Ο χειρότερος εχθρός αυτού του γενναιόδωρου τόπου είναι οι άνθρωποι του, αυτοί που απολαμβάνουν τα δώρα του. Ο τόπος είναι τοπίο πια, πακέτο προς κατανάλωση. Τόπος άψυχος , χωρίς ιστορία χωρίς παρελθόν.
Είμαστε κατώτεροι του τόπου ανάξιοι να τον αφουγκραστούμε και να τον ζήσουμε. Μόνο να τον καταναλώσουμε θέλουμε, αρπακτικά. Η ομορφιά περνάει πλάι μας και δεν τη γευόμαστε.
Το καλοκαίρι που φεύγει όλα τα επιτρέπει και την άρνηση. Και τα επιτρέπει γιατί αντίθετα με τον χειμώνα που είναι μια δικτατορία, το καλοκαίρι έχουμε δημοκρατία και πάντα φως, που όλα γύρω του τα λιώνει.
Το Χειμώνα ο «βοριάς που τ’αρνάκια παγώνει», παγώνει και τους φτωχούς συμπολίτες μας που δεν έχουν να πληρώσουν πετρέλαιο. Που δεν έχουν να αγοράσουν ζεστά ρούχα και «θερμήν υπόδεσιν δια τους παγωμένους πόδας των» όπως γράφει και ο Παπαδιαμάντης. Ο χειμώνας είναι για τους προνομιούχους.
«Όλη η φιλολογία γύρω από το χειμώνα είναι μια ρομαντική κατασκευή», γράφει στα σατιρικά του ο Νίκος Δήμου. «Βέβαια ο ρομαντικός εξωραϊσμός του χειμώνα, όταν δεν είναι αφέλεια, είναι μία άμυνα. Προσπαθούμε να δούμε τις καλές πλευρές του αναπόφευκτου. Ενώ το καλοκαίρι... όπως γράφει ο Νίκος Ξυδάκης “Ακόμη κι ο έσχατος, ο μπατίρης, ο καταφρονεμένος, έχει την ευκαιρία του στη δημοκρατία του φωτός, ίση με όποιου άλλου προνομιούχου: να κολυμπήσει , να λουστεί στο φως, να αφήσει τη θάλασσα την ανετυμολόγητη να μπει δριμεία στα ρουθούνια του, να ψηθεί στην αρμύρα, να θαμπώσει. Και να πιει ένα ποτήρι κρασί, ένα ούζο κάτω απ’ την καλαμιά, να γευτεί ένα ψαράκι. Και να υψωθεί. Για δυο στιγμές, ένα απομεσήμερο, ένα πρωινό, ένα απόγευμα. Να υψωθεί μες στην ευδαιμονική, τη μεταφυσική Δημοκρατία του Καλοκαιριού”.
Μπαίνουμε στο φθινόπωρο, στα μάτια μας έχουμε ακόμη τον βαθύ Αύγουστο, μετέωροι στην κάψα, στην τούλινη νύχτα, στην πανσέληνο, στη ζωή του.
Ας μην είμαστε αχάριστοι. Αυτήν την ελευθεριά που μας χαρίζεται αυτούς τους μήνες του χρόνου, να την στερεώσουμε και να την βαθύνουμε, να την σώσουμε και να την παραδώσουμε ακέραια στους άλλους που ακολουθούν.
Είμαστε κατώτεροι του τόπου ανάξιοι να τον αφουγκραστούμε και να τον ζήσουμε. Μόνο να τον καταναλώσουμε θέλουμε, αρπακτικά. Η ομορφιά περνάει πλάι μας και δεν τη γευόμαστε.
Το καλοκαίρι που φεύγει όλα τα επιτρέπει και την άρνηση. Και τα επιτρέπει γιατί αντίθετα με τον χειμώνα που είναι μια δικτατορία, το καλοκαίρι έχουμε δημοκρατία και πάντα φως, που όλα γύρω του τα λιώνει.
Το Χειμώνα ο «βοριάς που τ’αρνάκια παγώνει», παγώνει και τους φτωχούς συμπολίτες μας που δεν έχουν να πληρώσουν πετρέλαιο. Που δεν έχουν να αγοράσουν ζεστά ρούχα και «θερμήν υπόδεσιν δια τους παγωμένους πόδας των» όπως γράφει και ο Παπαδιαμάντης. Ο χειμώνας είναι για τους προνομιούχους.
«Όλη η φιλολογία γύρω από το χειμώνα είναι μια ρομαντική κατασκευή», γράφει στα σατιρικά του ο Νίκος Δήμου. «Βέβαια ο ρομαντικός εξωραϊσμός του χειμώνα, όταν δεν είναι αφέλεια, είναι μία άμυνα. Προσπαθούμε να δούμε τις καλές πλευρές του αναπόφευκτου. Ενώ το καλοκαίρι... όπως γράφει ο Νίκος Ξυδάκης “Ακόμη κι ο έσχατος, ο μπατίρης, ο καταφρονεμένος, έχει την ευκαιρία του στη δημοκρατία του φωτός, ίση με όποιου άλλου προνομιούχου: να κολυμπήσει , να λουστεί στο φως, να αφήσει τη θάλασσα την ανετυμολόγητη να μπει δριμεία στα ρουθούνια του, να ψηθεί στην αρμύρα, να θαμπώσει. Και να πιει ένα ποτήρι κρασί, ένα ούζο κάτω απ’ την καλαμιά, να γευτεί ένα ψαράκι. Και να υψωθεί. Για δυο στιγμές, ένα απομεσήμερο, ένα πρωινό, ένα απόγευμα. Να υψωθεί μες στην ευδαιμονική, τη μεταφυσική Δημοκρατία του Καλοκαιριού”.
Μπαίνουμε στο φθινόπωρο, στα μάτια μας έχουμε ακόμη τον βαθύ Αύγουστο, μετέωροι στην κάψα, στην τούλινη νύχτα, στην πανσέληνο, στη ζωή του.
Ας μην είμαστε αχάριστοι. Αυτήν την ελευθεριά που μας χαρίζεται αυτούς τους μήνες του χρόνου, να την στερεώσουμε και να την βαθύνουμε, να την σώσουμε και να την παραδώσουμε ακέραια στους άλλους που ακολουθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου