάθος στην ανθρώπινη φωνή και σκιρτά έναν
…έρωτα…, ένα πάθος δυνατό που προκαλεί ρίγος…, αμηχανία, τρέμουλο, βιαστικό
χτύπο στην καρδιά… Μια μελωδία… τι μελωδία… τι ήχοι ακούγονται… τι στίχοι… Λόγια
που σίγουρα γεννήθηκαν μονομιάς,… μέσα σε μια στιγμή σα χείμαρρος, χωρίς σκέψη,
χωρίς επιφύλαξη, χωρίς σκοπό… Λόγια που μόνο το πάθος της ψυχής γεννά…
Ω γλυκύ μου έαρ…γλυκύτατόν μου τέκνο, που έδει σου το κάλος..»
Ω γλυκύ μου έαρ…γλυκύτατόν μου τέκνο, που έδει σου το κάλος..»
Γιατί λέτε με απασχολεί ο χρόνος; Είναι το βάρος, που μεγαλώνει και οι ώμοι που αδυνατίζουν. Μακάρι και το μυαλό να
μπορούσε να σβήσει τα ένδοξα χρόνια της νεότητας μας και να προσαρμοστεί στην
σκληρή πραγματικότητα. Όμως ζηλεύει τις στιγμές εκείνες και επιχειρεί που και
που να τις ξαναζήσει. Για λίγο όσο διαρκεί το σχόλια ανάμεσα από δύο τραγούδια,
της συμπλέουσας
με τις απόψεις μου, σε μεταμεσονύκτια ραδιοφωνική εκπομπή.
«Καρδιά μου εγώ, μιλιά μου εγώ, παρελθόν μου εγώ, βλακεία μου εγώ. Η αποθέωση του δύο είναι το ένα και μόνο του. Μεγαλώσαμε. Δεν μπαίνει θέμα. Θυμάμαι, παραμόνευα τον ίσκιο μιας λέξης, ούτε καν τη λέξη την ίδια, για να βγάλω φτερά και να κόβω βόλτες στον αέρα. Θυμάμαι ήταν αρκετή η υποψία ενός βλέμματος, ούτε, καν το ίδιο το βλέμμα, για να τα παρατήσω όλα σύξυλα και να έρθω να φύγουμε για οπουδήποτε. Τώρα είναι αλλιώς. Άρχισαν οι μιζέριες, Και; Τι ώρα μου είπες; Δεν γίνεται λίγο αργότερα; Αν το κάνουμε αύριο πειράζει; Έλα, τα λέμε. ‘Όχι, δεν γέρασε η αγάπη. Η καρδιά άσπρισε».
«Καρδιά μου εγώ, μιλιά μου εγώ, παρελθόν μου εγώ, βλακεία μου εγώ. Η αποθέωση του δύο είναι το ένα και μόνο του. Μεγαλώσαμε. Δεν μπαίνει θέμα. Θυμάμαι, παραμόνευα τον ίσκιο μιας λέξης, ούτε καν τη λέξη την ίδια, για να βγάλω φτερά και να κόβω βόλτες στον αέρα. Θυμάμαι ήταν αρκετή η υποψία ενός βλέμματος, ούτε, καν το ίδιο το βλέμμα, για να τα παρατήσω όλα σύξυλα και να έρθω να φύγουμε για οπουδήποτε. Τώρα είναι αλλιώς. Άρχισαν οι μιζέριες, Και; Τι ώρα μου είπες; Δεν γίνεται λίγο αργότερα; Αν το κάνουμε αύριο πειράζει; Έλα, τα λέμε. ‘Όχι, δεν γέρασε η αγάπη. Η καρδιά άσπρισε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου