Όσα δεν είπαμε στα χελιδόνια
Φέτος δεν τα αποχαιρέτησα. Έφυγαν μόνα τους, χωρίς υπόσχεση, χωρίς την ψευδαίσθηση της επιστροφής. Ίσως γιατί κι εγώ δεν είχα πια τι να τους πω. Κουράστηκα να εξηγώ στα πουλιά πως δεν φταίει ο καιρός, φταίμε εμείς που συνηθίσαμε.
Δεν έχω πρόβλημα με την ηλικία», είπα.
«Σιγά μη σε πιστέψουμε», ήρθε η αντήχηση.
Θα πείτε, η αντήχηση επαναλαμβάνει,
έτσι γίνεται συνήθως. Αυτή τη φορά όμως δεν άντεξε το ψέμα.
Μπορεί να το λέω εγώ, μπορεί κάποιος που ξέχασε το όνομά του. Δεν έχει σημασία. Όλοι έχουμε ανάγκη να μας πιστέψει κάποιος, έστω κι αν είναι η ηχώ μας.
Τα χρόνια δεν περνούν, εγκαθίστανται. Στρώνουν τραπέζι στα παλιά μας λάθη και ζητούν ρέστα. Κι εμείς τα κερνάμε νοσταλγία, για να τα καλοπιάσουμε. Λέμε «σοφία», εννοούμε «συμβιβασμό». Λέμε «εμπειρία», εννοούμε «κουράστηκα να παλεύω». Όλα μια γλωσσική ανακούφιση, για να μην πούμε τη λέξη ήττα.
Η ζωή, λένε, είναι δρόμος. Εγώ τη βλέπω σαν ανηφόρα με δύο κατηφόρες στα άκρα και πίσω και μπροστά. Όποια κι αν κατεβείς, η θέα ίδια: τοπίο μετά τη μάχη κι εμείς, οι «ανάμεσα», στεκόμαστε κάπου στη μέση και κοιτάζουμε, μην ξέροντας αν προχωράμε ή απλώς καθυστερούμε την επιστροφή.
Κι έτσι, κάθε φθινόπωρο, αφήνω λίγο νερό στο μπαλκόνι. Για τα χελιδόνια που δεν γύρισαν. Και για εκείνους που έμειναν, πιστεύοντας ακόμη πως αλλάζουν εποχές.
Σχόλια