Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μόνο εγώ πιστεύω,
ότι αυτά που γράφω ξεχειλίζουν αισιοδοξία. Θα το κοιτάξω! Για την ώρα θα συνεχίσω, εξαντλώντας κάθε όριο της υπομονής
μου, γράφοντας μέχρι το τέλος, με λίγες λέξεις που έχουν απομείνει και με
πολλές, πολλές σιωπές. Θα συνεχίσω, για
να κάνω ευκολότερο το πέρασμα του χρόνου. Ίσως μονάχα έτσι να δίνονται
εξηγήσεις στη μόνη σταθερά, που είναι οι δικοί μας άνθρωποι,
μέσα στον άπειρο χώρο και χρόνο, που μας τρομοκρατεί και μας σκορπά.
Με το παράπονο έτσι και αλλιώς δε θα
ξεμπερδέψουμε. Όσο και να πολεμάς με τον εαυτό σου, έρχεται η
τραγωδία μιας κοινωνίας να σου υπενθυμίσει ότι είσαι και εσύ μέλος της. Είναι
τόση η πίκρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που τα όνειρα
αντικαταστάθηκαν από τις αναμνήσεις και αυτό ισοδυναμεί με θάνατο.
Εκεί που νομίζω, πως έχω κερδίσει την προσωπική μου μάχη,
βλέπω ανθρώπους με σπασμένες φτερούγες, ναυάγια μιας ζωής, που
αλλιώς την ονειρεύτηκαν. Το κοινωνικό δίνει τη θέση του στο προσωπικό και το παράπονο
γίνεται ακόμα πιο πικρό.
Το έχω σε κακό να φύγει ο Σεπτέμβρης και εγώ να γράφω για μαύρα. Δυστυχώς όμως, πράγματα που θα έπρεπε να έχουν περάσει στην ιστορία, βγήκαν στην επιφάνεια και φτου απ’ την αρχή.
Τι τα κάνω; Ξορκίζω το χρόνο και ενισχύω τη μνήμη.
Γράφω γιατί δεν έχω τι να πω, είναι και οι απέναντι
τοίχοι, που όχι μόνο δεν ακούν, αλλά είναι και ανίκανοι να προκαλέσουν
αντίλαλο. Αυτές οι λέξεις όμως της αταξίας του μυαλού, φεύγουν σε άγνωστους
προορισμούς δημιουργώντας προϋποθέσεις για κάποια συνάντηση.
Καμία λαμπρή ιδέα
δεν μπορεί να τεθεί άλλωστε σε
κυκλοφορία, κατά την διάρκεια των
γεγονότων. Γράφω καθυστερώντας τις λέξεις… «Λάμπα σβησμένη που ο χρυσός της λάμπει
στο σκοτάδι χάρη στη μνήμη του φωτός που χάθηκε… Λέξεις που αφέθηκαν, όχι στον
άνεμο, αλλά στο έδαφος, από τα δάκτυλα που δεν τις έσφιγγαν, σαν φύλλα ξερά που
είχαν πέσει σ’ αυτά από κάποιο δέντρο αόρατα ακαθόριστο…»
Και επειδή σας καταλαβαίνω αγαπητοί συνένοχοι αναγνώστες,
θα ενώσω την φωνή μου με τον Οδυσσέα Ιωάννου, που
απευθυνόμενος στο «συγγραφέα» μια μέρα του Σεπτέμβρη, τον παρακάλεσε να φέρει
το άπιαστο στα μέτρα του : «Δώσε μου πάθος. Βάλε μια φωτιά στην
άκρη μου και άστην να δούμε μέχρι πού θα με φτάσει. Σκάλισέ με ως το κόκαλο,
παίδεψέ με μέχρι να πω έλεος, τύφλωσέ με, ξαναδώσε μου το φως μου με ένα
άγγιγμα, γίνε η γκόμενα που θα μου γαμήσει το μυαλό, ρε γαμώτο! Αλλιώς, τι
πνευματικός άνθρωπος είσαι; Βοηθός λογιστού με ειδίκευση στην προσθαφαίρεση
ακέραιων αριθμών είσαι. Να φέρνεις το άπιαστο στα μέτρα μου. Να το ξαναστέλνεις
μακριά μου και να με σπρώχνεις να το κυνηγήσω… Από το σημερινό ψέμα φτιάχνεται
η αυριανή πραγματικότητα… Όχι από αυτό που γίνεται, αλλά από αυτό που τελικά
πιστεύεις πως μπορείς να κάνεις…»
Ας εξαντλήσουμε όλα τα όρια της ελπίδας, όσο και αν η
προσδοκία μας έχει κουράσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου